Ανακοίνωση

Ψυχοθεραπείες στην Ελλάδα σήμερα: Ποιοι, με ποια εκπαίδευση, για ποιες ανάγκες;

Για να ανοίξει ένας δημόσιος διάλογος πέραν των «ναρκισσισμών των μικρών διαφορών» μεταξύ των επαγγελματιών

Πηγή: Athens Voice

O Στέλιος Στυλιανίδης, Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής Παντείου Παν/μίου, ψυχαναλυτής, ομαδικός αναλυτής, και η Ιωάννα Κουστένη Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια, Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας, Επιστ. Συνεργάτης Τμ. Ψυχολογίας Παντείου Παν/μίου & Ελλ. Ανοικτού Παν/μίου, γράφουν για την ψυχοθεραπεία στην Ελλάδα.
______________________________________________________________________________

Με αφορμή την είδηση για ίδρυση νέων τμημάτων Ψυχολογίας οι προβληματισμοί της πανεπιστημιακής κοινότητας για το μέλλον της ψυχολογίας στην Ελλάδα εντείνονται

Ποιοι ασκούν το επάγγελμα του/της ψυχοθεραπευτή/τριας στη χώρα μας, με ποια εκπαίδευση και τεκμηρίωση της πρακτικής τους, σε ποιες ανάγκες ψυχικής υγείας απευθύνονται, ποια είναι τα διεθνή standards επαρκούς εκπαίδευσης και κλινικής εποπτείας των νέων ψυχοθεραπευτών (ψυχολόγων κυρίως, ψυχιάτρων, άλλων επαγγελματιών ψυχικής υγείας), πώς είναι δυνατόν να διατηρείται ένα στρεβλό καθεστώς χορήγησης άδειας άσκησης επαγγέλματος σε αποφοίτους σχολών ψυχολογίας σε πλήρη αντίθεση με τις ισχύουσες πρακτικές εκπαίδευσης και αξιολόγησης στις προηγμένες χώρες, ενώ παράλληλα μπορεί να ασκήσει ψυχοθεραπευτική πρακτική οποιοσδήποτε ολοκληρώσει μια ιδιωτική ολιγόχρονη εκπαίδευση; 

Πράγματι, το νεφέλωμα των ψυχοθεραπειών σε διεθνές επίπεδο είναι πολύπλοκο, αντιφατικό και συχνά συγχυτικό για το ευρύ κοινό. Τα 4 μεγάλα θεωρητικά-κλινικά ρεύματα και σχολές (ψυχαναλυτικό-ψυχοδυναμικό, συστημικό-οικογενειακής θεραπείας, συμπεριφορικό-γνωσιακό, ανθρωπιστικό-προσωποκεντρικό) διαθέτουν δομημένες επιστημονικές εταιρείες, διεθνείς και τοπικές, με συγκεκριμένα πρότυπα και διαδικασίες εκπαίδευσης και εποπτείας παρά τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις τους.

Παράλληλα, φαίνεται να έχουν αναπτυχθεί με βάση τις ανάγκες της «Ψ» αγοράς, εκατοντάδες «νέες» ψυχοθεραπευτικές τεχνικές και «σχολές» όπου συχνά χρησιμοποιούνται μη επιστημονικές, εναλλακτικές τεχνικές για να απαντήσουν στην ψυχική οδύνη. Από την επαγγελματική και θεσμική εμπειρία μας έχουμε παρατηρήσει πολυάριθμες περιπτώσεις σοβαρών ψυχιατρικών περιστατικών (σχιζοφρένεια, άλλες ψυχωτικές διαταραχές, κ.λ.π.) τα οποία στα χέρια άπειρων και ανεκπαίδευτων ψυχοθεραπευτών παρουσίασαν σοβαρές υποτροπές λόγω ελλιπούς κλινικής αξιολόγησης και συνεπώς ανεπαρκούς πρότασης στον ασθενή και στην οικογένειά του συγκροτημένου σχεδίου εξατομικευμένης φροντίδας.

Με αυτό το αναγκαστικά περιορισμένο σημείωμα, θέλουμε να ανοίξουμε έναν δημόσιο διάλογο σχετικά με αυτά τα κρίσιμα κοινωνικά και θεραπευτικά προβλήματα, πέραν των «ναρκισσισμών των μικρών διαφορών» μεταξύ των επαγγελματιών, οι οποίες δυστυχώς συχνά συσκοτίζουν τα ουσιώδη ζητήματα επαρκών ψυχοθεραπευτικών απαντήσεων σε πολύπλοκα αιτήματα ψυχοπαθολογίας και δημόσιας υγείας.

Με αφορμή την είδηση για ίδρυση νέων πανεπιστημιακών τμημάτων Ψυχολογίας οι προβληματισμοί της πανεπιστημιακής κοινότητας για το μέλλον της ψυχολογίας στην Ελλάδα εντείνονται. Υπάρχουν πολλά σημεία ανησυχίας, κάποια εκ των οποίων δυστυχώς δεν συνιστούν καινούργια δεδομένα. Συγκεκριμένα: ο τεράστιος αριθμός των εισακτέων φοιτητών ετησίως είναι δυσβάστακτος και δυσανάλογος, τόσο για τις δυνατότητες των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων να ανταποκριθούν, αλλά κυρίως για την ίδια τη δυνατότητα ποιοτικής (μετ)εκπαίδευσης των πτυχιούχων ψυχολόγων. Υπάρχει ένδεια επιστημονικών μέσων (λ.χ. εργαστήρια με κατάλληλο εξοπλισμό) για την επαρκή εκπαίδευση των φοιτητών.

Επιπλέον, οι δυσκολίες σύνδεσης των πανεπιστημίων με κέντρα πρακτικής άσκησης είναι πλέον σημαντικές, όπως είναι και η απουσία στήριξης προς την ανάπτυξη μεταπτυχιακών προγραμμάτων εξειδίκευσης, τη στιγμή που και οι δύο πρακτικές είναι θεμελιώδεις για την κλινική επάρκεια των νέων επαγγελματιών. Επιπρόσθετα, ο συνδυασμός του πλήθους αποφοίτων ψυχολόγων με την απουσία μελετών που να καταδεικνύουν τις πραγματικές ανάγκες στελέχωσης υπηρεσιών με επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ενδεχομένως θα οδηγήσει στην υπερπληθώρα προσφοράς αμφιβόλου ποιότητας υπηρεσιών στο δημόσιο και ιδιωτικό πεδίο.

Πολλά από τα ανωτέρω σημειώνονται, μεταξύ άλλων, σε σχετική επιστολή που υπέγραψαν οι πρόεδροι των τμημάτων ψυχολογίας προς τον υπουργό Παιδείας μετά την πληροφόρηση για την επικείμενη ίδρυση νέων τμημάτων. Διαχρονικά, η φτωχή και συχνά προσχηματική συνεργασία ακαδημαϊκών και πολιτείας, και η συνακόλουθη έλλειψη συναινετικών αποφάσεων φαίνεται να συνεισφέρουν στην παραγωγή στρατιάς άνεργων και ανεκπαίδευτων ψυχολόγων, κάτι που πιθανόν σημαίνει εξίσωση των standards εκπαίδευσης προς τα κάτω.

Είναι θέμα εκπαιδευτικό, ηθικό, επιστημονικό, οικονομικό αλλά και δημόσιας υγείας στο οποίο δεν μπορούμε να σιωπήσουμε, τουλάχιστον όσοι προσφέρουμε διδακτικό έργο σε φοιτητές ή/και ψυχολογικές υπηρεσίες στο ευρύ κοινό. Σιωπώντας, ενισχύουμε τον ανεξέλεγκτο αστερισμό των ιδιωτικών εταιριών, πολλές εκ των οποίων χωρίς κριτήρια πιστοποίησης και αξιολόγησης είναι δυνατόν να εκμεταλλεύονται την επαγγελματική επισφάλεια και αγωνία των υποψηφίων σπουδαστών τους. Σιωπώντας, μέσα σε ένα πλαίσιο ιδιότυπης omerta του Ψ χώρου, συνεισφέρουμε στον κίνδυνο που διατρέχει η δημόσια υγεία στα χέρια ανειδίκευτων επαγγελματιών.

Η χορήγηση άδειας επαγγέλματος στους ανειδίκευτους πτυχιούχους ψυχολόγους, δεν συνάδει με την ποιοτική παροχή υπηρεσιών και την προστασία της δημόσιας υγείας, χωρίς την απαίτηση περαιτέρω μεταπτυχιακής ή και διδακτορικής εξειδίκευσης και ολοκλήρωσης εκατοντάδων ωρών πρακτικής άσκησης με εποπτεία και προσωπική θεραπεία (όπως συμβαίνει σε χώρες του εξωτερικού). Η πολυετής εξειδίκευση σε κάποια επιστημονικά τεκμηριωμένη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση –ψυχαναλυτική, γνωστική-συμπεριφοριστική, συστημική, προσωποκεντρική κλπ.– είναι απαραίτητη για όσους ενδιαφέρονται για την κλινική άσκηση του επαγγέλματος και αυτή τη στιγμή αποτελεί μία επικερδή ιδιωτική πρωτοβουλία χωρίς ιδιαίτερο ποιοτικό έλεγχο από αδιάβλητου κύρους δημόσιους επιστημονικούς θεσμούς.

Oι συνθήκες πανεπιστημιακής και ιδιωτικής εκπαίδευσης που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα σχετικά με την εκπαίδευση ψυχολόγων και ψυχοθεραπευτών δεν είναι επαρκείς και συναφείς με την έννοια της επιστημονικής τεκμηρίωσης της κλινικής άσκησης του επαγγέλματος

Ευθύνη μας ως επαγγελματίες είναι να προσφέρουμε υπηρεσίες επιστημονικού χαρακτήρα με γνώμονα το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και τον σεβασμό για τους πολίτες που ζητούν τη βοήθειά μας. Είναι βέβαιο πως οι συνθήκες πανεπιστημιακής και ιδιωτικής εκπαίδευσης που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα σχετικά με την εκπαίδευση ψυχολόγων και ψυχοθεραπευτών δεν είναι επαρκείς και συναφείς με την έννοια της επιστημονικής τεκμηρίωσης της κλινικής άσκησης του επαγγέλματος, τομέας που έχει μελετηθεί εκτενώς από την υπογράφουσα.

Παράλληλα, σε ερευνητικό έργο που βρίσκεται αυτή την περίοδο σε εξέλιξη υπό την εποπτεία μας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έχουμε ενδείξεις πως τα κριτήρια του τρόπου εκπαίδευσης των νέων ψυχοθεραπευτών στην Ελλάδα διαφέρουν σε επικίνδυνο βαθμό. Οι ίδιοι οι επαγγελματίες προβληματίζονται για την εξέλιξη του κλάδου στην Ελλάδα. Καθώς δεν υπάρχει νομική κατοχύρωση του επαγγέλματος (γεγονός που ισχύει και για χώρες όπως η Μ. Βρετανία), η επαγγελματική ταυτότητα των ψυχοθεραπευτών είναι αδιαμόρφωτη, χωρίς διακριτά όρια και νεφελώδης, κάτι που σημειώνουν οι συμμετέχοντες στην έρευνα.

Παγκοσμίως, η χρήση του όρου «ψυχολογία» και «ψυχοθεραπεία» σε συνδυασμό με αμφιβόλου προέλευσης και αποτελεσματικότητας πρακτικές, που δεν έχουν καμία σχέση με το επιστημονικό πεδίο της ψυχικής υγείας, είναι ανησυχητική και σε ορισμένες χώρες (όπως η Αυστρία) παράνομη. Επιπλέον, τα κριτήρια επιλογής των μελλοντικών ψυχοθεραπευτών φαίνεται πως είναι εξαιρετικά ετερογενή και βασίζονται επιλεκτικά και κατά περίπτωση τόσο σε αντικειμενικά δεδομένα (όπως η ακαδημαϊκή κατάρτιση) όσο σε και υποκειμενικές κρίσεις σχετικά με την προσωπικότητα των ενδιαφερόμενων. Σημειώνουμε, πως η συστηματική αξιολόγηση των προγραμμάτων εκπαίδευσης επαγγελματιών σύμφωνα με τεκμηριωμένα πρότυπα, φαίνεται να είναι επίσης απούσα, δημιουργώντας γκρίζες ζώνες ως προς την ποιότητα της εκπαίδευσης και το επίπεδο των ανθρώπων που θα λάβουν την καθόλα βαρύνουσα ταυτότητα του ψυχοθεραπευτή.

Πριν από κάθε παραπομπή για ψυχολογική ή ψυχοθεραπευτική βοήθεια, ο ενήμερος πολίτης πρέπει να αξιολογήσει το βιογραφικό, την τεκμηριωμένη εκπαίδευση, την κλινική εμπειρία, τη σχολή ή επιστημονική εταιρία στην οποία ανήκει ο/η ψυχοθεραπευτής/τρια

Συνοψίζοντας, θεωρούμε εξαιρετικής σημασίας την αναδιάρθρωση των σπουδών ψυχολογίας στη χώρα μας, η οποία οφείλει ωστόσο να βασίζεται στην επιστημονική γνώση, σε καλές πρακτικές διεθνούς αποδοχής και στην οικονομική και κοινωνική ιδιαιτερότητα της ελληνικής πραγματικότητας.

Η προστασία της δημόσιας υγείας δεν χωράει συμβιβασμούς και προχειρότητες, αλλά οφείλει να είναι προϊόν συνεργατικής, διεπιστημονικής διεργασίας λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία και τις συστάσεις των ίδιων των επαγγελματιών, όπως και την αξιολόγηση της ικανοποίησης των ίδιων των θεραπευομένων. Πριν από κάθε παραπομπή ή αίτημα για ψυχολογική ή ψυχοθεραπευτική βοήθεια, ο ενήμερος πολίτης πρέπει να αξιολογήσει το βιογραφικό, την τεκμηριωμένη εκπαίδευση, την κλινική εμπειρία, τη σχολή ή επιστημονική εταιρία στην οποία ανήκει ο/η ψυχοθεραπευτής/τρια, χαρακτηριστικά τα οποία απέχουν πολύ από την «σαγήνη» που ασκούν οι όποιες παρεμβάσεις δημόσιων σχέσεων και κοινωνικού marketing.

Write a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *