Η ατιμωρησία των θυτών τροφοδοτεί καταλυτικά τον καταναγκασμό της επανάληψης της βίας επί του άλλου από άτομα με θέσεις εξουσίας: Ό,τι και να κάνω δεν πρόκειται να έχω καμία κύρωση. Η δύναμη και η βία είναι πράγματα αντίθετα: Η βία δεν είναι δύναμη. Όταν η μία επικρατεί απόλυτα, η άλλη απουσιάζει, σημειώνει η Χάνα Αρεντ.
Η χώρα μας βρίσκεται σε έναν τυφώνα αποκαλύψεων για βιασμούς, σεξουαλική κακοποίηση και παρενόχληση γυναικών, και ορισμένες φορές αντρών, όπως επίσης για κατάχρηση εξουσίας.
Είναι εξαιρετικά θετική εξέλιξη που παίρνει χαρακτηριστικά κοινωνικού κινήματος, όπως συνέβη και σε άλλες χώρες, στο βαθμό που η κυρίαρχη ομερτά, δηλαδή η συνωμοσία σιωπής απέναντι σε τέτοιες πράξεις και συμπεριφορές αρχίζει και σπάει με δεδομένη τη δύναμη του συντηρητισμού και της πατριαρχίας.
Το κουράγιο της Σοφίας Μπεκατώρου λειτούργησε σαν καταλύτης για να πυροδοτηθεί μια διαμαρτυρία, ένας κρυμμένος θυμός, η υπέρβαση του φόβου, της ντροπής και της ενοχής απέναντι σε βιασμό σωμάτων και ψυχών.
Είναι πολύ νωρίς για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε και να αξιολογήσουμε πώς μια τέτοια κοινωνική κινητικότητα μπορεί εκ των υστέρων να μετασχηματίσει ουσιαστικά όχι μόνο ατομικές ή ομαδικές συμπεριφορές αλλά και να αλλάξει σκληρούς συντηρητικούς θεσμούς, όπως της δικαστικής εξουσίας, της αστυνομίας, αλλά και της ίδιας της δήθεν αθώας ελληνικής οικογένειας.
Παρόλο που στη σύγχρονη εποχή το συντριπτικό ποσοστό των βιαστών προέρχονται από οικείο περιβάλλον (συγγενείς, καθηγητές, προπονητές, φίλοι, εργοδότες κοκ), η διάχυτη προκατάληψη για εικαζόμενη συναίνεση των θυμάτων αλλά και η καχεξία των προστατευτικών μηχανισμών εμπόδιζαν την έγκαιρη καταγγελία και την προστασία της αξιοπρέπειας και της ψυχικής ακεραιότητας των θυμάτων. Συχνά, αντί για τους θύτες ενοχοποιούνταν τα ίδια τα θύματα ή απειλούνταν με αποκλεισμό από τις συλλογικότητες στις οποίες συμμετείχαν.
Η υποκρισία της πολιτείας και η δήθεν πολιτική ορθότητα που καταδυναστεύει τον δημόσιο διάλογο έχουν χαρακτηριστικά ακραίου κυνισμού, εκμαυλισμού, αδιαφορίας και προστασίας κάθε είδους εξουσίας.
Η δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη ανέδειξε με συγκλονιστικό τρόπο αυτά τα φαινόμενα: Είχε καταγγείλει τον πρώτο βιασμό της, η αστυνομία την αγνόησε και τη δεύτερη φορά έχασε τη ζωή σε φρικτές συνθήκες χωρίς πια να μπορεί να καταγγείλει.
Πολλοί αναρωτιούνται, ορισμένοι καλόπιστα, άλλοι όχι, γιατί παίρνει τόσο χρόνο η αποκάλυψη. Μετά από μια απόπειρα βιασμού ή έναν βιασμό, αρχικά το πάγωμα, ο πανικός, η ενοχή για την μη αντίδραση συναντούν το φόβο, την ασυνείδητη ενοχή μήπως το θύμα προκάλεσε το συμβάν και την ντροπή απέναντι στο άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον. Συχνά, η κατάθλιψη, οι αγχώδεις διαταραχές, η κατάχρηση ουσιών, η εσωστρέφεια, η κοινωνική απομόνωση, το βίωμα του “ρυπαρού” για το σώμα του θύματος, ο καθοριστικός επηρεασμός της σεξουαλικότητας μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και στην αυτοκτονικότητα ή την αυτοκτονία.
Όλες οι καταστάσεις ασφαλώς δεν είναι ίδιες: Άλλο βιασμός, άλλο σεξουαλική παρενόχληση, άλλο κατάχρηση εξουσίας. Ωστόσο, η λειτουργία του τραύματος, οι όροι και ο χρόνος αποκάλυψης, είναι άχρονοι. Ακριβώς επειδή τροφοδοτούνται από ένα αίσθημα αυτοστιγματισμού, ενοχής και ντροπής. Το τραύμα αποτελεί ρήξη στη συνέχεια της ψυχικής ύπαρξης και αδυναμία μεταβολισμού των διεγέρσεων που υπέστη το άτομο. Συχνά το όριο μεταξύ ψυχισμού και σώματος γίνεται δυσδιάκριτο. Παρατηρείται αποτυχία προσαρμογής των ψυχοσωματικών λειτουργιών προκειμένου το “εγώ” να αντέξει και να αμυνθεί. Όπως χαρακτηριστικά είπε η Σοφία Μπεκατώρου, “ήθελα να βγάλω τη σάρκα από πάνω μου”.
Ή όπως μου είπε ένας ομοφυλόφιλος ασθενής μου, ο οποίος είχε υποστεί απόπειρα βιασμού από τον προϊστάμενό του υπό την απειλή απόλυσης: “Το νεκρό δεν πεθαίνει”. Ένα κομμάτι της ψυχής του είχε απονεκρωθεί, ο ίδιος αισθανόταν ότι η εικόνα του εαυτού του είχε για πάντα στιγματιστεί και αυτό που κυριαρχούσε στην εσωτερική του πραγματικότητα ήταν ένα απέραντο ψυχικό πάγωμα, σαν αυτό του θανάτου. Κάποιος που παγώνει δεν μπορεί πια να τραυματιστεί, πόσο μάλλον να πεθάνει.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η αποκάλυψη, το coming out, είναι μια εσωτερική διαδικασία απολύτως προσωπική για κάθε άτομο αλλά ενισχύεται από το υποστηρικτικό σύστημα του ατόμου και από τους θεσμούς οι οποίοι μπορούν να στηρίξουν την ανθεκτικότητα και να άρουν τον αυτοστιγματισμό.
Εξάλλου, η ατιμωρησία των θυτών τροφοδοτεί καταλυτικά τον καταναγκασμό της επανάληψης της βίας επί του άλλου από άτομα με θέσεις εξουσίας: Ό,τι και να κάνω δεν πρόκειται να έχω καμία κύρωση.
Η δύναμη και η βία είναι πράγματα αντίθετα: Η βία δεν είναι δύναμη. Όταν η μία επικρατεί απόλυτα, η άλλη απουσιάζει, σημειώνει η Χάνα Αρεντ.
Όταν ορισμένοι άντρες μεθούν στη ναρκισσιστική τους επιβεβαίωση ότι τα σώματα των άλλων είναι ιδιοκτησία τους, είναι αντικείμενο επιβολής τους, τότε δεν υπάρχει καμία δυνατότητα εσωτερίκευσης ορίου, απαγόρευσης και σεβασμού για τον άλλο. Τότε, το δικαίωμα του άλλου να πει “όχι, αρνούμαι, δεν θέλω” καταργείται. Η διαστροφή και η ενόρμηση επικυριαρχίας παίρνουν το πάνω χέρι στις ανθρώπινες σχέσεις και καταστρέφουν αμετάκλητα κοινωνικούς και ψυχικούς δεσμούς.
Απαντώντας στην υπερβολή
-Το αδιαφοροποίητο μεταξύ βιασμού, σεξουαλικής παρενόχλησης, κακοποίησης και κατάχρησης εξουσίας, η μανιχαϊστική σκέψη και η διχοτόμηση σε καλό/κακό οδηγεί συχνά στη συλλήβδην ενοχοποίηση των αντρών με αποτέλεσμα την ήττα της σκέψης.
-Η μη διαφοροποίηση, σε τελευταία ανάλυση, αθωώνει τη βία.
-Η υποκατάσταση των θεσμικών απαντήσεων από λαϊκά δικαστήρια στα social media αποτελεί ήττα του κράτους δικαίου και ενισχύει την καχεκτικότητα της δημοκρατίας στη χώρα μας.
-Και οι κρίνοντες κρίνονται. Δεν έχουν όλες οι καταγγελίες την ίδια αλήθεια, την ίδια αξία και την ίδια βαρύτητα. Όταν αντιμετωπίζονται όλοι οι κατήγοροι με τον ίδιο τρόπο, πάλι αδιαφοροποίητα, χάνεται η αυθεντικότητα και φαλκιδεύεται ο κινηματικός χαρακτήρας της δίκαιης κοινωνικής διαμαρτυρίας.
-Οι καταγγελίες ενός κακού, ενδεχομένως αυταρχικού και εγωκεντρικού χαρακτήρα, δεν έχει σχέση με τις καταγγελίες του κινήματος #metoo και πρέπει να γίνονται, με την ανάλογη τεκμηρίωση, στη Δικαιοσύνη και στα αρμόδια σωματεία. Αλλιώς, συντελείται μία ακόμη πράξη ανθρωποφαγίας μέσα από τη δολοφονία χαρακτήρα. Είναι η περίπτωση του Γιώργου Κιμούλη.
(Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι καθηγητής κοινωνικής ψυχιατρικής στο Πάντειο, ψυχίατρος-ψυχαναλυτής)
Πηγή: ieidiseis.gr