Οφείλουμε να διασφαλίσουμε ασφάλεια και ελευθερία για τους «μη έχοντες φωνή»
Η ποιότητα του δημοκρατικού πολιτισμού μιας χώρας έχει άμεση συνάφεια με το πώς οι θεσμοί και η κοινωνία αντιμετωπίζουν τα προβλήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μειονοτήτων και των κοινωνικά ευπαθών ομάδων.
Μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ευρώπη και την Ελλάδα σήμερα είναι η αντιμετώπιση ατόμων με ειδικές ανάγκες (σωματική και ψυχική αναπηρία), όχι απλώς ως παθητικών αποδεκτών φροντίδας ή εγκλεισμού αλλά με ανάδειξη της αυτονομίας, του αυτοπροσδιορισμού του κάθε ατόμου.
Η Σύμβαση των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Αναπηρία, του ΟΗΕ, που κυρώθηκε από την Ελλάδα το 2012, έχει χαρακτηριστεί «αλλαγή παραδείγματος»:
1) κινείται στον αντίποδα της υποκατεστημένης λήψης για τα άτομα με ψυχική ή διανοητική αναπηρία, καταγγέλλει τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων που σχετίζονται με βασανιστήρια, απάνθρωπη ή ταπεινωτική συμπεριφορά και ενδυναμώνει την ανάκτηση της δικαιοπρακτικής ικανότητάς τους,
2) ασκώντας κριτική τόσο στο φιλανθρωπικό όσο και στο βιο-ιατρικό μοντέλο που τείνουν να εφαρμόζουν την εκ των άνω προς τα κάτω λογική (οι ειδικοί αποφασίζουν για εσάς χωρίς εσάς), διευρύνει τη δυνατότητα εξατομικευμένου σχεδίου φροντίδας και κοινωνικής ενσωμάτωσης, διαφοροποιώντας ριζικά την προσέγγιση αυτή από την τοποθέτηση των ατόμων σε ιδρυματικό-ασυλικό χρόνιο περιβάλλον.
Το σχέδιο νόμου για τα «Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής» προτάθηκε μέσα από τη σημαντική πρωτοβουλία του ειδικού γραμματέα του υπουργείου Δικαιοσύνης, Ευτύχη Φυτράκη, έγκριτου νομικού, ο οποίος συγκρότησε νομοπαρασκευαστική επιτροπή (ΦΕΚ Β’ 1914/27-6-2016) για την αλλαγή των άρθρων 38-41 και 69-70 του Ποινικού Κώδικα.
Σε μια χώρα όπως η δική μας, που έχει το θλιβερό αρνητικό ρεκόρ στα ποσοστά των αναγκαστικών νοσηλειών σε ψυχιατρικές υπηρεσίες (όπως έχουμε δείξει σε προηγούμενες έρευνες), είναι μια δημοκρατική κατάκτηση να τίθεται σε επερώτηση η έννοια του «ακαταλόγιστου εγκληματία» και του «επικίνδυνου για τη δημόσια ασφάλεια ψυχικά ασθενή». Η αποδόμηση της έννοιας της επικινδυνότητας στον χώρο της ψυχιατρικής συζητιέται διεξοδικά στο άρθρο της Φ. Τσαλίκογλου.
Ενας μεγάλος Γάλλος ψυχίατρος, ο Henry Ey, έγραφε το 1978: «Μήπως η ψυχική ασθένεια είναι η παθολογία της ελευθερίας;».
Και θα προσθέταμε: «Μήπως ο ψυχικά πάσχων, ο οποίος μάλιστα έχει επιτελέσει αξιόποινη πράξη, δεν είναι πια άνθρωπος, αλλά μέσα από μια διαστροφική συμμαχία της ψυχιατρικής και της δικαστικής εξουσίας, χάνει κάθε έννοια αξιοπρέπειας, αυτονομίας, σεβασμού, ύπαρξής του ως υποκειμένου δικαίου;».
Πολλοί από τους νοσηλευομένους στις ειδικές ψυχιατρικές πτέρυγες του ΨΝΑ, του Δρομοκαϊτείου και του ΨΝΘ, που δεν υπερβαίνουν αυτή την περίοδο τους 155 ασθενείς, αποκαλούνται υποτιμητικά από το ψυχιατρικό σύστημα «οι 69άρηδες», με την έννοια της υπαγωγής τους στη δογματικά εσφαλμένη έννοια του «ακαταλόγιστου εγκληματία» του άρθρου 69 του Ποινικού Κώδικα.
Πολλοί από αυτούς τους ασθενείς, μέχρι σήμερα, δεν είχαν καμία πιθανότητα επανεξέτασης της κλινικής τους κατάστασης και κατά συνέπεια δυνατότητα κοινωνικής επανένταξης. Εμεναν σαν ένα «ενοχλητικό ιδρυματικό ίζημα» στα ψυχιατρικά νοσοκομεία αντί για τα σωφρονιστικά καταστήματα.
Η αντίθεση θεραπείας-κοινωνικού ελέγχου κατά τον Φουκό βρίσκει εδώ τη θριαμβευτική επαλήθευσή της σε σχέση με την προστασία της «δημόσιας ασφάλειας».
Ωστόσο, το «παράδοξο» είναι ότι πολλοί από αυτούς τους ασθενείς δεν έχουν πλέον ενεργή ψυχοπαθολογία και επομένως η φύλαξή τους σε κλειστούς ιδρυματικούς χώρους είναι νομικά, ηθικά και θεραπευτικά παράλογη και άδικη.
Οι τροποποιήσεις των διατάξεων στο σχέδιο νόμου προβλέπουν αλλαγές σε τρία επίπεδα: α) στον Ποινικό Κώδικα, β) στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και γ) στους κανόνες εκτέλεσης των μέτρων ασφαλείας των προηγούμενων άρθρων του Ποινικού Κώδικα.
Ο εισαγγελέας έχει πλέον επιλογές στο να προτείνει εναλλακτικές προτάσεις παρακολούθησης του κατηγορούμενου ψυχικά πάσχοντος, όχι μόνο σε κλειστό ιδρυματικό περιβάλλον, αλλά και στις σύγχρονες εξω-νοσοκομειακές δομές ψυχικής υγείας στο πλαίσιο της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης (ψυχιατρικά τμήματα γενικών νοσοκομείων, εξωτερικά ιατρεία ψυχιατρικών νοσοκομείων, κέντρα ψυχικής υγείας, κινητές μονάδες κ.λπ.), τηρώντας τους διεθνώς αναγνωρισμένους κανόνες προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του πρωτοκόλλου φροντίδας και της αξιοπρέπειας του ατόμου.
Κλείνοντας αυτόν τον συνοπτικό σχολιασμό αυτής της δημοκρατικής τροπολογίας, ας μου επιτραπεί η διατύπωση δύο ερωτημάτων:
1) Πώς είναι δυνατόν να εφαρμοστούν οι εναλλακτικές θεραπευτικές προτάσεις του σχεδίου νόμου με τη σημερινή υποβάθμιση της δημόσιας ψυχικής υγείας και του ελλείμματος εθνικού στρατηγικού μηχανισμού για τη συνέχεια της μετέωρης ψυχιατρικής μεταρρύθμισης;
2) Πώς είναι δυνατόν, λαμβάνοντας υπόψη το αρνητικό ρεκόρ των αναγκαστικών νοσηλειών στη χώρα μας, εν μέσω κοινωνικής ανθρωπιστικής κρίσης, να δίνεται η προτεραιότητα στη θεραπεία, φροντίδα και επανένταξη και όχι στην ασφάλεια;
Ενα σύστημα δημόσιας ψυχικής υγείας πρέπει μέσα από θεσμοποιημένους μηχανισμούς λογοδοσίας και αξιολόγησης να μπορεί να είναι σε θέση να παρακολουθεί, να ελέγχει και να επιβάλλει διοικητικές και νομικές κυρώσεις απέναντι σε συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ληπτών.
Είναι αυτονόητο ότι σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου δεν μπορεί να τεθεί το δίλημμα ασφάλεια ή ελευθερία. Ο μοναδικός στόχος οφείλουμε να είναι η διασφάλιση των προϋποθέσεων για ασφάλεια και ελευθερία για τους «μη έχοντες φωνή» ψυχικά πάσχοντες συμπολίτες μας.
* Ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, καθηγητής Κοιν. Ψυχιατρικής Παντείου Πανεπιστημίου
! Για το ζήτημα των αναγκαστικών νοσηλειών βλ. ενδεικτικά: Στυλιανίδης Σ.: «Σύγχρονα θέματα κοινωνικής και κοινοτικής ψυχιατρικής. Για μια κριτική ανθρωποκεντρική ψυχιατρική», Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2014.
Δημοσίευση: www.efsyn.gr
Write a Comment