Ανακοίνωση

Στέλιος Στυλιανίδης: «Η ελπίδα είναι αντίδοτο στον φόβο» – Συνέντευξη στον Τάσο Τσακίρογλου

«Το μεγάλο πρόβλημα στα χαρακτηριστικά της νεοελληνικής κουλτούρας είναι ότι όλοι μας υποκρινόμασταν, άλλος πολύ άλλος λίγο, ότι τα συμφέροντα είναι πολύ πιο ισχυρά και δεν μπορούμε να τα αγγίξουμε και να τα βάλουμε μαζί τους»

Μια διχοτομία για την εθνική ταυτότητα

Η συνάντησή μας με τον Σ. Στυλιανίδη, εθνικό εκπρόσωπο για την ψυχική υγεία στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.) και αντιπρόεδρο της Παγκόσμιας Εταιρείας για την Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση (WAPR), κατέληξε σε μια εκ βαθέων συζήτηση για τις πηγές της κακοδαιμονίας της ελληνικής κοινωνίας, μέσα από την ιδιαίτερη προσέγγισή του που συνδυάζει την ψυχανάλυση, την κοινωνιολογική αποτίμηση και την πολιτική φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον ίδιο, στο επίκεντρο της πολύπλευρης χρεοκοπίας βρίσκεται η ανάπτυξη μεταπολιτευτικά μιας ιδιότυπης μικροαστικής ιδεολογίας, αλλά και ο μετεωρισμός που προκαλεί μια διφορούμενη ερμηνεία της εθνικής ταυτότητας. Η δική του απάντηση περιλαμβάνει έννοιες όπως ο αναστοχασμός, η ελπίδα, η ευθύνη και η προσέγγιση του Άλλου στο πλαίσιο της προστασίας του δημόσιου χώρου.

– Ένα από τα συγκλονιστικότερα πράγματα που ακούσαμε το τελευταίο διάστημα ήταν η φράση ενός απολυμένου από την Κοζάνη, ο οποίος κρατούσε όμηρο το πρώην αφεντικό του. Όταν τον συνέλαβε η αστυνομία και τον ρώτησε γιατί το έκανε, απάντησε: «Θέλω να με ξανακάνετε άνθρωπο». Τι σκέφτεστε γι’ αυτό;

– Νομίζω ότι είναι μια φράση-κλειδί, με την έννοια πως μια τέτοια κρίση δεν έχει ποτέ μόνο τις ορατές οικονομικές συνέπειες, δηλαδή τη φτώχεια, την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου όλων των εργαζομένων, την ανασφάλεια για το μέλλον. Υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό σ’ αυτή τη δήλωση-κραυγή απελπισίας του εργαζόμενου από την Κοζάνη: ότι έχασε την ταυτότητά του. Το βίωμα της αναξιοπρέπειας, της μη σύνδεσης με τους προηγούμενους κοινωνικούς δεσμούς που είχε χτίσει στη ζωή του, λόγω της ανεργίας και της περιθωριοποίησης που βιώνει, τον κάνει να λέει συνειδητά «θέλω να με ξανακάνετε άνθρωπο».

– Τελικά τι σημαίνει να είμαι άνθρωπος;

– Θα άρχιζα με αυτό που έλεγε ο Φρόιντ: άνθρωπος είναι αυτός που μπορεί να αγαπά, να εργάζεται και να μεγαλώνει τα παιδιά του με μια επάρκεια. Αυτές οι τρεις βασικές ιδιότητες σε μια συνθήκη τόσο απότομης κατάρρευσης και όταν δεν συγκροτούνται γύρω από το άτομο πραγματικά δίκτυα αλληλεγγύης, δίκτυα κοινωνικής στήριξης, ώστε να απολαμβάνει ένα μίνιμουμ προστασίας σε σχέση με την κρίση που διανύουμε, όλα αυτά τα στοιχεία στην ουσία διαλύονται. Άρα τίθεται ένα ζήτημα αποδόμησης της ίδιας της ταυτότητας του ανθρώπου. Και η ταυτότητά του δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που παράγει οικονομικά ως εργαζόμενος, είναι και η ψυχική του λειτουργία, η σχέση του με την οικογένειά του. Και εδώ επανέρχομαι στο μείζον θέμα της διάλυσης των κοινωνικών δεσμών που δημιουργεί η κοινωνική κρίση και θέτει τον άνθρωπο σε μια βαθιά διερώτηση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να αιμορραγεί ναρκισσικά.

– Τι σημαίνει αυτό;

– Ο καθένας μας έχει μια εικόνα για τον εαυτό του, μια αυτοεκτίμηση. Έχουμε κατασκευάσει μέσα από την ιστορική μας πορεία μια συγκεκριμένη δόμηση αυτού που λέμε «εικόνα εαυτού», δηλαδή ναρκισσισμού, που είναι και μια δυνατότητα που έχουμε να επενδύουμε αυτό που έχουμε μέσα μας προκειμένου να συγκροτήσουμε τον δεσμό και να συναντήσουμε τον Άλλο. Όταν αυτό το κομμάτι της εικόνας του εαυτού καταρρέει, έχουμε ως αποτέλεσμα μια τεράστια ναρκισσική αιμορραγία και ως αποκορύφωσή της έχουμε αυτή τη δήλωση: «θέλω να με ξανακάνετε άνθρωπο». Διότι στην πραγματικότητα αυτός ο άνθρωπος είχε χάσει τη βασική του ιδιότητα: αυτά που ανέφερα σε σχέση με τη ρήση του Φρόιντ.

– Το πρόβλημα της ταυτότητας στη συγκεκριμένη περίοδο αφορά και τα άτομα, αλλά και μεγάλες κοινωνικές ομάδες. Ακόμη και τα ίδια τα κόμματα. Βλέπουμε για παράδειγμα δεξιά κόμματα να κάνουν σημαία τον αντιαμερικανισμό και τον αντιδωσιλογισμό, δηλαδή στοιχεία ταυτότητας της Αριστεράς.

– Ακριβώς. Και να κάνω δύο σχόλια επ’ αυτού. Το πρώτο: Η κοινωνική οδύνη εκφράζει όλη αυτή τη ναρκισσική και ταυτισιακή αποδόμηση που έχει το άτομο σε σχέση με τους προηγούμενους δεσμούς του. Σημαίνει πως αυτό που παραπέμπει στον άνθρωπο είναι μια τεράστια ανασφάλεια, μια τεράστια ρευστότητα και με μια πολύ μεγάλη δυσκολία: να επανασυγκροτήσει το εγώ του σε σχέση με την κοινωνική επισφάλεια που αισθάνεται για το μέλλον. Με δύο λόγια, κάποιος που δεν μπορεί να επενδύσει στην ελπίδα, δεν έχει μέλλον. Και κάποιος που δεν έχει μέλλον, δεν μπορεί να έχει και παρόν. Υπ’ αυτή την έννοια, σε μια τέτοια συνθήκη γενικευμένης κρίσης, για μένα το πρώτιστο πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι ούτε οικονομικό, ούτε μόνο πολιτικό. Είναι καταρχάς πολιτιστικό.

– Με ποια έννοια το λέτε αυτό;

– Είναι θέμα παιδείας και της κυρίαρχης κουλτούρας που συγκροτήθηκε μέσα από το μοντέλο της μεταπολίτευσης. Αυτά τα στοιχεία της κουλτούρας θα μπορούσα να τα συνοψίσω στα εξής: Πρώτον, η ναρκισσική λειτουργία. Υπάρχω για τον εαυτό μου και το πολύ πολύ για τους κολλητούς μου ή για το άμεσο οικογενειακο μου περιβάλλον ή για τους πελάτες μου. Δεν υπάρχω για να υπηρετώ ή να ταυτίζομαι με αυτό που λέμε δημόσιο χώρο και δημόσιο συμφέρον.

Δεύτερον, κάνω μια μεταφορά μιας ψυχαναλυτικής έννοιας, της «δήθεν προσωπικότητας» (as if personality). Σκεφτόμαστε ότι δήθεν υπερασπίζουμε τον δημόσιο χώρο, το δημόσιο συμφέρον, το συλλογικό Εγώ, ενώ στην πράξη λειτουργούμε μόνο ατομικά. Τι θέλω να πω; Αν πάρετε τη συγκρότηση των κομμάτων, τις συντεχνίες, τα ΑΕΙ, το ΕΣΥ, εκτός από λαμπρές εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, η λειτουργία όλου αυτού του συστήματος, μέσα από μια οργανωμένη ανευθυνότητα, δημιουργεί κυριολεκτικά έναν κατακερματισμό στην έννοια του δημόσιου χώρου. Άρα συγκροτεί μια ψευδή ταυτότητα συλλογική και ατομική, η οποία είναι: «κάνω δήθεν ότι υπερασπίζομαι το δημόσιο συμφέρον, ενώ στην ουσία λειτουργώ για το δικό μου συμφέρον».

– Αυτό ίσως εξηγεί και το θέμα της διαφθοράς.

– Ακριβώς. Η διαφθορά δεν είναι κάτι μεταφυσικό και δεν πέφτει από τον ουρανό. Μπαίνει μέσα από τις ρωγμές αυτού που έλεγα πριν: «μια δήθεν λειτουργία» (as if) του ατόμου σε σχέση με την κοινωνική ομάδα που ανήκει. Το μεγάλο πρόβλημα στα χαρακτηριστικά της νεοελληνικής κουλτούρας είναι ότι όλοι μας υποκρινόμασταν, άλλος πολύ άλλος λίγο, ότι τα συμφέροντα είναι πολύ πιο ισχυρά και δεν μπορούμε να τα αγγίξουμε και να τα βάλουμε μαζί τους. Όλο αυτό κατέληξε στο τρίτο στοιχείο της κουλτούρας, στη γενικευμένη ανομία, η οποία για να μπορέσει να συντηρηθεί, χρησιμοποιείται και ένας άλλος μηχανισμός: η παράνοια.

Ο μεσαίος χώρος υπήρξε ένα «μικροαστικό μάγμα»

«Στην Ελλάδα κέρδισε όχι η Αριστερά ή η Δεξιά ή το εκφυλισμένο ΠΑΣΟΚ, αλλά μια μικροαστική ιδεολογία, η οποία συγκροτήθηκε ως ένας ισχυρός πόλος στην κοινωνία»

– Πώς λειτουργεί η παράνοια σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο;

– Ό,τι δεν είναι μαζί μου, είναι ενάντια σε μένα. Και εννοώ ό,τι δεν ανήκει στον δικό μου χώρο, στο δικό μου σύστημα που είναι οργανωμένο με έναν ανεύθυνο τρόπο. Δείτε τις συντεχνίες ή τη θέση της Αριστεράς που οποιοδήποτε μαζικό αίτημα το βαφτίζει «λαϊκό», χωρίς να αναλύσει και να επανασυνθέσει ως πολιτικό πλέον λόγο προς όφελος της κοινωνίας το αίτημα το οποίο εισπράττει.

– Αυτή η αντίληψη έδωσε το δικαίωμα για παράδειγμα στον κ. Πάγκαλο να πει το περίφημο «μαζί τα φάγαμε».

– Ακριβώς. Οι Έλληνες αντιδρούμε μεν σαν αγέλη, αλλά υπερασπίζουμε τα συμφέροντά μας ως άτομα. Και μ’ αυτή την έννοια η ναρκισσική λειτουργία, η ομερτά και η συντεχνιακή λογική μάς οδηγεί σε μία πολύ βασική διατύπωση, η οποία γίνεται ατύπως απ’ όλους μας: «Δεν μας ενδιαφέρει η μοίρα των άλλων, δεν μας ενδιαφέρει η τύχη του δημόσιου χώρου. Εμείς να ’μαστε καλά. Εμείς και η κλειστή κοινωνική μας ομάδα». Άρα, ένα άλλο χαρακτηριστικό εκτός από την παράνοια είναι η άρνηση να δούμε την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας και τη συγκεκριμένη ευθύνη του καθένα μέσα σ’ αυτή.

– Τι ρόλο έπαιξαν τα ΜΜΕ, και ειδικά η τηλεόραση, με τη διαπαιδαγώγηση του κοινού σε ένα μηχανιστικό και συνθηματολογικό τρόπο σκέψης, στο να εσωτερικευτεί αυτή η ιδεολογία από τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι αποφεύγουν τον δύσκολο δρόμο του στοχασμού;

– Αυτή η ιδεολογία που θα την έλεγα «μικροαστική ιδεολογία», είναι αυτή που κέρδισε τελικά στην Ελλάδα και όχι η Αριστερά ή η Δεξιά, ή ένα εκφυλισμένο ΠΑΣΟΚ. Με όχημα κυρίως το ΠΑΣΟΚ, από το 1981 και μετά, συγκροτήθηκε ένας πολύ ισχυρός πόλος μέσα στην ελληνική κοινωνία, ο οποίος είχε βεβαίως αντικειμενική βάση για να συγκροτηθεί: προηγούμενες κοινωνικές ανισότητες, αποκλεισμός των αριστερών από τη δημόσια ζωή, καταστολή και σημαντικότατος κοινωνικός αποκλεισμός. Όμως κέρδισε αυτή η μικροαστική ιδεολογία, η οποία διαπότισε και τα ΜΜΕ και τη λειτουργία των κομμάτων, των θεσμών και των συλλογικοτήτων.

– Συμβαδίζει αυτό με τον λεγόμενο «μεσαίο χώρο», με τη «μεσαία τάξη», αυτόν τον μικροαστικό πολτό, ο οποίος έγινε για χρόνια το μήλον της έριδος για τα μεγάλα κόμματα;

– Βασικός μοχλός αυτού του «μικροαστικού μάγματος», όπως το λέω εγώ, υπήρξε η πολιτική συγκρότηση του ΠΑΣΟΚ, άρα του μεσαίου χώρου. Και δείτε τα χαρακτηριστικά του: μέσα από μια αντιδεξιά ρητορική αναπαρήγαγε τις χειρότερες μορφές εθνο-κεντρισμού, ο οποίος αποτέλεσε τελικά έναν θεμελιώδη αμυντικό και υπεραναπληρωτικό μηχανισμό ενός έθνους που ελάχιστα παράγει υλικά και πνευματικά.

Δεύτερον, αυτή η εθνοκεντρική ρητορική περί εξωτερικών εχθρών που μας φθονούν, μας οδηγεί σε μια απόλυτη εξιδανίκευση του παρελθόντος με μια πλήρη ανικανότητα να αναλύσουμε την πολυπλοκότητα του παρόντος και πόσο μάλλον να επενδύσουμε ορθολογικά στο μέλλον. Αυτή λοιπόν αναπαρήγαγε ένα βασικό διχασμό ανάμεσα στον εθνικισμό και σε μιαν άλλη θέση που κι αυτή διατυπώθηκε πολύ λαθεμένα από την εκσυγχρονιστική Αριστερά, δηλαδή μια πλήρη απόρριψη της εθνικής μας ταυτότητας.

– Ακούμε συχνά από εκπροσώπους του «μεταρρυθμισμού» και του παλαιότερου Σημιτισμού, και τελευταία το άκουσα από τον πρώην υπουργό Αλέκο Παπαδόπουλο, ότι για ν’ αλλάξουν τα κακώς κείμενα χρειάζεται ένας πολιτικός βολονταρισμός από τα πάνω (από την εξουσία). Και εξυπακούεται πως εάν η κοινωνία δεν θέλει ή αντιδρά σ’ αυτό, τότε τόσο το χειρότερο γι’ αυτήν. Πιστεύετε ότι εδώ έχουμε μια αυταρχική αντίληψη της πολιτικής που θέτει «απέναντι» την κοινωνία;

– Εν μέρει θα συμφωνούσα με αυτή τη διατύπωση του κ. Παπαδόπουλου. Χωρίς να πιστεύω σε δόγματα ή οράματα «φωτισμένης πρωτοπορίας», μια πολιτική δύναμη ή μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων που έχουν έναν δημόσιο λόγο και μια επιρροή στα δημόσια πράγματα, μπορεί και να έχει μια πρακτική πολιτικού βολονταρισμού. Αρκεί βεβαίως την ίδια στιγμή που ασκεί αυτή την πολιτική, να προετοιμάζει με συλλογικές διαδικασίες το έδαφος για να συγκροτηθούν νέες συλλογικότητες που θα στηρίξουν αυτό τον πολιτικό βολονταρισμό. Άρα, αυτό που λέει ο συμπαθής κ. Παπαδόπουλος ξεχνάει αυτή τη σύνδεση, αυτό το «και». Αλλιώς μπαίνουμε στη λογική μιας «φωτισμένης πρωτοπορίας» που υποτίθεται ότι αλλάζει την κοινωνία προς όφελος του γενικού καλού. Δηλαδή στην ουσία μια ηθικοπλαστική εκδοχή της πολιτικής πρακτικής.

Τα κινήματα και οι προϋποθέσεις μιας νέας προοπτικής

«Εάν δεν υπάρχει μια νέου τύπου σύνθεση, τότε τα κινήματα μπορεί να λειτουργήσουν απλά ως μηχανισμοί εκφόρτισης του θυμικού και όχι ως μετουσίωση σε ανατρεπτικό πολιτικό λόγο απέναντι στην επίθεση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού»

– Πώς βλέπετε τα κινήματα αντίδρασης από τα κάτω, όπως οι «αγανακτισμένοι», το «Occupy Wall Street» ή η Αραβική Άνοιξη;

– Τα κινήματα αυτά τα θεωρώ καταρχάς πάρα πολύ θετικά, γιατί ανοίγουν ένα κλειστό πολιτικό και κοινωνικό παιχνίδι, μέσα από την ανάδειξη αυτών των νέων συλλογικοτήτων. Το σημαντικό είναι ότι, εφόσον κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή, αρχίζουν και διαλύουν το φόβο που, όπως ξέρετε, είναι ένα συναίσθημα πολύ ισχυρότερο της ελπίδας. Όταν ο άνθρωπος μέσα απ’ αυτή την πολυεπίπεδη κρίση εγκλωβιστεί μέσα σε μια ατομική απόσυρση όπου βλέπει τη συλλογική δράση ως κάτι ανέφικτο ή ως κάτι που δεν έχει νόημα, τότε δεν υπάρχει κυριολεκτικά καμία ελπίδα για την κοινωνία στην οποία ζούμε. Πιστεύω λοιπόν ότι αυτά τα κοινωνικά κινήματα λειτουργούν ως καταλύτης έτσι ώστε ο φόβος να μετασχηματιστεί σε ελπίδα και επίσης μπορούν και λειτουργούν έτσι ώστε να νοηματοδοτούν ένα όραμα αλλαγής μ’ έναν τρόπο που συναντάει τον Άλλο, συναντάει δηλαδή την κοινή ανάγκη.

– Ποιες είναι οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας νέας προοπτικής;

– Απαιτείται μια νέα συνάντηση ενός πολιτικού φορέα, ενός πολιτικού λόγου με αυτά τα κινήματα. Οι συνθήκες αυτής της συνάντησης στην Ελλάδα δεν μπορούν ακόμα να πραγματοποιηθούν συγκροτημένα γιατί υπάρχει μια γενικευμένη καψυποψία -παράνοια ως χαρακτηριστικό του μικροαστικού πολτού που έλεγα πριν. Δηλαδή, πάντα ή σχεδόν πάντα αυτός που μπαίνει σε μια συλλογική δράση, ο μέσος Έλληνας, έχει το σαράκι του μικροαστισμού, τα καρκινικά κύτταρα που κυριολεκτικά φαγοκυτταρώνουν κάθε συλλογική δράση. Η πρώτη σκέψη που θα κάνει ο «αγανακτισμένος» στο Σύνταγμα ή αυτός που παλεύει να κρατήσει τη δουλειά του, είναι: «τι υπάρχει πίσω απ’ αυτό το κίνημα; Ποιος το καθοδηγεί;». Τη στιγμή που ο μέσος «αγανακτισμένος» εσωτερικεύει αυτή τη δομική καχυποψία, την ίδια στιγμή αποδυναμώνεται η πολιτική σκέψη και η ικανότητα να αναλάβει μια συνειδητή, συγκροτημένη συλλογική δράση.

– Συνεπώς επανερχόμαστε στο θέμα των χαρακτηριστικών της ελληνικής κοινωνίας.

– Στην ουσία ναι. Και μάλιστα σε κάτι που έχει τεράστια σημασία: στην έννοια της ατομικής και της συλλογικής ευθύνης σε σχέση με τη θεσμική ή ατομική λειτουργία που έχει ο καθένας στον υπάρχοντα καταμερισμό εργασίας και κοινωνικών ρόλων. Στην Ελλάδα κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη του. Πάντα φταίει ο τρίτος. Τώρα φταίει μόνο η Ευρώπη. Και δεν λέω φυσικά ότι δεν φταίει η Ευρώπη, αλλά υποστηρίζουμε ότι φταίει μόνο η Μέρκελ και ο Σαρκοζί, το «ενιαίο κόμμα των αγορών» και δεν φταίμε εμείς. Νομίζω ότι η αλήθεια και η προοπτική αυτών των κινημάτων μπορεί να χτιστεί σ’ αυτό που λέμε «ενδιάμεσο χώρο». Βεβαίως υπάρχει μια δυσμενής διεθνής οικονομική συγκυρία και μια ακραία επιθετική συμπεριφορά του νεοφιλελεύθερου δόγματος απέναντι στις κοινωνικές ανάγκες, αλλά ο τρόπος που λειτούργησε αυτός ο μικροαστικός πολτός στην ελληνική κοινωνία, η εξαφάνιση της διαφοροποίησης, η λογική «όλοι είμαστε ένα και το ίδιο», διότι είναι λαϊκό, είχε ως καταλυτικό αποτέλεσμα τη μη εσωτερίκευση της ευθύνης. Και κάποιος που δεν εσωτερικεύει την ευθύνη και που δεν παράγει νόημα και δικαιοσύνη μέσα από αυτή την εσωτερίκευση, δεν μπορεί να είναι στην ουσία πραγματικά ενεργός πολίτης.

– Τι γίνεται με το θέμα των ανισοτήτων, έτσι όπως κωδικοποιήθηκε από το Occupy Wall Street, δηλαδή «είμαστε το 99% απέναντι στο 1%»; Ποια είναι η κατάσταση στην Ελλάδα;

– Η Ελλάδα είναι σε πολύ κακή θέση. Ήδη τα στοιχεία δείχνουν ότι έχουμε πέσει περί τις 5-6 θέσεις στο προσδόκιμο ζωής σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με έρευνα του καθηγητή Μαυρέα από το Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων, ένας στους έξι στις ηλικίες μεταξύ 18 και 70 ετών εμφανίζει συμπτώματα ψυχοπαθολογίας, ενώ ένας στους δώδεκα σοβαρής ψυχοπαθολογίας. Άλλες πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η αυξανόμενη επικράτηση των ψυχικών διαταραχών στο γενικό πληθυσμό, η αύξηση των αυτοκτονιών και ιδιαιτέρως των καταθλιπτικών διαταραχών, ο κοινωνικός αποκλεισμός στη μητροπολιτική Αθήνα, είναι δείκτες μιας γενικότερης κοινωνικής και ψυχικής δυσλειτουργίας και ανασφάλειας. Το 11,4% του πληθυσμού υποφέρει από σοβαρά καταθλιπτικά προβλήματα.

Μ’ αυτή την έννοια, συμφωνώ με το σύνθημα «το 1% ενάντια στο 99%», αρκεί αυτό το 99% να μπορεί να βρει μηχανισμούς αυτοοργάνωσης και μετουσίωσης αυτής της διαμαρτυρίας σε ένα πολιτικό πρόγραμμα και ένα συγκροτημένο πολιτικό λόγο. Αλλιώς φοβάμαι ότι απλά και μόνο μπορεί να λειτουργήσουν ως μηχανισμοί εκφόρτισης του θυμικού.

Έννοιες της αυτονομίας και του «Άλλου»

«Στο μεταναστευτικό η Αριστερά λειτούργησε σαν την στρουθοκάμηλο»

– Υπάρχει θέση σήμερα για το αίτημα της αυτονομίας, ατομικής και συλλογικής, στο βαθμό που αυτή αποτέλεσε ζητούμενο όλων των κοινωνικών κινημάτων από τη δεκαετία του ’60 και μετά;

– Εάν δεν αυτονομηθεί κάποιος από τους μηχανισμούς εξουσίας δεν μπορεί να παράγει έναν νέο λόγο και ένα νέο νόημα. Ο μακαρίτης ο Νίκος Πουλαντζάς είχε ορίσει αυτή την έννοια ως «σχετική αυτονομία» στο πολιτικό εποικοδόμημα. Ευχαρίστως θα υιοθετούσα αυτή τη διατύπωση της «σχετικής αυτονομίας» των κοινωνικών κινημάτων με την έννοια ότι μπορούν να ανατρέπουν τη συλλογική ενοχοποίηση («μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου), μπορούν να ανατρέπουν το κλίμα της μόνιμης ανασφάλειας μέσα από τη συγκρότηση κοινωνικών δεσμών και τέλος μπορούν να θεσπίσουν νέους κανόνες συλλογικής δράσης που θα μάς επιτρέψουν να εσωτερικεύσουμε την έννοια της ευθύνης, ατομικής και συλλογικής. Άρα, εάν δεν υπάρχει ευθύνη, δεν μπορεί να υπάρχει αυτονομία, δεν μπορεί να υπάρχει επένδυση στην ελπίδα και στο μέλλον. Και χωρίς μέλλον δεν μπορεί να υπάρχει ταυτότητα.

– Να έρθουμε στο μεγάλο θέμα του Άλλου, ιδωμένου ως ξένου, αλλοδαπού, ο οποίος έχει βρεθεί και στην καρδιά του προεκλογικού αγώνα από τις συντηρητικές και ακροδεξιές δυνάμεις. Η κρίση επαναφέρει τις μεσοπολεμικές θεωρίες του αποδιοπομπαίου τράγου;

– Είναι αυτό που έλεγα πριν σε σχέση με την παράνοια, το πώς συγκροτείται η απλουστευτική σκέψη σε συνθήκες κοινωνικής κρίσης. Παράνοια τι σημαίνει; Προβάλλω κάποιο τρομακτικό ή αρνητικό δικό μου ασυνείδητο συναίσθημα ή ασυνείδητη σκέψη στον Άλλο. Ιδανικός στόχος γι’ αυτή την προβολή είναι ο ξένος, αυτός που είναι έξω απ’ εμάς. Πώς έρχεται λοιπόν και δένει αυτού του τύπου η σχεδόν ναζιστική ρητορική με το αίσθημα της ρευστότητας, της ανασφάλειας και του φόβου; Ταυτοποιεί έναν εξωτερικό εχθρό πάνω στον οποίο προβάλλουμε την ικανότητά μας να δεχτούμε το ξένο κομμάτι μέσα μας, άρα η διαφορετικότητα γίνεται εχθρική. Αυτός είναι ο συλλογικός ψυχικός μηχανισμός μέσα από τον οποίο λειτουργεί ο αποδιοπομπαίος τράγος.

Ωστόσο, υπάρχουν πολλά υπαρκτά προβλήματα. Με το να αναλύουμε μ’ αυτόν τον τρόπο την πολυπολιτισμικότητα και να ρίχνουμε το ανάθεμα σε ναζιστικού τύπου εκδοχές όπως ο Καρατζαφέρης ή η Χρυσή Αυγή δεν λύνουμε το πρόβλημα. Έχει ευθύνη και μια αριστερή ρητορική που για πολλά χρόνια, χωρίς να προτείνει συγκεκριμένες λύσεις για το πρόβλημα της μετανάστευσης, δημιούργησε κυριολεκτικά έναν χώρο ανασφάλειας τον οποίο λεηλάτησαν οι απλουστευτικές ακροδεξιές εκδοχές.

– Εδώ είχαμε όντως μια αμήχανη Αριστερά.

– Σαν τη στρουθοκάμηλο σε όλα τα καίρια ζητήματα δεν παίρνει θέση. Διότι κάτι που είναι «λαϊκό» το υιοθετούμε άκριτα. Τι θέλω να πω: όταν ξέραμε ότι με γεωμετρική πρόοδο το κέντρο της Αθήνας στην ουσία θα λεηλατηθεί από τους «ξένους» ή τα περιθωριακά στοιχεία ή όλους αυτούς τους δυστυχισμένους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, εκεί η Αριστερά ήταν σιωπηλή ή μιλούσε με γενικόλογες διακηρύξεις. Αντί να χτίζει δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης και δυνατότητας ενσωμάτωσης των μεταναστών οι οποίοι έχουν μια δουλειά, κατήγγελλε απ’ έξω ναζιστικές πρακτικές και άφηνε την κεντρική εξουσία να αναπαράγει την αδράνειά της. Ποιο είναι το όφελος της αδράνειας; Δεν αγγίζουμε τα κακώς κείμενα, αυτό που θα μπορούσε να προκαλέσει απώλεια ψήφων, δηλαδή η θεωρία του πολιτικού κόστους. Άρα η ασυνείδητη λειτουργία του αποδιοπομπαίου τράγου βολεύει και τις δύο πλευρές. Και την ακροδεξιά ρητορική που βεβαίως χτίζει το πολιτικό της κεφάλαιο μέσα απ’ αυτού του τύπου την πρακτική, αλλά και την Αριστερά που αποδεικνύεται φοβική απέναντι στην πολυπλοκότητα.

Σίσυφος ή Προμηθέας;

– Μια τελευταία ερώτηση με δύο λέξεις: υπάρχει ελπίδα;

– Η απάντησή μου είναι: ειλικρινά ναι! Θα μου ήταν αδύνατο να μιλάω μαζί σας τόσην ώρα εάν δεν είχα μέσα μου μια βαθιά πεποίθηση ότι μέσα από τη σχετική αυτονομία της συλλογικής δράσης απέναντι στους μηχανισμούς αλλοτρίωσης και ακύρωσης της σκέψης μπορούμε να αναδομήσουμε τους κοινωνικούς δεσμούς, μπορούμε να αναστοχαστούμε γι’ αυτό που έγινε και επομένως μπορούμε να επενδύσουμε σε νέες μορφές συλλογικής δράσης που θα ανατρέψουν την υπάρχουσα κατάσταση στη χώρα. Αυτό θα πάρει χρόνο και θα χρειαστεί σκέψη. Θα έλεγα ότι στον αναστοχασμό επενδύω την ελπίδα. Και η ελπίδα είναι η αναζήτηση νοήματος, είναι το αντίδοτο στο φόβο. Απαιτείται μια μεγάλη διανοητική κινητοποίηση για να καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας. Τα μέτρα του ΔΝΤ είναι μια διαρκής οδύνη χωρίς νόημα και όπως γράφει ο καθηγητής Α. Λιάκος, «το μαρτύριο του Σισύφου ήταν χειρότερο από το μαρτύριο του Προμηθέα». Άρα ο πόνος και τα βάσανα πρέπει να αποκτήσουν νόημα. Χωρίς αναστοχασμό δεν υπάρχει ατομική αλλαγή και συλλογική δράση. Η κρίση μπορεί να γίνει ευκαιρία για οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου που θα εξασφαλίζει την ολότητα, πρέπει να νοηματοδοτήσουμε νέες αφηγήσεις μαζί με τους άλλους συμπολίτες μας.

*Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

 

Δημοσίευση: www.monopressgr.wordpress.com

Write a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *