Ανακοίνωση

Οι φασίστες έρχονται. Τι συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας;

Προχθές είδα έναν ασθενή μου που τον έχω εδώ και καιρό σε ψυχοθεραπεία. Μετά τις αναταράξεις με το μακεδονικό και τις εθνικιστικές κορώνες και εξάρσεις άρχισε να μου λέει, με μια ματιά αγνώριστη μέχρι τότε σε μένα, γεμάτη μίσος και φθόνο, για τα κεφάλια που έπρεπε να κοπούν στις Πρέσπες μετά την «προδοτική» συμφωνία. Του είπα ότι μου είναι πολύ δύσκολο να δουλέψω μαζί του γιατί δεν μπόρεσα να κρατηθώ στη συνηθισμένη ζώνη ουδετερότητάς μου, σαν ψυχίατρος-ψυχαναλυτής. Αυτό που έβλεπα μπροστά μου υπερέβαινε κατά πολύ τις ψυχικές αντοχές μου ώστε να ξεπεράσω την εσωτερική μου σύγκρουση: Από τη μια πλευρά να θεραπεύσω τα ενοχλητικά συμπτώματά του και την ψυχική δυσφορία του και από την άλλη να αντέξω, να παραμείνω σιωπηλός απέναντι σε μια σχεδόν παραληρηματική έκφραση των ιδεωδών της Χρυσής Αυγής, με μια -κατά τη γνώμη του- σημαντική διαφοροποίηση: Δεν μιλούσε σαν χουντικός αλλά σαν καθαρός ναζί.

Αυτό είναι ένα πολύ κακό νέο. Τον φασισμό δεν μπορούμε να τον προλάβουμε. Ούτε να τον εμποδίσουμε. Μπορούμε μόνο να τον πολεμήσουμε και να τον κάνουμε να ηττηθεί. Το πρόβλημα είναι πότε. Πάντα έπειτα ή μόνο έπειτα; Γιατί το πιο κακόηθες και ύπουλο χαρακτηριστικό που έχει η φασιστική ιδεολογία είναι ότι επιτυγχάνει πολλές φορές να μην γίνεται αντιληπτή ως τέτοια. Και μόνο αργότερα, εκ των υστέρων, να αποκτάμε αντισώματα απέναντί της.

Ο τρόπος που μεταλλάσσεται είναι πολύ ευρηματικός: Πατριωτισμός, εθνικισμός, λαϊκισμός, ρατσισμός, πόλεμος στη διαφορετικότητα, εξόντωση της άλλης άποψης, εξόντωση γενικά του άλλου που δεν αγγίζει το συλλογικό φαντασιακό στόχο της στιγμής, της ιστορικής συγκυρίας.

Είναι μια κοινωνική αρρώστια που θα μπορούσε να συγκριθεί με κακοήθεις όγκους, που είναι δύσκολο να τους διαγνώσουμε παρά μόνο μέσα από την βίαιη εισβολή των καρκινικών κυττάρων στο υγιές σώμα. Σε ένα κοινωνικό σώμα που σιγά σιγά, όπως με μικρές δόσεις δηλητηρίου, εθίζεται σε αυτή την κακοήθεια. Παράδοξο είναι ότι μετά από τόσες τραγωδίες στην ιστορία, μετά από τόσα πένθη και ανυπολόγιστες καταστροφές, το κοινωνικό σώμα θα έπρεπε να ξεσηκώνεται,  να αντιδρά, να κερδίζει και να αναγεννάται μέσα από αυτή τη μάχη. Αλλά δεν συμβαίνει αυτό.

Η κακία, ο φθόνος για το ξένο και το διαφορετικό και η καταστροφικότητα υπάρχουν στον ψυχισμό πολλών ανθρώπων και αυτό δεν αλλάζει. Το παιχνίδι χάνεται όταν αυτά τα συναισθήματα εκφράζονται κοινωνικά και πολιτικά με δυναμισμό, ως πρόταγμα «κάθαρσης» του παλαιού ή του «νέου-παλαιού». Όταν νομιμοποιούνται ανώδυνα για τους εκφραστές τους. Πέρα από τις διαπιστώσεις, τα ερωτήματα που τίθενται σήμερα είναι κρίσιμα: Πότε θα αντιδράσουμε, ποιοι θα αντιδράσουμε, πώς θα αντιδράσουμε.

Ο φασισμός, ναζισμός, φρανκισμός, ελληνική χούντα, όπως εγκαθιδρύθηκε στη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισπανία και στη χώρα μας, έχει ένα σημείο μη επιστροφής το οποίο είναι αόρατο και έχει αυτή την καταπληκτική ικανότητα να μεταμφιέζεται έτσι ώστε να καθιστά κάθε πρόληψή του σχεδόν αδύνατη. Στην Ιταλία ο φασισμός ήρθε και νομίζω ότι αρχίζει να αγγίζει το σημείο της μη επιστροφής του. Ο κόσμος μένει απαθής. Σαν να μην υπάρχει τίποτα να κάνουν, ούτε τρόπος να αντισταθούν, παρά μόνο να σχολιάζουν μεταξύ τους τις αθλιότητες απέναντι στους μετανάστες, τις ύβρεις εναντίον της ΕΕ και τις απειλές ενάντια στη δημοκρατία.

Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν άνθρωποι με μια βαθιά δημοκρατική συνείδηση και παράδοση να μένουν ακίνητοι, ορισμένες φορές να καταγγέλλουν χλιαρά αυτό που συμβαίνει αλλά να μουρμουράνε μεταξύ τους vaffanculo για την κατάσταση που τους έφερε εδώ. Η σιωπηλή παθητικότητα απέναντι στην κοινοτοπία του κακού είναι πλέον ηχηρή. Στην Ιταλία αυτό το σημείο μη επιστροφής της κοινότητας του vaffanculo το εξέφρασε αποτελεσματικά ο λαϊκιστής, εθνικιστής και ευρωφοβικός Μπέπε Γκρίλο με σύμμαχο σήμερα τον φασίστα Σαλβίνι τη μεταναστευτική πολιτική του οποίου θαυμάζει ανοιχτά και δημόσια ο Άδωνις Γεωργιάδης, αντιπρόεδρος της ΝΔ.

Το Κίνημα των 5 Αστέρων δεν είναι φασιστικό κίνημα αλλά κίνημα διαμαρτυρίας που καβάλησε το κύμα μέσα από μια θανατηφόρα δοσολογία πολλών στοιχείων: Διάχυτη διαφθορά, απελπισία που δεν εκφράζεται πολιτικά, οδύνη προσωπική και συλλογική για πολύ καιρό εγκυστωμένη, αδυναμία, θυμός, άγνοια, κόπωση, κοινωνικές ανισότητες σε όξυνση, αδικία και δυσλειτουργία των θεσμών. Η συνάντηση των 5 Αστέρων με τον φασισμό έγινε εύκολα ακριβώς γιατί υπήρχε κοινή πρώτη ύλη στην παραγωγή προπαγανδιστικού αφηγήματος.

Η πλειοψηφία του δημοκρατικού κόσμου στην Ιταλία σιώπησε, αδιαφόρησε, τα έβαλε με τον Ρέντσι ως εκπρόσωπο του διεφθαρμένου συστήματος, και είδε μετά το σκοτάδι που ερχόταν, που τελικά ήρθε. Με άλλα λόγια, το άφησαν να γίνει. Και στη δική μας χώρα μάλλον κάτι πολύ κακό αφήνουμε να γίνεται.

Δεν μπορώ να κάνω εδώ μια ιστορικο-πολιτικο-κοινωνιολογική ανάλυση για τα αίτια που φέρνουν τη φασιστική γάγγραινα στην εξουσία. Ο κατάλογος είναι μακρύς και πάντα ατελής. Ωστόσο, ορισμένα χαρακτηριστικά είναι ίδια. Τα ψηλαφούμε γύρω μας, μερικοί μέσα μας, αλλά κάνουμε ότι δεν τα βλέπουμε. Αυτό που μισούμε στον άλλον είναι αυτό το διαφορετικό που μισούμε ασυνείδητα μέσα μας.

Τι συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας; Μιλάμε για μια κανονικότητα που δεν υπάρχει, για μια προοπτική απαλλαγής από τον «καθεστωτισμό» της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ενώ μια μεταμφιεσμένη θεσμική εκτροπή επωάζεται δίπλα μας, μέσα από μια άλλου τύπου ανίερη συμμαχία ακροδεξιάς, κεντροδεξιάς και ακραίου κέντρου. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε ό,τι μπορούσε για να συμβεί αυτό αποενοχοποιώντας τον Π. Καμμένο και τους ΑΝΕΛ και καλλιεργώντας το μίσος και τον διχασμό.

Έτσι, μετά την εκλογική του ήττα, η «κανονικότητα» θα είναι η σιωπηλή συμμαχία των ασύμβατων εταίρων, που θα τους ενώνει το κοινό μένος για τον αντίπαλο και τον εχθρό. Χωρίς να βλέπουν ποιος είναι δίπλα τους ο δήθεν φίλος.

Τότε θα αρχίσουμε να πιστεύουμε ότι αν κάτσουμε ήσυχοι και αμέτοχοι, ο ΣΥΡΙΖΑ της δεξιάς (κατά την έκφραση Μπαλτάκου), που θα ξεκινάει από το φανατισμένο κέντρο και θα φτάνει ως την ακροδεξιά, θα μας λύσει τα προβλήματα, θα επιβάλει την τάξη, θα φυλάξει αποτελεσματικά τα σύνορά μας, θα φέρει επενδύσεις, όπως το έκανε άλλωστε η χούντα. Με τάξη και ασφάλεια και την χώρα στο γύψο.

Τότε όλοι αυτοί οι ξένοι που βρωμάνε και τους σιχαινόμαστε δεν θα είναι πια δίπλα μας, θα τους έχουμε εξαφανίσει.

Όπως έγραφε ο Ιταλός διανοούμενος της Αριστεράς Αντόνιο Γκράμσι στη συλλογή άρθρων του με τίτλο «Μισώ τους αδιάφορους», ήδη από το 1917: «Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας».

Ο Μουσολίνι ήρθε μετά…

Δημοσίευση:  www.athensvoice.gr

Write a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *