“Οι αποκλεισμένοι στο ντιβάνι; Ανάγκη για μια νέα ψυχοκοινωνική κατανόηση και φροντίδα”, του Στέλιου Στυλιανίδη
Από την Athens Voice:
Χρειάζεται επειγόντως μια νέα κλινική προσέγγιση και μια νέα ηθική στη δόμηση μιας εναλλακτικής προσέγγισης της ψυχιατρικής φροντίδας.
«Μια χαρά είναι εδώ. Δεν είναι τίποτα. Μια χαρά κοιμάται έξω στο δρόμο κάποιος. Σου λέω εγώ, καλύτερα απ’ το σπίτι, γιατί το έχω περάσει». Αντριάν, άστεγος (από το βιβλίο του Στέλιου Φαρσαλιώτη «Κλινική του Εφήμερου: Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση της ανεστιότητας», εκδόσεις ΑΡΜΟΣ).
«Το παρόν είναι το μέλλον». (από τους «Λαντζέρηδες», του Μόρις Πάνιτς, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη στο Σύγχρονο Θέατρο)
Η ψυχαναλυτική προσέγγιση μιας ανυπόφορης ψυχικής οδύνης όπως είναι ο παρατεταμένος και ακραίος κοινωνικός αποκλεισμός, η απόλυτη και διαιωνιζόμενη αβεβαιότητα, οδηγεί το άτομο στη συρρίκνωση, την ελαχιστοποίηση του εαυτού του. Ταυτόχρονα, η κατάρρευση της έννοιας της ταυτότητας, η ακραία αποξένωση απ’ αυτό που παλιά αποτελούσε ένα σταθερό σημείο αναφοράς μπορεί να αναδείξει αρχαϊκά άγχη, βία, επιθετικότητα αλλά και μια «ερωτικοποίηση» του ίδιου του αποκλεισμού (όπως το βίωμα του Ελληνορουμάνου Αντριάν).
Ο αυτο-αποκλεισμός έχει σαν αποτέλεσμα μια βαθιά δυσλειτουργία σε σωματικό, ψυχικό και κοινωνικό επίπεδο: Το εφήμερο γίνεται πεπρωμένο, όπως έλεγε ο Φρόιντ. Το πρόσκαιρο και παροδικό ανατινάζει, κυριολεκτικά, την έννοια της κοινότητας, αναδεικνύει –άλλες φορές με σιωπηλό και άλλες με θορυβώδη τρόπο– την απουσία της εστίας, τόσο σαν εσωτερικό αντικείμενο, όπως και σαν εξωτερικό αντικείμενο, όπως αντιπροσωπεύεται από τον πολιτισμό και την κοινωνική συνοχή.
Μιλάμε για αστέγους, για πρόσφυγες και μετανάστες που βρίσκονται σε μια διαρκώς μετέωρη, γκρίζα περιοχή, για ψυχικά ασθενείς εκτός πλαισίου φροντίδας, για εξαρτημένα άτομα εγκαταλειμένα στην τύχη τους, για πρώην κρατούμενους που δεν επανεντάχθηκαν, για ανθρώπους σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, για ανέργους χωρίς στήριξη και ελπίδα ανάκαμψης.
Τρεις παρατηρήσεις:
Α. Κοινωνία και βίωμα
Τη δεκαετία του ’70 ή ’80, παρά τις προφανείς συνδέσεις μεταξύ των ανθρωπιστικών επιστημών (κοινωνιολογία, κοινωνική ανθρωπολογία, κοινωνική ψυχολογία, ψυχανάλυση, φαινομενολογία), τα πράγματα έμοιαζαν αρκετά κστεγανοποιημένα σε επίπεδο συνδέσεων και ερμηνείας της πολυπλοκότητας. Ας ακούσουμε τα λόγια του Pierre Bourdieu, ενός από τους σημαντικότερους Γάλλους κοινωνιολόγους του 2οού αιώνα: «Η κοινωνιολογία ήταν ένα ορμητήριο εναντίον του βιώματος… Μου χρειάστηκε πολύς καιρός για να καταλάβω ότι η άρνηση του υπαρξιακού ήταν μια παγίδα… Η κοινωνιολογία, από τη συγκρότησή της, ήταν αντίθετη προς το μοναδικό, το προσωπικό, το υπαρξιακό. Εδώ βρίσκεται η ανικανότητα του κοινωνιολόγου να διερευνήσει ορισμένα κοινωνικά προβλήματα από τα οποία πάσχει η κοινωνία».
Μπροστά μας ανοίγεται ένα τεράστιο και αχαρτογράφητο πεδίο ψυχοκοινωνικής κλινικής. Οι κοινωνιολόγοι καλούνται να στοχαστούν πως οι υπαρξιακές συγκρούσεις που εμφανίζονται στο ψυχολογικό επίπεδο έχουν τη γένεσή τους στην κοινωνική ιστορία του ατόμου, που βρίσκεται αντιμέτωπο με διαφορετικές κουλτούρες ή διαφορετικές τάξεις εξαιτίας της κοινωνικής του διαδρομής και της ιστορίας της ζωής του. Οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας και κοινωνικής φροντίδας καλούνται να ανακαλύψουν νέες ψυχοκοινωνικές παρμεβάσεις στήριξης των απαρατήρητων αυτού του περιθωρίου με δεδομένη τη δραματική έλλειψη πόρων.
Στις μέρες μας, το άτομο περνά από ένα καθεστώς μόνιμης αναμονής και αβεβαιότητας, ακατάπαυστα, από προσδοκία σε προσδοκία, περιμένοντας συνεχώς, σε όλα τα πεδία της ζωής, ότι κάτι μπορεί να συμβεί. Η ψυχανάλυση, σαν συνεκτικό θεωρητικό σύστημα κατανόησης του ανθρώπινου ψυχισμού, έχει ανάγκη όπως η διψασμένη γη τη βροχή, τον χρόνο για να μπορεί κανείς να σκεφτεί, να αναστοχαστεί, να παρατηρήσει τι συμβαίνει μέσα του. Η μετα-νεωτερικότητα, αλλά και οι γενικότερες συνθήκες επισφάλειας, δεν επιτρέπουν σε καμία περίπτωση αυτή την πολυτέλεια.
Β. Η δυσφορία στον σύγχρονο πολιτισμό
Στο γνωστό έργο του ο Φρόιντ, το 1930, σημείωνε: «Η οδύνη μάς απειλεί από τρεις πλευρές: α) από το ίδιο το σώμα, που καταδικασμένο να μαραθεί και να διαλυθεί δεν μπορεί καν να ανταπεξέλθει χωρίς τον πόνο και το άγχος ως σήματα κινδύνου, β) από τον εξωτερικό κόσμο, που μπορεί να μαίνεται εναντίον μας με πανίσχυρες, αμείλικτες και καταστροφικές δυνάμεις, και, τέλος, γ) από τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Την οδύνη που προέρχεται από αυτήν την πηγή, την αισθανόμαστε ίσως πιο επίπονα από οποιαδήποτε άλλη».
Ο Φρόιντ μιλούσε για ανεπάρκεια κανόνων της κοινωνικής οργάνωσης το 1930. Τι γίνεται, όμως, όταν σε συνθήκες ακραίου ψυχοκοινωνικού αποκλεισμού δεν υφίστανται ούτε κανόνες, ούτε υπηρεσίας, ούτε χώρος εργασίας, ούτε τόπος ζωής σαν κατοικία και σαν καταφύγιο ταυτόχρονα; Παλαιότερα, η ψυχιατρικοποίηση ή η παθολογικοποίηση της φτώχειας, της περιπλάνησης και του περιθωρίου έβρισκε απάντηση στην ίδρυση ιδρυμάτων/ασύλων, τα οποία είχαν σαν κύρια αποστολή όχι τη θεραπεία και την αποκατάσταση των ατόμων, αλλά τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης μέσα από τη φύλαξη των περιθωριακών ατόμων που εν δυνάμει θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνδυνο για την κοινωνική συνοχή και παραγωγικότητα. Σήμερα, η ψυχοκοινωνική οδύνη εκφράζεται σε άτυπα δίκτυα, χωρίς κανόνες, χωρίς όρους, χωρίς περιορισμούς, χωρίς πλαίσιο, Μιλάμε για μια άμορφη μάζα που προσπαθεί να επιβιώσει σε συνθήκες εξαθλίωσης, επισφάλειας, επικινδυνότητας και τεράστιας ευαλωτότητας απέναντι σε μείζονες κινδύνους που απειλούν τη ζωή τους.
Η δυσφορία, λοιπόν, στον πολιτισμό σήμερα εγγράφεται σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο διάχυτου κοινωνικού αποκλεισμού. Ο ιδρυματισμός βρίσκεται και διαχέεται στην κοινότητα μέσα από τριχοειδή αγγεία και είναι επίπονος, επώδυνος, απελπιστικά ισχυρός απέναντι στην ανύπαρκτη διαπραγματευτική ισχύ των ανθρώπων.
Μες στην πολυμορφία της σημερινής δυσφορίας του πολιτισμού, πολλαπλασιάζονται οι αποδιοπομπαίοι τράγοι χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα επανασυγκρότησης της πρωτόγονης ορδής (Τοτέμ και Ταμπού) παρά τις πολλαπλές και διαδοχικές θυσίες αυτών των «αποβλήτων».
Ο Φρόιντ θεωρούσε ότι η προσωπική ανάπτυξη είναι το προϊόν αλληλεπίδρασης δύο τάσεων: «Από τη μια πλευρά η επιδίωξη της ευτυχίας, που θα την αποκαλέσουμε γενικά “εγωισμό”, και από την άλλη πλευρά η επιδίωξη της ένωσης με τα άλλα μέλη της κοινότητας, που θα την αποκαλέσουμε “αλτρουισμό”». Αυτή η αντίθεση μεταξύ εγωισμού και αλτρουισμού, προκειμένου να συγκροτηθεί το υποκείμενο, πώς εκφράζεται άραγε σήμερα; Πώς αυτή η βία, σε πρωτόγονο επίπεδο, όπως διατύπωνε ο Φρόιντ, θα μπορούσε να εξισορροπηθεί από τη δημιουργία κοινωνικών δεσμών, σημείων αναφοράς στον πολιτισμό, στην κοινωνική συγκρότηση, γύρω από μια μεγάλη αφήγηση σε μια εποχή ακραίας επισφάλειας και κατακερματισμού;
Γ. Ποιο πλαίσιο, ποια φροντίδα
Οι αποκλεισμένοι καθρεφτίζουν την ίδια την ανεπάρκεια, τη φτώχεια και το έλλειμμα, τόσο της ψυχιατρικής φροντίδας όσο και της ίδιας της επιστημολογικής βάσης της ψυχιατρικής. Χρειάζεται επειγόντως μια νέα κλινική προσέγγιση και μια νέα ηθική στη δόμηση μιας εναλλακτικής προσέγγισης της ψυχιατρικής φροντίδας, η οποία να λαμβάνει υπόψη ότι η οδύνη δεν εκφράζεται μόνο ατομικά ούτε με όρους απλουστευτικής διάγνωσης, αλλά σε κοινωνικό δίκτυο, σε μια δεδομένη ιστορική πραγματικότητα.
Το πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον διαμορφώνει τα ίδια τα ψυχιατρικά συμπτώματα και την κοινωνική έκφρασή τους.
Για να υπάρξει ένα αυθεντικό πλαίσιο υποδοχής και ενσωμάτωσης του περιθωρίου απαραίτητες προϋποθέσεις είναι να σκεφτούμε πέρα από «πολιτικά ορθές» αντιλήψεις και συγκαλύψεις ποια είναι η δική μας βία απέναντι σ’ αυτά τα άτομα, ποιες είναι οι δικές μας προκαταλήψεις και να αναρωτηθούμε γιατί πραγματικά θέλουμε να βοηθήσουμε.
Ποια πρέπει να είναι τα συστατικά στοιχεία αυτής της νέας κλινικής προσέγγισης;
• Η διαπίστωση ότι πίσω από την οποιαδήποτε θορυβώδη συμπτωματολογία υπάρχει μια αφήγηση και μια δυνατότητα κατανόησης της δυσφορίας, του αδιεξόδου που μπορεί να εκφράζει ένα άτομο μέσα από τα συμπτώματά του.
• Η προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ διάγνωσης – προτεινόμενης θεραπείας και πραγματικού κοινωνικού πλαισίου στο οποίο ζει το άτομο που θέλουμε να βοηθήσουμε με το εξατομικευμένο πλάνο που του προτείνουμε.
• Όταν οι υπηρεσίες δεν επαρκούν, όταν οι πόροι δεν είναι ποτέ αρκετοί, όταν δεν υπάρχει κάλυψη από την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, όταν οι κοινωνικοί δεσμοί είναι ρευστοί και εφήμεροι, τότε πρέπει να εφεύρουμε έξυπνες και ευέλικτες απαντήσεις σε δίκτυο οι οποίες να έχουν κάποιο νόημα για τη ζωή του ατόμου.
• Η περιθωριοποίηση και οι κοινωνικές ανισότητες δεν μπορούν να ενταχθούν στην προκρούστεια κλίνη της ψυχιατρικής διάγνωσης. Η ψυχιατρική φροντίδα οφείλει να αλλάξει και να απαντήσει στις σύγχρονες προκλήσεις και τα νέα αιτήματα: Ναρκισσιστικές διαταραχές, παθολογία του κενού, εξάρτηση από το διαδίκτυο, συγκάλυψη της ενδοοικογενειακής βίας, συν-νοσηρότητα, ιατρικοποίηση μέσω φαρμακοβιομηχανίας κάθε ψυχικής οδύνης, παθολογίες εικόνας σώματος.
Πρέπει ο λόγος και το βίωμά μας να συνδέει τις απαντήσεις μας απέναντι στους κοινωνικά αποκλεισμένους σαν φορέας νοήματος αλλαγής και αφύπνισης από την παθητικότητά μας. Αν αυτό δεν γίνει με όρους διαφωτισμού και κοινωνικής αλληλεγγύης, τότε η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, ο φονταμενταλισμός, ο εκφασισμός της κοινωνίας, αλλά και η αυτοκαταστροφικότητα θα επικρατήσουν οριστικά.
Write a Comment