Προχθές είδα έναν ασθενή μου που τον έχω εδώ και καιρό σε ψυχοθεραπεία. Μετά τις αναταράξεις με το μακεδονικό και τις εθνικιστικές κορώνες και εξάρσεις άρχισε να μου λέει, με μια ματιά αγνώριστη μέχρι τότε σε μένα, γεμάτη μίσος και φθόνο, για τα κεφάλια που έπρεπε να κοπούν στις Πρέσπες μετά την «προδοτική» συμφωνία. Του είπα ότι μου είναι πολύ δύσκολο να δουλέψω μαζί του γιατί δεν μπόρεσα να κρατηθώ στη συνηθισμένη ζώνη ουδετερότητάς μου, σαν ψυχίατρος-ψυχαναλυτής. Αυτό που έβλεπα μπροστά μου υπερέβαινε κατά πολύ τις ψυχικές αντοχές μου ώστε να ξεπεράσω την εσωτερική μου σύγκρουση: Από τη μια πλευρά να θεραπεύσω τα ενοχλητικά συμπτώματά του και την ψυχική δυσφορία του και από την άλλη να αντέξω, να παραμείνω σιωπηλός απέναντι σε μια σχεδόν παραληρηματική έκφραση των ιδεωδών της Χρυσής Αυγής, με μια -κατά τη γνώμη του- σημαντική διαφοροποίηση: Δεν μιλούσε σαν χουντικός αλλά σαν καθαρός ναζί.
Αυτό είναι ένα πολύ κακό νέο. Τον φασισμό δεν μπορούμε να τον προλάβουμε. Ούτε να τον εμποδίσουμε. Μπορούμε μόνο να τον πολεμήσουμε και να τον κάνουμε να ηττηθεί. Το πρόβλημα είναι πότε. Πάντα έπειτα ή μόνο έπειτα; Γιατί το πιο κακόηθες και ύπουλο χαρακτηριστικό που έχει η φασιστική ιδεολογία είναι ότι επιτυγχάνει πολλές φορές να μην γίνεται αντιληπτή ως τέτοια. Και μόνο αργότερα, εκ των υστέρων, να αποκτάμε αντισώματα απέναντί της.
Ο τρόπος που μεταλλάσσεται είναι πολύ ευρηματικός: Πατριωτισμός, εθνικισμός, λαϊκισμός, ρατσισμός, πόλεμος στη διαφορετικότητα, εξόντωση της άλλης άποψης, εξόντωση γενικά του άλλου που δεν αγγίζει το συλλογικό φαντασιακό στόχο της στιγμής, της ιστορικής συγκυρίας.