Η ιστορία και η φιλοσοφία της Ε.Π.Α.Ψ.Υ
Η αναδρομή αυτή πραγματοποιείται με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων ζωής της Ε.Π.Α.Ψ.Υ. που είναι και πολλά και λίγα, πολλά γιατί η προσπάθεια προάσπισης των δικαιωμάτων των ψυχικά ασθενών είναι επίπονη, πλούσια αλλά και συχνά επώδυνη, λίγα γιατί δεν έχει τέλος.
Γράφει ο Στέλιος Στυλιανίδης, Ψυχίατρος-Ψυχαναλυτής, Καθ. Κοιν. Ψυχιατρικής Παντείου Παν/μίου, Ιδρυτής & Επιστ. Σύμβουλος Ε.Π.Α.Ψ.Υ.
Η πορεία της Ε.Π.Α.Ψ.Υ. είναι μια διαδρομή σχεδίων, υπηρεσιών, προγραμμάτων, συνεχούς διαπραγμάτευσης με την τρέλα, το αλλόκοτο, τις προκαταλήψεις, τον φόβο και την άγνοια της κοινωνίας, το άγνωστο, το ξένο, το οικείο και ανοίκειο ταυτόχρονα, το ορθολογικό αλλά και το πέταγμα, την υπέρβαση, το ρίσκο, το ιδεώδες, την πορεία προς την συγκεκριμένη ουτοπία.
Η πεισματική αναζήτηση νοήματος που καθόρισε τη διεκδίκηση αυτής της Ουτοπίας ήταν να μπορούμε να δώσουμε φωνή, δικαιώματα και αξιοπρέπεια σε αυτούς που τα είχαν για χρόνια στερηθεί. Να τους συνοδεύσουμε να ενσωματωθούν κοινωνικά, να αποφύγουμε για άλλους, νεώτερους , οι οποίοι δεν γνώρισαν την φρίκη των ασύλων και του κοινωνικού αποκλεισμού, την αναγκαστική νοσηλεία, την βία, την αλλοτρίωση. Να οργανώσουμε τη δράση μας για να καλύψουμε ανάγκες σε απομακρυσμένες περιοχές και νησιά. Να φιλοξενήσουμε σε κοινοτικές δομές με ζεστασιά ανθρώπινα ερείπια, «ιζήματα» ενός απάνθρωπου ψυχιατρικού συστήματος. Να προάγουμε την πρόληψη, να δημιουργήσουμε κοινοτικά δίκτυα αλληλεγγύης, να υφάνουμε συνεργασίες και δεσμούς με τους φίλους και συναδέλφους μας στην Ευρώπη και στον κόσμο. Να εκπαιδεύσουμε νέους, να συνδεθούμε με Πανεπιστήμια, να κάνουμε έρευνα και αξιολόγηση, να πείσουμε –συχνά αδέξια- τα ΜΜΕ να ασχοληθούν με την ψυχική υγεία με θετικό τρόπο. Να κάνουμε τοπικές πολιτικές συμμαχίες, να πείσουμε τους πολιτικούς να συνεχίζουν την όποια χρηματοδότηση, να προάγουμε την καινοτομία, να εμπνεύσουμε και άλλους.
Να αντέχουμε τις δικές μας ανεπάρκειες, τα κενά, την ασυνέχεια, την επαγγελματική εξουθένωση. Να μπορούμε να νοηματοδοτούμε τις συγκρούσεις μας χωρίς να καταστρέφουμε το πλαίσιο που με τόσο κόπο φτιάξαμε.
1. Η αρχή , η ιστορία και οι ιδέες.
Η Ε.Π.Α.Ψ.Υ. γεννήθηκε στο κεφάλι μου μια βροχερή βραδιά στο Παρίσι, τον Δεκέμβρη του 1981, μετά το Ελληνο-γαλλικό συμπόσιο Κοινωνικής Ψυχιατρικής που οργάνωσε ο δάσκαλός μου, Π. Σακελλαρόπουλος, με τον S. Lebovici στην Αθήνα το 1981. Σ’ εκείνο το μεγάλο συνέδριο είχαν ακουστεί για πρώτη φορά οι πρώτες καταγγελίες για την αθλιότητα του ασύλου της Λέρου.
Στη Γαλλία, της μόδας στους προοδευτικούς κύκλους τότε, έκανα ειδικότητα ψυχιατρικής και βέβαια για χρόνια ψυχανάλυση! Το ζωντανό αποτέλεσμα το βλέπετε μπροστά σας: Δεν αγγίζω το ρεκόρ του WoodyAllen, αλλά η ανάλυση, λέμε σαν ψυχαναλυτές, ακόμα και τώρα, δεν τελειώνει ποτέ, έστω και σαν αυτό-ανάλυση ή διαδικασία αναστοχασμού.
Σαν νέοι αριστεροί ψυχίατροι τότε, στη συντριπτική πλειοψηφία της Ανανεωτικής Αριστεράς, προσπαθούσαμε με μεγάλη δόση ιδεαλισμού να συνδυάσουμε – λίγο σαν μαγική σκέψη ήταν – Μαρξισμό, Φιλοσοφία, Ευρωκομμουνισμό του Μπερλινγκουέρ, ψυχανάλυση, κριτική κοινωνιολογία , κριτική στην παραδοσιακή ψυχιατρική και στα ολοπαγή ιδρύματα με εναλλακτικές πρακτικές ψυχιατρικής φροντίδας.
Οι βασικές αναφορές μου, όπως και για πολλούς άλλους συναδέλφους, ήταν η τεράστια παράδοση της Γαλλικής ψυχανάλυσης – όχι της Λακανικής εκδοχής της – με την προσπάθεια εφαρμογής της στους ψυχιατρικούς θεσμούς (το κίνημα της Θεσμικής Ψυχοθεραπείας και οι θεραπευτικές κοινότητες) και ιδιαίτερα στην ψυχιατρική του τομέα, η οποία, με μεγάλη καθυστέρηση, το 1999, έγινε και επίσημη πολιτική ψυχικής υγείας στη χώρα μας. Η βασική επιστημονική αναφορά μου υπήρξε το βιβλίο ενός από τους σημαντικούς δασκάλους μου στο Παρίσι, στο 13ο διαμέρισμα, του P.C. Racamier, με τον συμβολικό τίτλο: «Ο ψυχαναλυτής χωρίς ντιβάνι». Ο δάσκαλος μου στις ψυχοθεραπείες των ασθενών που πάσχουν από σχιζοφρένεια υποστήριζε με στέρεο λόγο κι επιστημονικά επιχειρήματα ότι η ψυχαναλυτική θεωρία μπορεί να γίνει γόνιμη και ελκυστική αν ασχοληθεί με τα δύσκολα περιστατικά. Τα άτομα δηλαδή που έπασχαν από σοβαρές ψυχωτικές διαταραχές, των οποίων η έκβαση θεωρείτο απλά χρόνια και μη αναστρέψιμη από την παραδοσιακή ψυχιατρική.
Η προσπάθεια να ακούσουμε ψυχαναλυτικά το παραλήρημα, να του δώσουμε ένα νόημα για την ψυχική λειτουργία και οικονομία του άλλου, αποτελούσε το επίκεντρο της ψυχιατρικής φροντίδας, σε συνδυασμό με τα φάρμακα, τις τεχνικές ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και της εργασίας με την οικογένεια.
Ο πανεπιστημιακός δάσκαλός μου, ο καθηγητής A. Bourguignon, βλέποντας το κίνητρό μου να αλλάξουμε το πλαίσιο της παραδοσιακής ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, μου πρότεινε δύο βασικές αρχές. Πρώτον, ότι μπορώ να κάνω ότι θέλω (δηλ. να πειραματιστώ), αρκεί να ξέρω γιατί το κάνω και δεύτερον, «ότι στη ζωή μας είμαστε καταδικασμένοι να κινούμαστε μεταξύ επανάληψης και αλλαγής». Έπρεπε να διαλέξω, λοιπόν, σε ποια όχθη του ποταμού να σταθώ, εφαρμόζοντας τις ιδεολογικές και ψυχαναλυτικές αρχές τόσο στο κλινικό και θεραπευτικό πεδίο, όσο και στην αλλαγή του πλαισίου των υπηρεσιών που υποδέχονται την ψυχική οδύνη και τη βαριά ψυχοπαθολογία. Με άλλα λόγια, η ψυχανάλυση δεν έπρεπε και επιστημονικά και ηθικά να αποτελεί μόνο μια «ταξική» θεραπεία πλούσιων νευρωτικών ασθενών.
Αντίθετα, έπρεπε να αποτελέσει μια «ζώσα ύλη» κατανόησης των ψυχιατρικών θεσμών και της θεραπευτικής λειτουργίας τους, να συμβάλει στα εξατομικευμένα σχέδια φροντίδας των ψυχωτικών, να αναλύσει μέσω εποπτείας τα δυναμικά της ομάδας, να συμβάλλει στην κατανόηση των δυναμικών της κοινότητας, όπως επίσης και άλλων κοινωνικών παρεμβάσεων σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.
Ωστόσο, μια άλλη ιστορική επίσκεψη μου επρόκειτο να καθορίσει την δράση, την φιλοσοφία και την ιδεολογία μου για τα επόμενα χρόνια: η επίσκεψή μου στην Τεργέστη το 1980, λίγο πριν πεθάνει ο ιδρυτής του κινήματος του αποϊδρυματισμού στην Ιταλία και στην Ευρώπη, Franco Basaglia.
Μελετώντας και ζώντας εκ των έσω την πρώτη εμπειρία κατάργησης και πλήρους μετασχηματισμού του πρώτου ψυχιατρικού νοσοκομείου στον κόσμο, κατάλαβα έμπρακτα ότι αν δεν αλλάξουμε τα άσυλα και την στιγματίζουσα ασυλική κουλτούρα που αναπαράγονται τόσο στην κοινότητα όσο και στην ίδια την οικογένεια του ασθενούς, κάθε απόπειρα θεραπείας και υποκειμενοποίησης του ψυχωτικού θα είναι μάταια, στο βαθμό που η κρούστα ή το στρώμα του ιδρυματισμού θα συγκαλύπτει την αυθεντική έκφραση της τρέλας του Άλλου.
Το σώμα και η ψυχή του αρρώστου γίνεται ένα αδιαφοροποίητο μάγμα με την ρουτίνα της απανθρωποποιητικής ιδρυματικής λειτουργίας. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική θεραπεία, όσο η εύκολη λύση στις αποτυχίες και τα θεραπευτικά αδιέξοδα μας είναι ο εγκλεισμός και η αναγκαστική νοσηλεία.
Αυτό που μαθαίνουμε από τον Basaglia, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στην ψήφιση τον Μάιο του 1978 από την Ιταλική βουλή τον Ν.180 για την κατάργηση και τον μετασχηματισμό των ψυχιατρείων, είναι να μην κλειστούμε σε μια κατάσταση διαχείρισης των πραγμάτων και διεκπεραίωσης της υπάρχουσας κατάστασης μέσα από τεχνικές της αλλαγής, αλλά να φροντίσουμε να αναδείξουμε τις βαθύτερες αιτίες του αγώνα για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Ο Basaglia συγκρούεται συχνά με την απαισιοδοξία των διανοουμένων, οι οποίοι θεωρούν ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτε και ότι το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να γράφονται βιβλία.
Στην Ε.Π.Α.Ψ.Υ., απέναντι σε αυτήν την απαισιοδοξία και την τεράστια δυσκολία να υλοποιήσουμε μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας, προσπαθούμε να διερευνήσουμε νέες δυνατότητες σύνδεσης της θεωρίας με την πράξη, μια «αισιόδοξη» πολιτική βούληση, χρησιμοποιώντας την εξουσία του κοινωνικού μας ρόλου ως ειδικών, επιδιώκοντας να μετασχηματίσουμε το ρόλο του ειδικού μέσα από το μετασχηματισμό της πρακτικής μας. Απέναντι στις νέες ανάγκες και παθολογίες, να εφευρίσκουμε νέες πολύπλοκες απαντήσεις και όχι μονοδιάστατη φαρμακοθεραπεία και δήθεν υποστηρικτική ψυχοθεραπεία διαρκείας 5 λεπτών.
Το να δουλεύουμε με στόχο την κοινωνική αλλαγή και την δημοκρατία της υγείας και με ειδικό στόχο την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, αυτό σημαίνει ουσιαστικά να ξεπεράσουμε τις σχέσεις καταπίεσης και εξουσίας με τους ασθενείς μας. «Να ζούμε την αντίφαση της σχέσης με τον άλλον», να αποδεχθούμε τη διαμαρτυρία, την οδύνη, τις αντιθέσεις. Να μπορούμε να θέτουμε σε επερώτηση το ρόλο μας και την ταυτότητά μας. Μ΄ αυτόν τον τρόπο, η ψυχιατρική μπορεί να μετασχηματιστεί από εργαλείο κοινωνικού ελέγχου ή καταπίεσης σε πραγματικό εργαλείο απελευθέρωσης και διαρκούς δημοκρατικής διαπραγμάτευσης με τις ανάγκες, τις αφηγήσεις και τα σχέδια ζωής αυτών που θέλουμε να εξυπηρετήσουμε.
Η κουλτούρα και οι καλές πρακτικές του αποϊδρυματισμού και της κοινοτικής ψυχιατρικής μπήκαν πλέον στο προσκήνιο της επιστημονικής και θεσμικής ατζέντας μου.
Συμπληρωματικά, η ανακάλυψη του ρεύματος της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της εθνοψυχιατρικής, κυρίως μέσα από την συνεργασία μας με την σχολή του Μόντρεαλ (McGill, καθ. Kiermayer, M. Pandolfi), εμπλούτισε την ματιά μας στην κατανόηση των πολιτισμικών κωδίκων και της πολιτισμικής έκφρασης της αρρώστιας στο πλαίσιο κάθε κοινότητας όπου παρεμβαίνουμε. Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ήταν η έκδοση του βιβλίου «Κοινότητα και ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Η εμπειρία της Εύβοιας».
To ουσιαστικό πρόταγμα τόσο της εθνοψυχιατρικής προσέγγισης, όσο και της κουλτούρας και πρακτικής του αποϊδρυματισμού, με την υπόθεση του Franco Rotelli ότι «πρέπει κάθε φορά να εφευρίσκουμε τους θεσμούς όπου εργαζόμαστε», δηλαδή να τους αλλάζουμε και να αλλάζουμε συνεχώς απαντώντας σε πολύπλοκες και απρόβλεπτες ανάγκες, μας οδήγησε σε μια στρατηγική εξωστρέφειας και ανανέωσης των συνομιλητών μας σε εθνικό και διεθνές περιβάλλον.
Το μότο «να δρούμε τοπικά και να σκεφτόμαστε παγκόσμια» ρίζωσε για τα καλά στα μυαλά μας και την πρακτική μας και μας οδήγησε από το 1991 σε μια στενή συνεργασία με το Ινστιτούτο MARIONEGRI του Μιλάνου, με επικεφαλής τον στενό φίλο και επιστημονικό συνεργάτη Β. Saraceno και τον Α.Barbato, επιστήμονες διεθνούς κύρους και, αργότερα, ιδίως ο πρώτος ως διευθυντής του τμήματος ψυχικής υγείας και εξαρτήσεων, στελέχη του Π.Ο.Υ.
Η Ε.Π.Α.Ψ.Υ. άρχισε να συνεργάζεται στενά τόσο με τους Ιταλούς συναδέλφους, όσο και με τους Αγγλοσάξονες, στην ερευνητική τεκμηρίωση των εναλλακτικών πρακτικών και σε διεθνή, Ευρωπαϊκά και Παγκόσμια δίκτυα ψυχικής υγείας, όπως το ENTER και η Παγκόσμια Εταιρία για την Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση (WAPR).
Στην WAPR εκλέχτηκα αντιπρόεδρος την περίοδο (2005-2008) και η συνεργασία συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τους Νορβηγούς και Φινλανδούς συναδέλφους για πρακτικές όπως η ενδυνάμωση, η συνηγορία και ο «ανοικτός διάλογος».
Οι επιστημονικές και φιλοσοφικές αρχές που καθόρισαν την πρακτική μας προέρχονται από έναν πλουραλισμό προσεγγίσεων και ρευμάτων με επίκεντρο την άσκηση της ανθρωποκεντρικής ψυχιατρικής φροντίδας στην κοινότητα, την κατάργηση των ασύλων και της ασυλικής κουλτούρας, την αντιμετώπιση της πολυπλοκότητας και της αβεβαιότητας του πάσχοντος υποκειμένου. Μια τέτοια πρακτική έπρεπε να ριζώσει χωρίς την συγκάλυψη της άγνοιάς μας, ούτε με προκατασκευασμένα θεραπευτικά πρωτόκολλα βιολογικής ψυχιατρικής, ούτε με δογματική προσήλωση σε αντι-ψυχιατρικές ιδεολογικές αρχές.
Η συνεισφορά της ψυχαναλυτικής προσέγγισης, κυρίως ως εποπτεία του κλινικού έργου και των θεραπευτικών ομάδων, μας προστάτευε – όσο είναι δυνατόν – από φαντασιώσεις παντοδυναμίας και ακραίου θεραπευτικού ακτιβισμού. Μας έμαθε να θεραπευόμαστε από την αγωνία μας να θεραπεύσουμε με οποιοδήποτε κόστος. Μας δίδαξε να χρησιμοποιούμε την τεχνογνωσία μας στη φροντίδα των δύσκολων και «μη-αναστρέψιμων» περιστατικών και όχι το αντίθετο.
Η προσήλωση στις αρχές της δημόσιας υγείας μάς έθετε ένα ασφαλές πολιτικό, θεσμικό κι επιστημονικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο κάθε θεραπευτική τεχνική οφείλει αυτονόητα να εντάσσεται σε μια προσέγγιση προσαρμοσμένη στις ανάγκες του πάσχοντος ατόμου και της οικογένειάς του και όχι να χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση των ναρκισσιστικών αναγκών, πόσο μάλλον της ιδιοτέλειας του κάθε νέου θεραπευτή.
Οι προϋποθέσεις για την επιτυχία μιας ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, αναπόσπαστο κομμάτι της οποίας είναι η Ε.Π.Α.Ψ.Υ. στη χώρα μας, είναι τέσσερεις:
- Η ηθική, που διέπει τους μεταρρυθμιστικούς στόχους σε επίπεδο αρχών, φιλοσοφίας και ιδεολογίας, πρέπει να καθορίζει τον εθνικό σχεδιασμό και τη στάση της πολιτείας απέναντι στον ψυχικά ασθενή. Η evidence based practice (επιστημονικά τεκμηριωμένη πρακτική) δεν μπορεί να μην εναρμονίζεται με την ethical or value based practice (πρακτική που στηρίζεται σε ηθικές αρχές και αξίες).
- Οι στάσεις των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, και ειδικά των ψυχιάτρων, απέναντι στους σκοπούς και στην αναγκαιότητα της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης. Συχνά, η επικράτηση μιας συντεχνιακής λογικής που συσκοτίζει θεσμικές, κλινικές, θεραπευτικές και ηθικές ευθύνες (παραβίαση δικαιωμάτων, αναγκαστικές νοσηλείες, μηχανικές καθηλώσεις, κλπ) αντιτίθεται σε μια αυθεντική ατζέντα δημόσιας υγείας. Η αναγκαιότητα ριζικής επερώτησης της ψυχιατρικής εξουσίας, μέσα από τη συστηματική συμμετοχή τόσο των ληπτών όσο και των μελών του υποστηρικτικού τους δικτύου στη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων, είναι εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για την αλλαγή του βιοϊατρικού μοντέλου.
- Η πολιτική βούληση, δηλαδή ο βαθμός προτεραιότητας που δίνεται στην ψυχική υγεία, η εφαρμογή της νομοθεσίας, η παρακολούθηση, έλεγχος, λογοδοσία και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των μεταρρυθμιστικών στόχων. Στη χώρα μας, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, η ψυχική υγεία βρίσκεται στο τέλος του καταλόγου των προτεραιοτήτων στο χώρο της υγείας – παρά το τεράστιο οικονομικό, κοινωνικό και ψυχικό βάρος που απορρέει από τη μη θεραπευόμενη ψυχιατρική νοσηρότητα του γενικού πληθυσμού, δηλαδή από ανθρώπους που δεν έχουν πρόσβαση ή ενημέρωση σχετικά με υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
- Οι πόροι και ο προϋπολογισμός πρέπει να συνδέονται με την παροχή ποιοτικής ψυχιατρικής φροντίδας, που θα συνδυάζεται με συνεχή εκπαίδευση, εποπτεία των νέων επαγγελματιών, προαγωγή καινοτόμων πρακτικών, μείωση του χάσματος μεταξύ νοσηρότητας του πληθυσμού και δυνατότητας πρόσβασης σε υπηρεσίες. Στην ουσία, η χρηματοδότηση και ο έλεγχος των επενδυμένων πόρων στην ψυχική υγεία πρέπει να στοχεύει στην ενδυνάμωση του κοινοτικού δικτύου ψυχικής υγείας και στην πλήρη αποδυνάμωση του ασυλικού συστήματος.
Συμπερασματικά, αυτός ο φαινομενικά ήπιος εκλεκτικισμός της κουλτούρας της Ε.Π.Α.Ψ.Υ., ο οποίος άφηνε χώρο «να ανθίσουν εκατό λουλούδια», συμπεριφορικά, γνωσιακά, συστημικά, ανθρωποκεντρικά, ψυχαναλυτικά, είχε έναν ασφαλή περιέκτη των αρχών και πρακτικών της δημόσιας υγείας, της κοινοτικής ψυχιατρικής και της απαρέγκλιτης προστασίας των δικαιωμάτων των ασθενών ως πολίτες με πλήρη δικαιώματα. Αυτός ο περιέκτης αποτελεί την στέρεα και διαρκώς ανανεούμενη συλλογική ταυτότητα της Ε.Π.Α.Ψ.Υ..
Η διαδρομή από την φτώχεια της παραδοσιακής ψυχιατρικής στην παραγωγή υγείας και την προαγωγή ψυχικής υγείας διδάσκεται λιγότερο, αλλά μπορεί να βιωθεί πολύ περισσότερο από όλους τους συμμετέχοντες, τους λήπτες, τις οικογένειες, τους επαγγελματίες, τους κοινωνικούς και θεσμικούς συνομιλητές, σε μια διαρκή και βαθιά συμμετοχική δημοκρατική διαδικασία
2. Ιστορικά σημεία αναφοράς ανάπτυξης της Ε.Π.Α.Ψ.Υ.
Η εμπειρία της Ε.Π.Α.Ψ.Υ. ξεκίνησε με τη δημιουργία του πρώτου ξενώνα ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης ψυχιατρικών ασθενών, που προέρχονταν από το Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου και είχαν καταγωγή από το νομό Εύβοιας, το 1989. Η πρώτη λειτουργία του ξενώνα, στην παραλία Αυλίδας – μετά από θορυβώδεις και βίαιες αντιδράσεις του τοπικού πληθυσμού ενάντια στην εγκατάσταση των «τρελών» στη γειτονιά τους – συνδυάστηκε με την ίδρυση και λειτουργία του Κοινοτικού Κέντρου Ψυχικής Υγείας Χαλκίδας, μετά από πρόταση που είχα κάνει στο Διοικητικό Συμβούλιο του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Χαλκίδας.
Σήμερα η Ε.Π.Α.Ψ.Υ. αποτελεί την μεγαλύτερη ΜΚΟ στον χώρο της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, με 260 εργαζόμενους, 29 δομές ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και παροχής κοινοτικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας, εξυπηρετεί περίπου 4.000 άτομα ετησίως και είναι ενεργό μέλος διεθνών δικτύων και οργανισμών για την προαγωγή της καινοτομίας και των καλών πρακτικών στο χώρο της ψυχικής υγείας και των δράσεων ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Συχνά στη ζωή του καθενός, στη βιογραφία του, και ιδιαίτερα στην εσωτερική μας πραγματικότητα, το ειδικό βάρος κάποιων κενών στην οικογενειακή ιστορία μπορεί να καθορίσει και την επαγγελματική, κοινωνική και προσωπική μας διαδρομή. Η οικογενειακή αφήγηση και τα κενά της με ώθησαν να επανέλθω μετά το Παρίσι στον τόπο καταγωγής μου, την Εύβοια, προκειμένου να ψηλαφίσω τα αίτια αυτής της ασυνέχειας. Όπως εύστοχα παρατηρούσε ένας μεγάλος Γάλλος ψυχαναλυτής, ο Pontalis, «μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε άλλο από το να ανακαλούμε τη μνήμη».
3. Η κουλτούρα της Ε.Π.Α.Ψ.Υ., μια απάντηση στη σημερινή μιζέρια της ψυχιατρικής.
Πώς μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε σήμερα τη σύγχρονη κοινωνική ψυχιατρική; Σαν μια επιστήμη του ανθρώπου, που συμβάλλει στο να κάνει τους ανθρώπους-ασθενείς μας ευτυχέστερους ή σαν μια αυστηρά ιατρική ειδικότητα που εφαρμόζει απαρέγκλιτα το βιοϊατρικό μοντέλο, για να πετύχει την πιο αποτελεσματική θεραπεία;
Όπως εύγλωττα αναφέρει ο Yuval Harari, πριν από 70 χιλιάδες χρόνια, ο homo sapiens ήταν ακόμα ένα ασήμαντο ζώο που κοιτούσε τη δουλειά του σε μια γωνιά της Αφρικής. Στις χιλιετίες που ακολούθησαν, μεταμορφώθηκε σε κυρίαρχο όλου του πλανήτη, σε φόβο και τρόμο του οικοσυστήματος, και σήμερα βρίσκεται στο χείλος της μετατροπής του σε θεό, έτοιμος να αποκτήσει όχι μόνο αιώνια νεότητα, αλλά και τις θεϊκές ικανότητες της δημιουργίας και της καταστροφής. Έχουμε προοδεύσει εντυπωσιακά σε επίπεδο τεχνολογίας, μέσων, πόρων, γνώσεων, μέσα από τη μείωση της πείνας, των ασθενειών και των πολέμων.
Ωστόσο, η βελτίωση της μοίρας της ανθρωπότητας και η επερώτηση μας σε σχέση με το καίριο υπαρξιακό ζήτημα της ευτυχίας είναι πιο εύθραυστη από ποτέ. Αυτή η πορεία απώλειας του νοήματος και αιχμαλωσίας του homo sapiens στην διερεύνηση και απεικόνιση του νου, στον έλεγχο κάθε βιολογικής παραμέτρου που μπορεί να προκαλέσει μια ψυχική διαταραχή, και στην πεισματική διαγνωστική καταγραφή κάθε συμπτώματος, οδηγεί σε μια πλήρη σχεδόν αποξένωση του ψυχιάτρου ή του επαγγελματία ψυχικής υγείας από τη νοηματοδότηση της ανθρώπινης οδύνης.
Η σύγχρονη ψυχιατρική, χάνοντας την ιστορική ιδιαιτερότητά της σαν σταυροδρόμι της ιατρικής και των άλλων ανθρωπιστικών επιστημών, χαρακτηρίζεται από μια βαθιά φτώχεια ιδεών και πολιτιστική μιζέρια. Διακρίνεται από μια δραματική επιστημολογική ευθραυστότητα, παρά τις μεγάλες προόδους που έχουν επιτελεστεί στην χρήση νέων ψυχοτρόπων φαρμάκων, στη βαθύτερη απεικόνιση του εγκεφάλου και του κεντρικού νευρικού συστήματος, στις γνωστικές επιστήμες· ωστόσο, όλες αυτές οι πρόοδοι, εκτός από πολύ ειδικές περιπτώσεις, δεν προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες για τη θεραπευτική αντιμετώπιση και recovery των πολύπλοκων καταστάσεων ψυχοπαθολογίας, που συναντούν καθημερινά οι ομάδες ψυχικής υγείας.
Η επιστροφή σε βασικές συμπεριφοριστικές τεχνικές των αρχών του 20ου αιώνα υπό τον εκσυγχρονιστικό μανδύα της γνωστικής προσέγγισης, σε συνδυασμό με την εφαρμογή νέων πρωτοκόλλων βιολογικών θεραπειών, δεν κατορθώνει να κάνει τη μεγάλη υπέρβαση σύνθεσης του βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου, υπέρβασης των ψευδοδιλημμάτων και διπόλων όπως: βιολογικό vs ψυχολογικό, ψυχοφάρμακα vs ψυχοθεραπείες, ψυχιατρικό νοσοκομείο vs κοινοτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας, νευροβιολογικοί παράγοντες vs «εξωκλινικές μεταβλητές» (ψυχολογικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί παράγοντες).
Η οικονομία της αγοράς, οι σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές και η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, οι ανησυχίες που προέρχονται από τη μαζική μετανάστευση και το προσφυγικό ζήτημα, η ακραία ταχύτητα των τεχνολογικών αλλαγών, η περιχαράκωση κοινοτήτων και λαών σε μια εθνοκεντρική και λαϊκιστική ρητορική με ακροδεξιές εκφάνσεις, συρρικνώνουν δραματικά την οφειλόμενη προσπάθεια κάθε επαγγελματία ψυχικής υγείας, και ειδικά των ψυχιάτρων, να έρθουν σε επαφή με την εσωτερική πραγματικότητα των ασθενών τους. Επιδιώκουμε πολύ λιγότερο να καταλάβουμε τι αισθάνεται ο άλλος, να μοιραστούμε το κοινό μας ανθρώπινο βίωμα μέσα από την ενσυναίσθηση, αλλά πολύ περισσότερο προσπαθούμε να ελέγξουμε τα συμπτώματα και τις «επικίνδυνες» συμπεριφορές του άλλου, μέσα από μια πολιτική αυξανόμενου κοινωνικού ελέγχου και εγκλεισμού της κοινωνικής παρέκκλισης.
Παρά τις κριτικές, δίκαιες και άδικες, που έχει δεχθεί η ψυχανάλυση, αποτελεί τη μόνη συνεκτική θεωρία του ανθρώπινου ψυχισμού που μπορεί να αναπαραστήσει με κάποια αξιοπιστία την ψυχική πραγματικότητα, την σχέση μας ανάμεσα στο μέσα και στο έξω,την επίθεση ενάντια στους κοινωνικούς δεσμούς, το ανοίκειο που συχνά βιώνουμε στις ζωές μας.
Να δώσει νόημα στα συμπτώματα, στο παραλήρημα, στην ενοχή, στη ντροπή, στις προκαταλήψεις. Να συμβάλει στην ανακατασκευή της υποκειμενικότητας και της βιογραφίας του πάσχοντος ατόμου. Έτσι, μέσα απ’ αυτήν την οπτική, πολλοί ψυχαναλυτές κατάφεραν να συνδεθούν με πρακτικές αποϊδρυματισμού, κοινοτικής ψυχιατρικής, να συνομιλήσουν με άλλα θεωρητικά και ψυχοθεραπευτικά ρεύματα, ώστε να συγκροτήσουν μια θεωρία και μια πρακτική ανθρωποκεντρικής ψυχιατρικής φροντίδας. Μια τέτοια ανθρωποκεντρική προσέγγιση προσπαθεί να δώσει μια απάντηση στην αντίθεση μεταξύ θεραπείας και κοινωνικού ελέγχου, να συνθέσει μια άλλη ψυχιατρική φροντίδα μέσα από τη ρήξη του σχήματος υγεία-ασθένεια και το άνοιγμα στη διάσταση της κοινωνικής οδύνης. Μια νέα ψυχιατρική επανάσταση θα πρέπει να περιλαμβάνει μια συνεχή απαρτίωση και σύνθεση γνώσεων κλινικής πρακτικής, τεκμηρίωσης με εξατομικευμένες απαντήσεις σε πολύπλοκα αιτήματα και ανάγκες. Μια τέτοια ανθρωποκεντρική ψυχιατρική πρέπει να αναπτύξει αυτό που έλεγε ο μεγάλος Βρετανός ψυχαναλυτής Bion: «Mια αρνητική ικανότητα να παραμένουμε στέρεοι και δημιουργικοί στο μέσο των αμφιβολιών και της αβεβαιότητας».
4. Οι σημερινές προκλήσεις και το πέρασμα στην νεώτερη γενιά
Όλα αυτά τα στοιχεία που προανέφερα ελπίζω να αποτελέσουν μια ζωντανή επιστημονική, πολιτιστική, ηθική και πολιτική κληρονομιά απέναντι στις μελλοντικές προκλήσεις της Ε.Π.Α.Ψ.Υ. και στη νέα, άξια γενιά των στελεχών που παίρνει τη σκυτάλη. Νομίζω ότι είναι αυτή η συλλογική ταυτότητα που εύχομαι να αποτελέσει μια μήτρα διαρκούς διαμεσολάβησης μεταξύ του ατομικού και του συλλογικού, μεταξύ του τοπικού, του εθνικού, του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου. Μια διαρκή ανταλλαγή των στελεχών της Ε.Π.Α.Ψ.Υ., των ληπτών, των οικογενειών με τα τοπικά και τα διεθνή δίκτυα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η νέα γενιά στελεχών προάγει μια σειρά από καινοτομίες, που εδώ μόνο σχηματικά θα αναφερθούν, σε σύνδεση με όλη αυτήν την κουλτούρα ανανέωσης της ψυχιατρικής φροντίδας και της προαγωγής ψυχικής υγείας. Οι δράσεις γύρω από το recovery (ανάκαμψη), οι δράσεις της ψυχιατρικής φροντίδας στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, η συνεργασία με τον ΠΟΥ για δράσεις συνηγορίας και προαγωγής των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων. Η επίπονη διαδικασία ανάδειξης ληπτών υπηρεσιών ψυχικής υγείας σαν εμπειρογνώμονες, οι καινοτόμες παρεμβάσεις σε ευπαθείς ομάδες πληθυσμού, όπως η δράση Πολίτες Ενάντια στην Κατάθλιψη, τα δίκτυα δημιουργίας κοινοτικής φροντίδας για την άνοια.
Η μεθοδολογία συν-κατασκευής των θεραπευτικών αποφάσεων για μια άλλης ποιότητας ψυχιατρική φροντίδα από κοινού με τους λήπτες και τις οικογένειές τους, το δίκτυο του opendialogue, η ανάδειξη νέων κοινοτικών πόρων και συνομιλητών ως συμμάχων για την κοινωνική αλλαγή και την ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Οι δράσεις σε συνεργασία με τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα για τα δικαιώματα και την αξιοπρεπή ψυχιατρική φροντίδα αυτών των ατόμων. Όλα αυτά είναι στοιχεία που με γεμίζουν αισιοδοξία ότι οι αρχικές υποθέσεις εργασίας στηρίζονται, ανανεώνονται, εμπλουτίζονται, ότι υπάρχει μια πραγματική συνέχεια και ανανέωση της σκέψης, της πρακτικής και των ιδρυτικών αρχών της Ε.Π.Α.Ψ.Υ..
Όλες αυτές οι δράσεις γίνονται σε συνεργασία με ξένους φίλους, συναδέλφους και δίκτυα που μας έχουν συνοδεύσει όλα αυτά τα χρόνια (Ευρώπη, Αμερική, Καναδάς, ΠΟΥ, ΟΗΕ, Ύπατη Αρμοστεία, αλλά και τους αγαπημένους φίλους Benedetto Sacaceno, Angelo Barbato, Jean-Luc Roellandt, Jaakko Seikkula).
Ωστόσο, για να εμπεδωθεί αυτή η ανανέωση μακροπρόθεσμα και απρόσκοπτα, θα πρέπει κανείς να πάρει το ρίσκο της οργανωσιακής και δημοκρατικής αλλαγής μέσα στον ίδιο τον οργανισμό, περνώντας από ένα μοντέλο με χαρακτηριστικά προσωποκεντρικά (ο υποφαινόμενος ιδρυτής που σας ομιλεί) σε ένα μοντέλο συλλογικής διαχείρισης με ένα άλλο στυλ ηγεσίας, θεσμοποίηση νέων δημοκρατικών διαδικασιών και εμπλουτισμό των πρακτικών αξιολόγησης και αυτοαξιολόγησης.
Συνήθως στην Ελλάδα έχουμε την τάση να ταυτίζουμε τον ιδρυτή ενός οργανισμού, ενός θεσμού, ενός πολιτικού κόμματος με την ίδια την έκβαση του εγχειρήματός του. Η ανανέωση της Ε.Π.Α.Ψ.Υ., το πέρασμα της εξουσίας και της ευθύνης των αποφάσεων σε μια νέα γενιά εύχομαι να αποτελέσει μια συμβολή στην αλλαγή παραδείγματος της πατερναλιστικής και βαλκανικού τύπου κουλτούρας διαχείρισης των θεσμών στη χώρα.Οφείλουμε να αλλάξουμε την Ελλάδα αλλάζοντας οι ίδιοι. Για να γίνει το αδύνατο δυνατό ακόμα και σε μια χώρα που αντιστέκεται λυσσαλέα στην αλλαγή, στον αναστοχασμό, στην προώθηση της κριτικής σκέψης και επιμένει στην αναπαραγωγή διχοτομήσεων, φανατισμού και κουλτούρας θεωριών συνομωσίας, θα πρέπει με καθαρή ματιά να ακούσουμε αυτό που έλεγε τόσο εύγλωττα ο Σαίξπηρ στον Άμλετ: «Υπάρχουν περισσότερα πράγματα σε ουρανό και γη, Οράτιε, από όσα έχει ονειρευτεί η φιλοσοφία σου».
5. Μια φράση ως επίλογος.
Σ’ όλη αυτήν τη διαδρομή προσπαθήσαμε να γίνουμε ερευνητές νοήματος και όχι αποκωδικοποιητές κι ελεγκτές συμπτωμάτων. Σκεφτήκαμε ότι αυτό θα ήταν καλύτερο όχι μόνο για τους ασθενείς μας, αλλά και για εμάς τους ίδιους.
Ίσως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να κλείσει αυτή η αναδρομή παρά με μερικούς στίχους του F. Nietzsche (1844-1900) από το ποίημά του «Διθύραμβοι για το Διόνυσο»:
«μπορείς ακόμη να θυμηθείς, θυμάσαι, φλεγόμενη καρδιά,
πόσο τότε διψούσες; –
ότι ήμουν εξόριστος
από κάθε αλήθεια!
Μόνον τρελός! Μόνον ποιητής!»
(μτφρ. Νίκος Τζαβάρας)
Δημοσίευση: www.psychologynow.gr
Write a Comment