Μήνας: Απρίλιος 2019

Exclusion sociale et identité précaire : l’histoire de Paul

Exclusion sociale et identité précaire : l’histoire de Paul
Une approche psychanalytique de l’errance
Stylianos Farsaliotis et Stelios Stylianidis
Dans Cahiers de psychologie clinique 2019/1 (n° 52), pages 133 à 147

Source: www.cairn.info

Français
Partant d’un contexte de crise socio-économique majeure, cet article propose d’examiner l’articulation de la souffrance individuelle et de la souffrance sociale en prenant en considération un nombre de paramètres psychiques spécifiques aux situations de précarité sociale extrême. Il se penche notamment sur la place centrale du traumatisme psychique ainsi que sur la fonction des défenses paradoxales d’auto-exclusion et examine leurs effets subjectifs et identitaires. Parallèlement, les auteurs abordent la question de la qualité de l’environnement primaire et des particularités de la fonction paternelle en rapport avec la problématique de l’exclusion sociale et de l’errance. Finalement, ils tentent d’illustrer et d’approfondir ces différents éléments à travers l’étude du récit d’un homme se trouvant confronté à une situation de précarité extrême.
Mots-clés: exclusion sociale, errance, précarité, approche psychanalytique

English
Having its roots in a context of major socioeconomic crisis, this work proposes to examine the articulation between individual and social suffering by taking into account a number of psychic parameters specific to situations of extreme social precariousness. It considers, in particular, the central place of psychic trauma as well as the function of paradoxical auto-exclusion defenses, and examines their effects on subjectivity and identity. The authors approach, in parallel, the issue of the quality of the primary environment and the particularities of the paternal function with regard to the problem of social exclusion and homelessness. Finally, they try to illustrate and investigate further the above mentioned elements through the study of the narrative of a man facing a situation of extreme precariousness.
Keywords: social exclusion, homelessness,precariousness, identity, psychoanalytic approach



«Απαρατήρητοι»: ένα βιβλίο για τους αντιήρωες της καθημερινότητας

«Απαρατήρητοι»: Οι αντιήρωες της καθημερινότητας στο βιβλίο της Αγγελικής Σπανού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις

Πηγή: Athens Voice

Είναι οι ηττημένοι της εποχής, κομμάτι του σύγχρονου προλεταριάτου, οι αντιήρωες της καθημερινότητας. Η ταμίας στο σούπερμάρκετ, η κυρία στα διόδια, ο ντελιβεράς, ο τραυματιοφορέας, ο θυρωρός, η ταξιθέτρια, η τηλεφωνήτρια, η οδοκαθαρίστρια, ο παρκαδόρος, ο δικαστικός κλητήρας. Ούτε καν άνεργοι  – για να προκαλούν οίκτο.

Στην πολιτική δεν μιλούμε για αυτούς. Δεν ανήκουν στην εκλογικά ελκυστική και κατά τα λοιπά απροσδιόριστη μεσαία τάξη, δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν είναι συνταξιούχοι, δεν είναι άνεργοι, δεν είναι καινοτόμοι επιχειρηματίες. Δεν είναι target group κανενός κόμματος ή focus group εταιρειών δημοσκοπήσεων. Δεν ασχολούνται μαζί τους οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ούτε επαγγελματίες του προοδευτισμού. Στη ζωή δε μιλούμε για αυτούς. Η δουλειά τους δε φαίνεται, τα λόγια των ιδίων είναι μετρημένα, η παρουσία τους δε μας εντυπωσιάζει. Περνούν απαρατήρητοι.

Η Αγγελική Σπανού όμως τους είδε και τους ένοιωσε. Πώς να είναι άραγε ένα βιβλίο για τους Απαρατήρητους από μια γυναίκα που χρόνια τώρα γράφει και μιλά για τους πλέον Παρατηρήσιμους; Θα είναι σίγουρα ένα βιβλίο που θα εντυπωσιάσει όσους δεν τη γνωρίζουν. Η εικόνα της σκληρής δημοσιογράφου που δυσκολεύει και ενίοτε σαρκάζει τους πολιτικούς συνομιλητές της δεν ταιριάζει στη συναισθηματική ένταση που δημιουργεί το αντικείμενο και η γραφή του βιβλίου. Όμως όσοι τη γνωρίζουν, δεν εντυπωσιάζονται. Η προσωπική της πραγματικότητα είναι αυτό το βιβλίο: ευαισθησία, εντιμότητα, έγνοια για τους άλλους, δυνατότητα ερμηνείας συμπεριφορών και κατανόησης των γκρίζων σημείων του ανθρώπινου ψυχισμού.

Ο αναγνώστης μέσα μου βλέπει στους «Απαρατήρητους» ολοκληρωμένους χαρακτήρες, ενδιαφέροντα νοήματα, την τοιχογραφία μιας εποχής. Ο αναγνώστης μέσα μου διαβάζει λογοτεχνία, όχι συνεντεύξεις ή ρεπορτάζ. Λογοτεχνία έτοιμη να πάρει τη μορφή μιας ταινίας ή ενός ντοκιμαντέρ. Με ολοκληρωμένους πρωταγωνιστές. Υπερχρεωμένους, αποκαμωμένους από τα σκληρά ωράρια, τσακισμένους από την έλλειψη προοπτικής και την ίδια ώρα ερωτευμένους, παθιασμένους, να φλερτάρουν και να απατούν τον σύντροφό τους. Να κάνουν ό,τι όλοι μας στην πραγματική ζωή. 

Ο δημοσκόπος μέσα μου βλέπει στους «Απαρατήρητους» τους ανθρώπους πίσω από τα νούμερα με τα οποία προσπαθώ να αποτυπώσω την πολιτική δυναμική. Ο (προσφάτως) πολιτικά ενεργοποιημένος και υποψήφιος εκλογών μέσα μου βλέπει στους «Απαρατήρητους» βιοπαλαιστές ξεχασμένους από το σύστημα που κραυγάζουν σιωπηλά για τη μοίρα των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα που είναι εγκλωβισμένοι σε χαμηλές αμοιβές, σκληρές συνθήκες και έλλειψη αναγνώρισης.

Οι δέκα «Απαρατήρητοι» της Αγγελικής Σπανού βγήκαν από την αφάνεια. Ας τους δούμε και ας τους νοιώσουμε και εμείς.

Εκπομπή για τις υποθέσεις των τελευταίων παιδοκτονιών (Χαλάνδρι, Νέος Κόσμος).

Από την εκπομπή “Όσα έφερε η μέρα” της Μαρίας Χούκλη, τη Δευτέρα 08/04/2019, στο ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 98,4. LINK

Ψυχοθεραπείες στην Ελλάδα σήμερα: Ποιοι, με ποια εκπαίδευση, για ποιες ανάγκες;

Για να ανοίξει ένας δημόσιος διάλογος πέραν των «ναρκισσισμών των μικρών διαφορών» μεταξύ των επαγγελματιών

Πηγή: Athens Voice

O Στέλιος Στυλιανίδης, Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής Παντείου Παν/μίου, ψυχαναλυτής, ομαδικός αναλυτής, και η Ιωάννα Κουστένη Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια, Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας, Επιστ. Συνεργάτης Τμ. Ψυχολογίας Παντείου Παν/μίου & Ελλ. Ανοικτού Παν/μίου, γράφουν για την ψυχοθεραπεία στην Ελλάδα.
______________________________________________________________________________

Με αφορμή την είδηση για ίδρυση νέων τμημάτων Ψυχολογίας οι προβληματισμοί της πανεπιστημιακής κοινότητας για το μέλλον της ψυχολογίας στην Ελλάδα εντείνονται

Ποιοι ασκούν το επάγγελμα του/της ψυχοθεραπευτή/τριας στη χώρα μας, με ποια εκπαίδευση και τεκμηρίωση της πρακτικής τους, σε ποιες ανάγκες ψυχικής υγείας απευθύνονται, ποια είναι τα διεθνή standards επαρκούς εκπαίδευσης και κλινικής εποπτείας των νέων ψυχοθεραπευτών (ψυχολόγων κυρίως, ψυχιάτρων, άλλων επαγγελματιών ψυχικής υγείας), πώς είναι δυνατόν να διατηρείται ένα στρεβλό καθεστώς χορήγησης άδειας άσκησης επαγγέλματος σε αποφοίτους σχολών ψυχολογίας σε πλήρη αντίθεση με τις ισχύουσες πρακτικές εκπαίδευσης και αξιολόγησης στις προηγμένες χώρες, ενώ παράλληλα μπορεί να ασκήσει ψυχοθεραπευτική πρακτική οποιοσδήποτε ολοκληρώσει μια ιδιωτική ολιγόχρονη εκπαίδευση; 

Πράγματι, το νεφέλωμα των ψυχοθεραπειών σε διεθνές επίπεδο είναι πολύπλοκο, αντιφατικό και συχνά συγχυτικό για το ευρύ κοινό. Τα 4 μεγάλα θεωρητικά-κλινικά ρεύματα και σχολές (ψυχαναλυτικό-ψυχοδυναμικό, συστημικό-οικογενειακής θεραπείας, συμπεριφορικό-γνωσιακό, ανθρωπιστικό-προσωποκεντρικό) διαθέτουν δομημένες επιστημονικές εταιρείες, διεθνείς και τοπικές, με συγκεκριμένα πρότυπα και διαδικασίες εκπαίδευσης και εποπτείας παρά τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις τους.

Παράλληλα, φαίνεται να έχουν αναπτυχθεί με βάση τις ανάγκες της «Ψ» αγοράς, εκατοντάδες «νέες» ψυχοθεραπευτικές τεχνικές και «σχολές» όπου συχνά χρησιμοποιούνται μη επιστημονικές, εναλλακτικές τεχνικές για να απαντήσουν στην ψυχική οδύνη. Από την επαγγελματική και θεσμική εμπειρία μας έχουμε παρατηρήσει πολυάριθμες περιπτώσεις σοβαρών ψυχιατρικών περιστατικών (σχιζοφρένεια, άλλες ψυχωτικές διαταραχές, κ.λ.π.) τα οποία στα χέρια άπειρων και ανεκπαίδευτων ψυχοθεραπευτών παρουσίασαν σοβαρές υποτροπές λόγω ελλιπούς κλινικής αξιολόγησης και συνεπώς ανεπαρκούς πρότασης στον ασθενή και στην οικογένειά του συγκροτημένου σχεδίου εξατομικευμένης φροντίδας.

Με αυτό το αναγκαστικά περιορισμένο σημείωμα, θέλουμε να ανοίξουμε έναν δημόσιο διάλογο σχετικά με αυτά τα κρίσιμα κοινωνικά και θεραπευτικά προβλήματα, πέραν των «ναρκισσισμών των μικρών διαφορών» μεταξύ των επαγγελματιών, οι οποίες δυστυχώς συχνά συσκοτίζουν τα ουσιώδη ζητήματα επαρκών ψυχοθεραπευτικών απαντήσεων σε πολύπλοκα αιτήματα ψυχοπαθολογίας και δημόσιας υγείας.

Με αφορμή την είδηση για ίδρυση νέων πανεπιστημιακών τμημάτων Ψυχολογίας οι προβληματισμοί της πανεπιστημιακής κοινότητας για το μέλλον της ψυχολογίας στην Ελλάδα εντείνονται. Υπάρχουν πολλά σημεία ανησυχίας, κάποια εκ των οποίων δυστυχώς δεν συνιστούν καινούργια δεδομένα. Συγκεκριμένα: ο τεράστιος αριθμός των εισακτέων φοιτητών ετησίως είναι δυσβάστακτος και δυσανάλογος, τόσο για τις δυνατότητες των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων να ανταποκριθούν, αλλά κυρίως για την ίδια τη δυνατότητα ποιοτικής (μετ)εκπαίδευσης των πτυχιούχων ψυχολόγων. Υπάρχει ένδεια επιστημονικών μέσων (λ.χ. εργαστήρια με κατάλληλο εξοπλισμό) για την επαρκή εκπαίδευση των φοιτητών.

Επιπλέον, οι δυσκολίες σύνδεσης των πανεπιστημίων με κέντρα πρακτικής άσκησης είναι πλέον σημαντικές, όπως είναι και η απουσία στήριξης προς την ανάπτυξη μεταπτυχιακών προγραμμάτων εξειδίκευσης, τη στιγμή που και οι δύο πρακτικές είναι θεμελιώδεις για την κλινική επάρκεια των νέων επαγγελματιών. Επιπρόσθετα, ο συνδυασμός του πλήθους αποφοίτων ψυχολόγων με την απουσία μελετών που να καταδεικνύουν τις πραγματικές ανάγκες στελέχωσης υπηρεσιών με επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ενδεχομένως θα οδηγήσει στην υπερπληθώρα προσφοράς αμφιβόλου ποιότητας υπηρεσιών στο δημόσιο και ιδιωτικό πεδίο.

Πολλά από τα ανωτέρω σημειώνονται, μεταξύ άλλων, σε σχετική επιστολή που υπέγραψαν οι πρόεδροι των τμημάτων ψυχολογίας προς τον υπουργό Παιδείας μετά την πληροφόρηση για την επικείμενη ίδρυση νέων τμημάτων. Διαχρονικά, η φτωχή και συχνά προσχηματική συνεργασία ακαδημαϊκών και πολιτείας, και η συνακόλουθη έλλειψη συναινετικών αποφάσεων φαίνεται να συνεισφέρουν στην παραγωγή στρατιάς άνεργων και ανεκπαίδευτων ψυχολόγων, κάτι που πιθανόν σημαίνει εξίσωση των standards εκπαίδευσης προς τα κάτω.

Είναι θέμα εκπαιδευτικό, ηθικό, επιστημονικό, οικονομικό αλλά και δημόσιας υγείας στο οποίο δεν μπορούμε να σιωπήσουμε, τουλάχιστον όσοι προσφέρουμε διδακτικό έργο σε φοιτητές ή/και ψυχολογικές υπηρεσίες στο ευρύ κοινό. Σιωπώντας, ενισχύουμε τον ανεξέλεγκτο αστερισμό των ιδιωτικών εταιριών, πολλές εκ των οποίων χωρίς κριτήρια πιστοποίησης και αξιολόγησης είναι δυνατόν να εκμεταλλεύονται την επαγγελματική επισφάλεια και αγωνία των υποψηφίων σπουδαστών τους. Σιωπώντας, μέσα σε ένα πλαίσιο ιδιότυπης omerta του Ψ χώρου, συνεισφέρουμε στον κίνδυνο που διατρέχει η δημόσια υγεία στα χέρια ανειδίκευτων επαγγελματιών.

Η χορήγηση άδειας επαγγέλματος στους ανειδίκευτους πτυχιούχους ψυχολόγους, δεν συνάδει με την ποιοτική παροχή υπηρεσιών και την προστασία της δημόσιας υγείας, χωρίς την απαίτηση περαιτέρω μεταπτυχιακής ή και διδακτορικής εξειδίκευσης και ολοκλήρωσης εκατοντάδων ωρών πρακτικής άσκησης με εποπτεία και προσωπική θεραπεία (όπως συμβαίνει σε χώρες του εξωτερικού). Η πολυετής εξειδίκευση σε κάποια επιστημονικά τεκμηριωμένη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση –ψυχαναλυτική, γνωστική-συμπεριφοριστική, συστημική, προσωποκεντρική κλπ.– είναι απαραίτητη για όσους ενδιαφέρονται για την κλινική άσκηση του επαγγέλματος και αυτή τη στιγμή αποτελεί μία επικερδή ιδιωτική πρωτοβουλία χωρίς ιδιαίτερο ποιοτικό έλεγχο από αδιάβλητου κύρους δημόσιους επιστημονικούς θεσμούς.

Oι συνθήκες πανεπιστημιακής και ιδιωτικής εκπαίδευσης που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα σχετικά με την εκπαίδευση ψυχολόγων και ψυχοθεραπευτών δεν είναι επαρκείς και συναφείς με την έννοια της επιστημονικής τεκμηρίωσης της κλινικής άσκησης του επαγγέλματος

Ευθύνη μας ως επαγγελματίες είναι να προσφέρουμε υπηρεσίες επιστημονικού χαρακτήρα με γνώμονα το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και τον σεβασμό για τους πολίτες που ζητούν τη βοήθειά μας. Είναι βέβαιο πως οι συνθήκες πανεπιστημιακής και ιδιωτικής εκπαίδευσης που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα σχετικά με την εκπαίδευση ψυχολόγων και ψυχοθεραπευτών δεν είναι επαρκείς και συναφείς με την έννοια της επιστημονικής τεκμηρίωσης της κλινικής άσκησης του επαγγέλματος, τομέας που έχει μελετηθεί εκτενώς από την υπογράφουσα.

Παράλληλα, σε ερευνητικό έργο που βρίσκεται αυτή την περίοδο σε εξέλιξη υπό την εποπτεία μας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έχουμε ενδείξεις πως τα κριτήρια του τρόπου εκπαίδευσης των νέων ψυχοθεραπευτών στην Ελλάδα διαφέρουν σε επικίνδυνο βαθμό. Οι ίδιοι οι επαγγελματίες προβληματίζονται για την εξέλιξη του κλάδου στην Ελλάδα. Καθώς δεν υπάρχει νομική κατοχύρωση του επαγγέλματος (γεγονός που ισχύει και για χώρες όπως η Μ. Βρετανία), η επαγγελματική ταυτότητα των ψυχοθεραπευτών είναι αδιαμόρφωτη, χωρίς διακριτά όρια και νεφελώδης, κάτι που σημειώνουν οι συμμετέχοντες στην έρευνα.

Παγκοσμίως, η χρήση του όρου «ψυχολογία» και «ψυχοθεραπεία» σε συνδυασμό με αμφιβόλου προέλευσης και αποτελεσματικότητας πρακτικές, που δεν έχουν καμία σχέση με το επιστημονικό πεδίο της ψυχικής υγείας, είναι ανησυχητική και σε ορισμένες χώρες (όπως η Αυστρία) παράνομη. Επιπλέον, τα κριτήρια επιλογής των μελλοντικών ψυχοθεραπευτών φαίνεται πως είναι εξαιρετικά ετερογενή και βασίζονται επιλεκτικά και κατά περίπτωση τόσο σε αντικειμενικά δεδομένα (όπως η ακαδημαϊκή κατάρτιση) όσο σε και υποκειμενικές κρίσεις σχετικά με την προσωπικότητα των ενδιαφερόμενων. Σημειώνουμε, πως η συστηματική αξιολόγηση των προγραμμάτων εκπαίδευσης επαγγελματιών σύμφωνα με τεκμηριωμένα πρότυπα, φαίνεται να είναι επίσης απούσα, δημιουργώντας γκρίζες ζώνες ως προς την ποιότητα της εκπαίδευσης και το επίπεδο των ανθρώπων που θα λάβουν την καθόλα βαρύνουσα ταυτότητα του ψυχοθεραπευτή.

Πριν από κάθε παραπομπή για ψυχολογική ή ψυχοθεραπευτική βοήθεια, ο ενήμερος πολίτης πρέπει να αξιολογήσει το βιογραφικό, την τεκμηριωμένη εκπαίδευση, την κλινική εμπειρία, τη σχολή ή επιστημονική εταιρία στην οποία ανήκει ο/η ψυχοθεραπευτής/τρια

Συνοψίζοντας, θεωρούμε εξαιρετικής σημασίας την αναδιάρθρωση των σπουδών ψυχολογίας στη χώρα μας, η οποία οφείλει ωστόσο να βασίζεται στην επιστημονική γνώση, σε καλές πρακτικές διεθνούς αποδοχής και στην οικονομική και κοινωνική ιδιαιτερότητα της ελληνικής πραγματικότητας.

Η προστασία της δημόσιας υγείας δεν χωράει συμβιβασμούς και προχειρότητες, αλλά οφείλει να είναι προϊόν συνεργατικής, διεπιστημονικής διεργασίας λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία και τις συστάσεις των ίδιων των επαγγελματιών, όπως και την αξιολόγηση της ικανοποίησης των ίδιων των θεραπευομένων. Πριν από κάθε παραπομπή ή αίτημα για ψυχολογική ή ψυχοθεραπευτική βοήθεια, ο ενήμερος πολίτης πρέπει να αξιολογήσει το βιογραφικό, την τεκμηριωμένη εκπαίδευση, την κλινική εμπειρία, τη σχολή ή επιστημονική εταιρία στην οποία ανήκει ο/η ψυχοθεραπευτής/τρια, χαρακτηριστικά τα οποία απέχουν πολύ από την «σαγήνη» που ασκούν οι όποιες παρεμβάσεις δημόσιων σχέσεων και κοινωνικού marketing.

Αρχείο Αρθρογραφίας σε Έντυπα Μέσα