Εισαγωγικό σημείωμα
Η αυτοκτονία ενός δεκατετράχρονου παιδιού υφαρπάζει από τις λέξεις την όποια δύναμή τους. Το γεγονός είναι τόσο οδυνηρά ακραίο, ώστε αφαιρεί από τις λέξεις τα νοήματά τους. Ο ακατέργαστος θυμός, η οργή, η αίσθηση του αβοήθητου, η καταστροφικότητα κατακλύζουν τον ψυχισμό. Ο λόγος που αρθρώνεται μέσα από τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα γεννά ένα εκρηκτικό μείγμα κυρίαρχων σήμερα συναισθημάτων θυμού, οργής, ντροπής, αμηχανίας, φόβου. Οι απλουστεύσεις αναπόφευκτα καιροφυλακτούν τραυματίζοντας την αλήθεια που λανθάνει.
Στα δυο σημειώματα που ακολουθούν προσπαθήσαμε, όπως έχουμε κάνει και στο παρελθόν, μέσα από κοινούς προβληματισμούς που έχουν ενώσει τη φωνή μας, από τη μεριά της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής, να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις. Σκέψεις που, έστω οχυρωμένες μέσα από την απόσταση ασφαλείας που μας χωρίζει από το τραγικό αυτό γεγονός, επιθυμούν να είναι νηφάλιες.
Νηφαλιότητα, λοιπόν, σεβασμός στην πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού, ιδού τα δύσκολα στοιχήματα που θέσαμε στον εαυτό μας στα δυο σημειώματα που ακολουθούν.
Όταν ένας έφηβος επιλέγει τον θάνατο (απαντήσεις που λείπουν, αλήθειες που πληγώνουν)
Γράφει η Φωτεινή Τσαλίκογλου, Καθηγήτρια ψυχολογίας, συγγραφέας
Κάθε αυτοκτονία ταράζει. Κάθε αυτοκτονία παιδιού απογειώνει την ταραχή, την αμηχανία, τον φόβο. Κάθε αυτοκτονία είναι μοναδική. Στην πραγματικότητα τίποτα από μόνο του δεν αρκεί για να την ερμηνεύσει. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση των αυτοκτονιών στην εφηβεία και στην αρχή της ενήλικης ζωής. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, στις ηλικίες 15-24 ετών σε πολλές χώρες του κόσμου, η αυτοκτονία αποτελεί την τρίτη αιτία θανάτου. H έννοια του αβοήθητου μοιάζει να διαδραματίζει έναν κεντρικό ρόλο. Πόσο εύκολο είναι για ένα νέο παιδί σήμερα μέσα σε αυτή την παράξενα ρευστή νεωτερικότητα που χαρακτηρίζει την εποχή μας να νιώσει αβοήθητο, εύθραυστο, ανεπαρκές; Πόσο εύκολο είναι να πιστέψει ότι είναι ανίκανο να τα βγάλει πέρα με τις απαιτήσεις που εγείρει το περιβάλλον του και ο ίδιος του ο εαυτός;
Τι ειρωνεία! Όλα αυτά να συμβαίνουν σε μια εποχή που υπόσχεται ότι όλα είναι δυνατά. Υπόσχεση ιδιαίτερα συγχυτική για έναν έφηβο, καθώς κουβαλά το ερώτημα που καθορίζει την ίδια την εφηβεία: «Ποιος είμαι;», «Ποιος μπορώ να είμαι;», «Πώς να είμαι μέσα σε αυτή την προτεινόμενη καταιγιστική ελευθερία επίλογων;» Αρχίζοντας από τη σεξουαλικότητα και φτάνοντας μέχρι το αξιακό σύστημα: Nα είμαι ανταγωνιστικός; Ονειροπόλος; Μοναχικός; Ενταγμένος; Αποκλίνων; Πώς είναι το να είμαι;
Τα ερευνητικά δεδομένα φανερώνουν ότι στην εφηβεία η αυτοκτονία είναι συνήθως το ισοδύναμο μιας παρορμητικής πράξης. Τα αισθήματα θυμού και προσβολής, σε συνδυασμό με μια υπερβάλλουσα ενοχή, μπορούν να οδηγήσουν τον έφηβο σε παρορμητικές αυτοκαταστροφικές πράξεις.
Η αναγνώριση των προειδοποιητικών σημείων είναι πρωταρχικής σημασίας
για την αποτροπή του μοιραίου. Το 80% των εφήβων που κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας έχουν στείλει στον περίγυρό τους εκκλήσεις βοήθειας μέσα από καθαρά προειδοποιητικά σημάδια. Όπως π.χ.: απειλές αυτοκτονίας, επίμονη ενασχόληση με την ιδέα του θανάτου (στα λόγια ακόμα και στα ποιήματα, στα κείμενα, στις ζωγραφικές), δραματικές αλλαγές στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά, στον ύπνο, στις διατροφικές συνήθειες, καταιγιστικά αισθήματα ενοχής και ντροπής, ξαφνικός ηθελημένος αποχωρισμός από αγαπημένα τους αντικείμενα (π.χ. μια νεαρή κοπέλα λίγο πριν αυτοκτονήσει χάρισε το αγαπημένο της γατάκι στη φίλη της).
Σε κάθε περίπτωση, η αυτοκτονία παραμένει ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο που κρατά πεισματικά για τον εαυτό της ένα ανερμήνευτο κομμάτι. Το ανερμήνευτο έχει κάτι το τυραννικό. Το τρομαχτικό. Το αγχογόνο. Αυτό που δεν γνωρίζω με τρομάζει, με καταλύει. Η ερμηνεία, η όποια ερμηνεία, αμβλύνει τη δυσφορία, καταλαγιάζει το άγχος. Ο θεωρητικός λόγος, αναλύοντας μέσα από τα δικά του μεθοδολογικά εργαλεία, συμβάλλει στην τακτοποίηση, οδηγεί σε ένα είδος παράδοξης κανονικοποίησης ακόμα και του πλέον φοβογόνου φαντάσματος που είναι ο θάνατος. Κάθε ανάλυση είναι λοιπόν ανακουφιστική. Αίρει το ανερμήνευτο. Ταξινομεί. Τακτοποιεί. Κι όμως, όσο κι αν ενοχοποιείται η κατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, η διπολική διαταραχή, δεν αρκεί η επίκληση μιας ψυχικής διαταραχής για την ερμηνεία της αυτοκτονίας. Σε μια εποχή όπου καθαγιάζεται η απεριόριστη δυνατότητα της γνώσης και της κατανοησιμότητας, το ανερμήνευτο της αυτοκτονίας εύλογα ταράζει ακόμα πιο πολύ.
Τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο έχει εισβάλει ορμητικά το bullying ως ένας κατ’ εξοχήν παράγοντας εξήγησης των αυτοκαταστροφικών εφηβικών συμπεριφορών. Τολμώ όμως να πω, δίχως να υποβαθμίζω σε καμία περίπτωση τη σημασία του, ότι η επίκληση του σχολικού εκφοβισμού προσφέρεται σήμερα σαν ένας άλλος τρόπος για να φτιάξουμε στα γρήγορα ένα «επειδή».
«Με κατέστρεψαν, καταστρέψτε τους» έγραφε στο ημερολόγιό του ο τραγικός νεαρός αυτόχειρας καταγγέλλοντας κάποιους συμμαθητές του. Η καταστροφικότητα σε όλο της το σκοτεινό μεγαλείο. Η ακραία αυτοκαταστροφικότητα αγκαλιασμένη αξεδιάλυτα με την ακραία καταστροφικότητα. Καταστρέφομαι, καταστρέψτε. Σκεφτόμουνα με ανατριχίλα πόσο το δίπολο μιας κουλτούρας μίσους, που συνεχώς εντεινόμενο μας περιβάλλει, ενσαρκώνεται σε αυτές τις δυο λέξεις. Λέξεις που άφησε πίσω του ως διαθήκη ο τραγικός αυτόχειρας. Συλλογιζόμουν την έκκληση βοήθειας που δεν προηγήθηκε, «Κάντε κάτι». Έκκληση βοήθειας που δεν υπήρξε και ήλθε η εκδραμάτιση στη θέση του λόγου που δεν ήλθε ποτέ. Και οι εκ των υστέρων παραινέσεις: Aν μιλούσε, αν ζητούσε βοήθεια, αν… αν, τόσα αν που επιχειρούν να αποδώσουν μια παντοδυναμία στη θεραπευτική λύση, στη δυνατότητα αποτροπής μιας πράξης που κάποιες φορές μοιάζει να είναι αναπότρεπτη. Το αναπότρεπτο όμως δεν το χωρά το ανθρώπινο μυαλό, ιδίως όταν έχει μάθει να πιστεύει ότι ζούμε στην εποχή του «όλα είναι δυνατά».
Ζητείται θεραπεία, όμως η θεραπευτική πρόταση εύκολα διολισθαίνει σε μια γρήγορη και άμεση διευθέτηση – διεκπεραίωση – συγκάλυψη – της οδύνης. Το θεραπευτικό στοίχημα όμως θα ήταν εκείνο που προλαμβάνει το κακό, και αμβλύνει τον πόνο την ίδια στιγμή που σέβεται την υποκειμενικότητα του πάσχοντος υποκειμένου και δεν εξαντλείται σε ένα χάδι ή σε ένα χάπι ή σε έναν λόγο παρηγορητικό, σε μια αραχνοΰφαντη, δηλαδή, γάζα που μάταια πασχίζει να σταματήσει την ακατάσχετη αιμορραγία.
Πόσο το bullying αρκεί για να ερμηνεύσει το μη ερμηνεύσιμο μιας αυτοκτονίας;
Από τότε που κατονομάσθηκε, όπως όλες οι έννοιες και οι ιδέες, έτσι και ο σχολικός εκφοβισμός, το bullying, άρχισε να παράγει ευρύτερα αποτελέσματα και παρενέργειες. Αν ορίσεις κάτι σαν πραγματικό, γίνεται πραγματικό στις συνέπειές του. Το bullying από τη στιγμή που απόκτησε το δικό του όνομα και ανακηρύχτηκε σε μείζον πρόβλημα, ονοματίσθηκε, κανονικοποιήθηκε, σχεδόν φυσικοποιήθηκε. Με ευχέρεια τώρα οι μαθητές ταξινομούνται σε «εκφοβιστές» και «εκφοβιζόμενους». Σε δράστες και θύματα. Και ανάμεσά τους μια τρίτη ίσως κατηγορία, «οι παρατηρητές».
Αν η εφηβεία ταλανίζεται με τα βάσανα της ταυτότητας, ιδού τα έτοιμα σχήματα για να αρπαχτεί από αυτά ο έφηβος, να ενταχθεί σε μια κατηγορία, αυτοεκπληρούμενης προφητείας και να καταλαγιάσει το δυσβάστακτο άγχος του «ποιος είμαι». «Είμαι αυτός που κάνει bullying, είμαι και μάγκας και ωραίος τύπος», «Είμαι θύμα, είμαι ανίσχυρος, είμαι ανήμπορος», αλλά «είμαι κάτι, βρε αδελφέ». Είμαι… Είμαι έως ότου πάψω να είμαι… έως ότου τα σχήματα μείνουν διάτρητα μέσα στη γύμνια τους. Aυτό το ανοιχτό ερώτημα της ταυτότητας, το ερώτημα του «ποιος είμαι;», «ποιος μπορώ να είμαι;» που η εποχή μας αφήνει ανοιχτό, ως ανοιχτή πληγή που αιμορραγεί, μέσα από τις άπειρες δυνατότητες που δήθεν προσφέρει. Οι καθρέφτες που η εποχή μας προτείνει στα νέα παιδιά για να δουν το πρόσωπό τους δεν είναι μόνο παραμορφωτικοί αλλά είναι και καθρέφτες πολλαπλά κομματιασμένοι, σπασμένοι.
Η επίκληση του bullying προσφέρεται σαν μια βολική εξήγηση.
Ακόμα και τα σημειώματα αυτοκτονίας αδυνατούν να φανερώσουν την αλήθεια, γιατί πολύ απλά αυτή η αλήθεια είναι ρευστή, αποτυπώνει τη στιγμή που γράφτηκε το σημείωμα, έχει τη φευγαλέα προσωρινότητα του εφήμερου. Όπως μια σκηνή σε ένα έργο δεν συνοψίζει το έργο, αλλά μια ενδεικτική στιγμή του. Ακόμα κι ένα εφηβικό ημερολόγιο στιγμές αποτυπώνει, λαχτάρες, οδύνες μιας ύπαρξης που θα άξιζε αυτή τη στιγμή να ζει, μόνο και μόνο για να δεχτεί ότι η ζωή δεν είναι ποτέ ούτε τόσο όμορφη ούτε τόσο άσχημη όσο τη φανταζόμαστε, είναι όμως το μόνο που έχουμε.
Συνοψίζω.
Το νόημα της αυτοχειρίας είναι καταδικασμένο να διαφεύγει από μόνο αιτιολογήσεις. Με μια απίστευτη ελαφρότητα συνείδησης, η κοινωνία του θεάματος και τα κοινωνικά δίκτυα εγκαλούν, καταγγέλλουν, ενοχοποιούν. «Οι ένοχοι να καταστραφούν». Αλλά δεν είναι μόνον οι συνομήλικοι. Σειρά έχουν οι γονείς, οι δάσκαλοι, ο περίγυρος. Μα πού ήσαν όλοι αυτοί; Κραυγάζουν. Η συλλογική ενοχοποίηση. Ο απόλυτος μανιχαϊσμός. Η κατάτμηση του κόσμου σε καλά και καλά αντικείμενα. Η συλλήβδην άρνηση της παραδοχής ότι η εξήγηση μιας πράξης όπως η αυτοκτονία ενός νέου παιδιού ανάγεται στα σκοτεινά βάθη του ψυχισμού, στην αβάσταχτη δυσφορία του να υπάρχεις, στην επιθυμία του να μην υπάρχεις που κάποιες φορές προβάλλει ως επιταγή. Πεθαίνω επειδή δεν μπορώ να ζήσω… πεθαίνω επειδή δεν μπορώ να ζήσω έτσι…. πεθαίνω σε μια απονενοημένη στιγμή δυσβάστακτης δυσφορίας όπου δεν βλέπω να υπάρχει έξοδος κινδύνου και ο θάνατος προβάλλει ως ιαματικό δώρο, πεθαίνω γιατί δεν αντέχω να ζω περιστοιχισμένος από τόσες δυνατότητες ενώ μόνο το κενό στο τέλος μένει να με απειλεί, πεθαίνω για να με αναζητήσεις, πεθαίνω για να σου λείψω, στο όνομα μιας άλλης πραγματικότητας που δεν υπάρχει πεθαίνω… Πεθαίνω και ό,τι κι αν πεις για τον θάνατό μου δεν θα είναι ο θάνατός μου. Θα είναι η δική σου πρόσληψη του θανάτου μου.
Στο όνομα αυτής της αφόρητης αλήθειας, ένα μόνο: Σεβασμός στον πόνο των γονιών, αλλά και των συμμαθητών, και των «καλών» και των «κακών». Το λέω γνωρίζοντας πως αυτή η υπέρβαση φαντάζει ανοίκεια, ίσως και τερατώδης. Κι όμως, κι όμως, κάνεις δεν αξίζει να είναι 14 χρονών και να κολυμπά στο αίμα. Ο νεαρός αυτόχειρας έφυγε. Κανένα αίμα, κανένας ανταποδοτικός φόνος δεν θα τον φέρει πίσω. Οι φόνοι δεν παραδειγματίζουν, δεν αποτρέπουν, αναδιπλασιάζουν και τροφοδοτούν αέναα το κακό. Ευαισθητοποίηση των δασκάλων για το τι σημαίνει να είσαι νέο παιδί σήμερα. Ναι. Ευαισθητοποίηση των γονιών για το τι σημαίνει να είσαι γονιός. Ευαισθητοποίηση των νέων για το τι σημαίνει να είσαι νέος. Από ποιους, και πώς, και μέσα σε τι πλαίσιο; Στο άρθρο που ακολουθεί ο καθηγητής Στέλιος Στυλιανίδης θα θέσει μερικά σημαντικά ζητήματα πάνω σε αυτό τον τομέα.
Ονειρεύομαι τη στάση μιας κατανοησιμότητας που λανθάνει. Ένα κατονοείν που δεν ταυτίζεται σώνει και καλά με το δικαιολογείν. Για χάρη ακόμα και αυτού του παιδιού που χάθηκε αφήνοντας πίσω του μια άγευστη ζωή. Ένα τόσο δα μικρό παιδί που έφτασε στο σημείο να επιθυμήσει τον θάνατο και την καταστροφή περισσότερο από τον έρωτα και τη ζωή. Για χάρη αυτού του παιδιού που χάθηκε ας επιτρέψουμε στη σκέψη μας να περιπλανηθεί στα μονοπάτια της ζωής που γειτνιάζουν με τον θάνατο χωρίς να παραδίδονται σε αυτόν. Ας περιφρουρήσουμε τη σκέψη μας, το μόνο μας όπλο, από τη συρρίκνωσή της στα μονοπάτια ενός διχαστικού, καταγγελτικού, και εν τέλει θανατηφόρου, λόγου.
Bullying: Θύματα και θύτες που εναλλάσσονται
Γράφει ο Στέλιος Στυλιανίδης, καθηγητής κοινωνικής ψυχιατρικής στο Πάντειο, ψυχίατρος-ψυχαναλυτής
Κάθε συμβάν του αστυνομικού δελτίου δεν έχει μόνο παρόν, αλλά έχει και παρελθόν και μέλλον. Η αυτοκτονία του 14χρονου στην Αργυρούπολη, πέρα από την έκπληξη, τον πόνο ή την ανησυχία που προκαλεί, μας θέτει απέναντι σε μια τραυματική επανάληψη. Είμαστε συνηθισμένοι στη χώρα μας να αντιδρούμε εν θερμώ, να ενοχοποιούμε, να κραυγάζουμε, να λέμε κοινοτοπίες μέσα από το στόμα των ειδικών, να καταναλώνουμε με συναισθηματικές εξάρσεις το τραγικό προϊόν. Τα ΜΜΕ στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν δίνουν την αναπαράσταση της βίας στη γύμνια της, στη φρίκη και στην αθλιότητά της που μοιάζουν σαν πορνογραφία αγριότητας, αλλά την παρουσιάζουν μέσα από τη μορφή ενός θεάματος βολικού, τυποποιημένου, αισθητικά αναμενόμενου, προκειμένου να ικανοποιήσουν τους θεατές. Το κυνήγι των μαγισσών μέσα από το παιχνίδι των ΜΜΕ (φταίνε οι γονείς, οι συμμαθητές, οι εκπαιδευτικοί, το κράτος και τα ελλείμματά του) καταλήγει σε μια συλλογική εκφόρτιση του θυμικού και μετά σιωπή, απραξία, αδράνεια, για να φτάσουμε σε μια νέα επανάληψη. Πρόκειται για ένα αέναο blame game με πρωταγωνιστές που δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη, ούτε προσωπική ούτε συλλογική.
Συμπληρωματικά με αυτά που αναφέρει η Φωτεινή Τσαλίκογλου για την αυτοκτονία, την πολυπλοκότητα της νοηματοδότησής της και τον σχολικό εκφοβισμό, θα επικεντρωθώ στο φαινόμενο της βίας, της κοινωνικής βίας, τόσο στην ετεροκαταστροφική όσο και στην αυτοκαταστροφική μορφή του και τι πιθανά μπορούμε να κάνουμε όταν αυτή η βία εκφράζεται σε ένα σχολικό περιβάλλον.
Πώς, άραγε, αναπτύσσεται η βία; Και πώς η έκταση αυτού του κοινωνικού φαινομένου δημιουργεί συνθήκες όπου θύτες και θύματα, κυριολεκτικά, εναλλάσσονται; Η απώλεια των βασικών σημείων αναφοράς στη μετανεωτερική κοινωνία, όπως οι μεγάλες αφηγήσεις, η έννοια του νόμου, η εσωτερίκευση της ηθικής, η νοηματοδότηση, το ιδεώδες, δημιουργούν μια πολύ μεγάλη κοινωνική ανασφάλεια, μια κουλτούρα κενού, μια αβεβαιότητα, στοιχεία τα οποία είναι διαλυτικά κάθε κοινωνικής συνοχής. Ιδιαίτερα στην εφηβεία, όταν τα άτομα «πάσχουν» από ανία, άγχος απέναντι στο κενό, επιθυμία απομόνωσης, αλλά ταυτόχρονα θέλουν να κάνουν κάτι άλλο, διαφορετικό, κάτι που να τους βγάζει από την καθημερινή ρουτίνα, η ευμετάβλητη διάθεση, η αυξημένη ευσυγκινησία, η εναντίωση σε κάθε μορφή εξουσίας και ταυτόχρονα η έλλειψη αυτοπεποίθησης και σταθερότητας δημιουργεί ιδανικές συνθήκες επώασης της κοινωνικής βίας. Δεν είμαι πια εγώ με το κενό μου, αλλά εγώ με την ομάδα μου απέναντι στον άλλο που καταστρέφω.
Η βία αναπτύσσεται όταν υπάρχει μια βαθιά επερώτηση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας γιατί μπορεί να δημιουργήσει, με παράδοξο τρόπο, μια μακάβρια μορφή βεβαιότητας. Μπορεί, δηλαδή, η βία να μετασχηματιστεί σε μια βάναυση τεχνική απέναντι στους άλλους, τους διαφορετικούς, που απειλούν το «εγώ» ή το «εμείς». Επιλέγουν, άραγε, όλα τα άτομα να συμμετέχουν σε αυτό τον χορό της βίας; Γνωρίζοντας την επικινδυνότητα των γενικεύσεων, θα μπορούσα να διατυπώσω τη θέση ότι το άτομο που ζει απλά και μόνο επιπλέοντας στην καθημερινότητα και βρίσκεται σε μια οδυνηρή θέση διαρκούς απώλειας νοήματος καθίσταται πολύ πιο ευάλωτο να βιώσει αισθήματα μη αναγνώρισης, αδικίας, απελπισίας, θυμού, οργής, καταστροφικότητας. Το άτομο που απλά επιπλέει στην καθημερινότητα και δεν ζει μπορεί πεισματικά να αρνε
ίται την απώλεια νοήματος προσπαθώντας ταυτόχρονα να ανακαλύψει ασυνείδητα ένα νέο νόημα μέσα από τον αποκλεισμό και την εξαφάνιση του άλλου. Είναι ένας παράδοξος τρόπος ψυχικής επιβίωσης που προϋποθέτει την έκφραση αυτής της πρωταρχικής βίας, να ζήσω ή να πεθάνω, αυτός ή εγώ, προκειμένου να διαφυλαχθεί προσωρινά ένας υποτυπώδης ναρκισσισμός ζωής.
Ο σχολικός εκφοβισμός, όπως ξέρουμε, είναι μια συστηματική και εσκεμμένη επιθετικότητα εκ μέρους ενός ισχυρότερου ατόμου ή ομάδας προς ένα άτομο που αδυνατεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ενώ έχει καταγραφεί σχετικά πρόσφατα (1977) από έναν Νορβηγό ψυχολόγο, εν τούτοις, πέρα από την ετικετοποίηση, η ενδοσχολική βία προϋπήρχε χωρίς να ομολογείται ως τέτοια μέσα από τις διαφορετικές μορφές της: Σωματική βία, συναισθηματική βία, λεκτική, σεξουαλική και πρόσφατα ηλεκτρονική μέσα από τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τα παιδιά που ασκούν βία και ενδεχομένως απολαμβάνουν προσωρινά την αίσθηση της υπεροχής προέρχονται συχνά από οικογένειες όπου η σωματική τιμωρία και η απαξίωση του άλλου είναι ο συνηθισμένος τρόπος διαπαιδαγώγησης. Η κραυγή των ΜΜΕ «καλά οι οικογένειες δεν ήξεραν;» ηχεί ορισμένες φορές παράφωνα στον βαθμό που η ίδια η οικογένεια είναι ο τόπος αναπαραγωγής της βίας ή της άρνησής της, δηλαδή της σιωπής και της αδράνειας. Εκτός από τα θύματα και τους θύτες υπάρχουν και άλλα παιδιά στο περιθώριο του δράματος που δέχονται ή ασκούν βία αθόρυβα όπως επίσης υπάρχουν παιδιά-παρατηρητές που παραμένουν αμέτοχα σε όλη αυτή τη συστηματική κακοποίηση συμμαθητών τους. Στο συμβολικό επίπεδο είναι ένας χορός θανάτου, όπου θύματα και θύτες βιώνουν ένα τραγικό υπαρξιακό αδιέξοδο, παρόλο που η απαξία της συμπεριφοράς καθενός δεν είναι συγκρίσιμη.
Μέσα από την διεθνή εμπειρία, ευρωπαϊκή και παγκόσμια, μαθαίνουμε ότι υπάρχουν καλές πρακτικές που είναι ερευνητικά τεκμηριωμένες οι οποίες, ακόμη και αν δεν εξαλείφουν όλα τα φαινόμενα ενδοσχολικής βίας, τα περιορίζουν δραστικά. Είχα την ευκαιρία να εποπτεύσω επιστημονικά μιας συστηματικής παρέμβασης που έκαναν οι κινητές μονάδες ψυχικής υγείας των Κυκλάδων (ΕΠΑΨΥ) την περίοδο 2011-2013 (με την ευγενή χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος) στα δημοτικά και γυμνάσια-λύκεια ορισμένων νησιών των Κυκλάδων. Από αυτή την παρέμβαση μάθαμε στην πράξη με ποιον τρόπο μπορεί να υπάρχει μια ενδιαφέρουσα συνέργεια και δημιουργική συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών, γονέων και παιδιών-εφήβων. Καταλυτικός παράγοντας για να υπάρξει ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών, εκπαίδευση και υποστήριξή τους στον ρόλο τους, ειδικά σε απομακρυσμένες περιοχές, ήταν η δημιουργία ενός πλαισίου αυθεντικής επικοινωνίας μεταξύ των ειδικών και
των εκπαιδευτικών. Τι φάνηκε ότι μπλοκάρει δραματικά την επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικών και παιδιών; Η ασυμφωνία λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας, δηλαδή διπλά μηνύματα, η συνεχής κριτική, το κήρυγμα, η απλουστευτική συμβουλευτική και το διδακτικό ύφος. Τον έφηβο δεν μπορείς να τον πλησιάσεις, να καταλάβεις τις ανάγκες του όσο γίνεται, εάν δεν είσαι πραγματικά αυθεντικός. Αυτό προϋποθέτει σεβασμό χωρίς όρους, θετικά σχόλια, όρια με ασφάλεια, ακόμη και αναπλαισίωση σε μια δύσκολη κατάσταση, δηλαδή οι εκπαιδευτικοί σε συνεργασία με τους γονείς να προσπαθούν να «διαβάζουν» προληπτικά την προκλητική συμπεριφορά των εφήβων όχι σαν πράξη βίας ή παραβατικότητας αλλά σαν μέσο έκφρασης του δικού τους αδιεξόδου. Αν κανείς μπορεί να αποφύγει την προσωπική αντιπαράθεση, να ανοίξει έναν χώρο διαπραγμάτευσης με τους εφήβους για καίρια ζητήματα, όπως σεξουαλικότητα, ουσίες, βία, σχολική αποτυχία, προσδοκίες για το μέλλον, τότε ο ρόλος του εκπαιδευτικού μπορεί να γίνει όχι στείρος και αμυντικός, αλλά δημιουργικός για την κάλυψη των αναγκών των εφήβων.
Η εμπειρία μας έδειξε ότι η αναζήτηση ταυτότητας των εφήβων μέσα από τα δυσάρεστα συναισθήματα που βιώνουν (άγχος, κατάθλιψη, συγκρούσεις, απογοήτευση, παντοδυναμία/ηττοπάθεια) συνδέεται ταυτόχρονα με την αναζήτηση ταυτότητας από τον εκπαιδευτικό ή από τον γονιό που ψάχνει τον ρόλο του. Τα τρία μέρη δεν μιλούν και δεν πρέπει να μιλούν την ίδια γλώσσα. Ωστόσο κάθε συμπεριφορά είναι επικοινωνία, ακόμη και αν εκφράζεται με παθητική επιθετικότητα, με επιθετική σιωπή, με εκδραματίσεις, προκλήσεις κ.ο.κ. Δεν υπάρχουν ούτε μαγικές ούτε ιδεώδεις λύσεις, παρά μόνο η βούληση κάθε πλευράς να συμμετέχει και με τη βοήθεια εξειδικευμένων στελεχών ψυχικής υγείας σε αυτόν τον δύσκολο, αντιφατικό αλλά και πολύτιμο διάλογο. Λύσεις με γενικόλογες διακηρύξεις, εκφορτιστικές δηλώσεις και απλουστευτικές συνταγές για το τι κάνουμε σε κάθε περίπτωση βίας δεν υπάρχουν.
Συνοψίζοντας:
- Το μείζον είναι η εκπαίδευση και η συνεχής στήριξη και εποπτεία των εκπαιδευτικών στην εκπλήρωση του ρόλου τους και στην αποφυγή της επαγγελματικής τους εξουθένωσης. Χρειάζεται ανασχεδιασμός του περιεχομένου των σπουδών των εκπαιδευτικών, ώστε να είναι έτοιμοι για την αντιμετώπιση τέτοιων πολύπλοκων και συχνά ακραίων καταστάσεων στο σχολικό περιβάλλον.
- Χρειάζεται συστηματική παρέμβαση στους συλλόγους γονέων κάθε σχολείου από ειδικούς ψυχικής υγείας κατάλληλα καταρτισμένους, ικανούς να αποκωδικοποιούν όχι μόνο ψυχοπαθολογικές εκφράσεις αλλά και την παθολογία της ίδιας της κοινότητας.
- Χρειάζεται προώθηση καινοτόμων παρεμβάσεων με τη χρήση του διαδικτύου (ψηφιακή πλατφόρμα παιχνιδιού γύρω από τη βία και τα προβλήματα στο σχολείο), προκειμένου οι μαθητές να προσλαμβάνουν τα κατάλληλα μηνύματα στη «γλώσσα» τους.
- Είναι απαραίτητη η εξατομικευμένη προσέγγιση περιστατικών βίας από διακλαδικές ομάδες ψυχικής υγείας που θα συνεργάζονται με τους κατά τόπους διευθυντές σχολείων.
- Είναι επίσης αναγκαία η δημιουργία ομάδων ανοιχτού διαλόγου, σε εθελοντική βάση, μεταξύ γονέων, εκπαιδευτικών, εφήβων και της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Τίποτα από αυτά δεν είναι πανάκεια, αλλά όλα μαζί είναι κάτι για να αποφύγουμε τη θανατηφόρα επανάληψη της βίας σε μια εποχή και κοινωνία βίας.
Δημοσίευση: www.athensvoice.gr
Write a Comment