Συντάκτης: Γραμματεία Στυλιανίδη

Ψυχοθεραπείες στην Ελλάδα σήμερα: Ποιοι, με ποια εκπαίδευση, για ποιες ανάγκες;

Για να ανοίξει ένας δημόσιος διάλογος πέραν των «ναρκισσισμών των μικρών διαφορών» μεταξύ των επαγγελματιών

Πηγή: Athens Voice

O Στέλιος Στυλιανίδης, Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής Παντείου Παν/μίου, ψυχαναλυτής, ομαδικός αναλυτής, και η Ιωάννα Κουστένη Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια, Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας, Επιστ. Συνεργάτης Τμ. Ψυχολογίας Παντείου Παν/μίου & Ελλ. Ανοικτού Παν/μίου, γράφουν για την ψυχοθεραπεία στην Ελλάδα.
______________________________________________________________________________

Με αφορμή την είδηση για ίδρυση νέων τμημάτων Ψυχολογίας οι προβληματισμοί της πανεπιστημιακής κοινότητας για το μέλλον της ψυχολογίας στην Ελλάδα εντείνονται

Ποιοι ασκούν το επάγγελμα του/της ψυχοθεραπευτή/τριας στη χώρα μας, με ποια εκπαίδευση και τεκμηρίωση της πρακτικής τους, σε ποιες ανάγκες ψυχικής υγείας απευθύνονται, ποια είναι τα διεθνή standards επαρκούς εκπαίδευσης και κλινικής εποπτείας των νέων ψυχοθεραπευτών (ψυχολόγων κυρίως, ψυχιάτρων, άλλων επαγγελματιών ψυχικής υγείας), πώς είναι δυνατόν να διατηρείται ένα στρεβλό καθεστώς χορήγησης άδειας άσκησης επαγγέλματος σε αποφοίτους σχολών ψυχολογίας σε πλήρη αντίθεση με τις ισχύουσες πρακτικές εκπαίδευσης και αξιολόγησης στις προηγμένες χώρες, ενώ παράλληλα μπορεί να ασκήσει ψυχοθεραπευτική πρακτική οποιοσδήποτε ολοκληρώσει μια ιδιωτική ολιγόχρονη εκπαίδευση; 

Πράγματι, το νεφέλωμα των ψυχοθεραπειών σε διεθνές επίπεδο είναι πολύπλοκο, αντιφατικό και συχνά συγχυτικό για το ευρύ κοινό. Τα 4 μεγάλα θεωρητικά-κλινικά ρεύματα και σχολές (ψυχαναλυτικό-ψυχοδυναμικό, συστημικό-οικογενειακής θεραπείας, συμπεριφορικό-γνωσιακό, ανθρωπιστικό-προσωποκεντρικό) διαθέτουν δομημένες επιστημονικές εταιρείες, διεθνείς και τοπικές, με συγκεκριμένα πρότυπα και διαδικασίες εκπαίδευσης και εποπτείας παρά τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις τους.

Παράλληλα, φαίνεται να έχουν αναπτυχθεί με βάση τις ανάγκες της «Ψ» αγοράς, εκατοντάδες «νέες» ψυχοθεραπευτικές τεχνικές και «σχολές» όπου συχνά χρησιμοποιούνται μη επιστημονικές, εναλλακτικές τεχνικές για να απαντήσουν στην ψυχική οδύνη. Από την επαγγελματική και θεσμική εμπειρία μας έχουμε παρατηρήσει πολυάριθμες περιπτώσεις σοβαρών ψυχιατρικών περιστατικών (σχιζοφρένεια, άλλες ψυχωτικές διαταραχές, κ.λ.π.) τα οποία στα χέρια άπειρων και ανεκπαίδευτων ψυχοθεραπευτών παρουσίασαν σοβαρές υποτροπές λόγω ελλιπούς κλινικής αξιολόγησης και συνεπώς ανεπαρκούς πρότασης στον ασθενή και στην οικογένειά του συγκροτημένου σχεδίου εξατομικευμένης φροντίδας.

Με αυτό το αναγκαστικά περιορισμένο σημείωμα, θέλουμε να ανοίξουμε έναν δημόσιο διάλογο σχετικά με αυτά τα κρίσιμα κοινωνικά και θεραπευτικά προβλήματα, πέραν των «ναρκισσισμών των μικρών διαφορών» μεταξύ των επαγγελματιών, οι οποίες δυστυχώς συχνά συσκοτίζουν τα ουσιώδη ζητήματα επαρκών ψυχοθεραπευτικών απαντήσεων σε πολύπλοκα αιτήματα ψυχοπαθολογίας και δημόσιας υγείας.

Με αφορμή την είδηση για ίδρυση νέων πανεπιστημιακών τμημάτων Ψυχολογίας οι προβληματισμοί της πανεπιστημιακής κοινότητας για το μέλλον της ψυχολογίας στην Ελλάδα εντείνονται. Υπάρχουν πολλά σημεία ανησυχίας, κάποια εκ των οποίων δυστυχώς δεν συνιστούν καινούργια δεδομένα. Συγκεκριμένα: ο τεράστιος αριθμός των εισακτέων φοιτητών ετησίως είναι δυσβάστακτος και δυσανάλογος, τόσο για τις δυνατότητες των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων να ανταποκριθούν, αλλά κυρίως για την ίδια τη δυνατότητα ποιοτικής (μετ)εκπαίδευσης των πτυχιούχων ψυχολόγων. Υπάρχει ένδεια επιστημονικών μέσων (λ.χ. εργαστήρια με κατάλληλο εξοπλισμό) για την επαρκή εκπαίδευση των φοιτητών.

Επιπλέον, οι δυσκολίες σύνδεσης των πανεπιστημίων με κέντρα πρακτικής άσκησης είναι πλέον σημαντικές, όπως είναι και η απουσία στήριξης προς την ανάπτυξη μεταπτυχιακών προγραμμάτων εξειδίκευσης, τη στιγμή που και οι δύο πρακτικές είναι θεμελιώδεις για την κλινική επάρκεια των νέων επαγγελματιών. Επιπρόσθετα, ο συνδυασμός του πλήθους αποφοίτων ψυχολόγων με την απουσία μελετών που να καταδεικνύουν τις πραγματικές ανάγκες στελέχωσης υπηρεσιών με επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ενδεχομένως θα οδηγήσει στην υπερπληθώρα προσφοράς αμφιβόλου ποιότητας υπηρεσιών στο δημόσιο και ιδιωτικό πεδίο.

Πολλά από τα ανωτέρω σημειώνονται, μεταξύ άλλων, σε σχετική επιστολή που υπέγραψαν οι πρόεδροι των τμημάτων ψυχολογίας προς τον υπουργό Παιδείας μετά την πληροφόρηση για την επικείμενη ίδρυση νέων τμημάτων. Διαχρονικά, η φτωχή και συχνά προσχηματική συνεργασία ακαδημαϊκών και πολιτείας, και η συνακόλουθη έλλειψη συναινετικών αποφάσεων φαίνεται να συνεισφέρουν στην παραγωγή στρατιάς άνεργων και ανεκπαίδευτων ψυχολόγων, κάτι που πιθανόν σημαίνει εξίσωση των standards εκπαίδευσης προς τα κάτω.

Είναι θέμα εκπαιδευτικό, ηθικό, επιστημονικό, οικονομικό αλλά και δημόσιας υγείας στο οποίο δεν μπορούμε να σιωπήσουμε, τουλάχιστον όσοι προσφέρουμε διδακτικό έργο σε φοιτητές ή/και ψυχολογικές υπηρεσίες στο ευρύ κοινό. Σιωπώντας, ενισχύουμε τον ανεξέλεγκτο αστερισμό των ιδιωτικών εταιριών, πολλές εκ των οποίων χωρίς κριτήρια πιστοποίησης και αξιολόγησης είναι δυνατόν να εκμεταλλεύονται την επαγγελματική επισφάλεια και αγωνία των υποψηφίων σπουδαστών τους. Σιωπώντας, μέσα σε ένα πλαίσιο ιδιότυπης omerta του Ψ χώρου, συνεισφέρουμε στον κίνδυνο που διατρέχει η δημόσια υγεία στα χέρια ανειδίκευτων επαγγελματιών.

Η χορήγηση άδειας επαγγέλματος στους ανειδίκευτους πτυχιούχους ψυχολόγους, δεν συνάδει με την ποιοτική παροχή υπηρεσιών και την προστασία της δημόσιας υγείας, χωρίς την απαίτηση περαιτέρω μεταπτυχιακής ή και διδακτορικής εξειδίκευσης και ολοκλήρωσης εκατοντάδων ωρών πρακτικής άσκησης με εποπτεία και προσωπική θεραπεία (όπως συμβαίνει σε χώρες του εξωτερικού). Η πολυετής εξειδίκευση σε κάποια επιστημονικά τεκμηριωμένη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση –ψυχαναλυτική, γνωστική-συμπεριφοριστική, συστημική, προσωποκεντρική κλπ.– είναι απαραίτητη για όσους ενδιαφέρονται για την κλινική άσκηση του επαγγέλματος και αυτή τη στιγμή αποτελεί μία επικερδή ιδιωτική πρωτοβουλία χωρίς ιδιαίτερο ποιοτικό έλεγχο από αδιάβλητου κύρους δημόσιους επιστημονικούς θεσμούς.

Oι συνθήκες πανεπιστημιακής και ιδιωτικής εκπαίδευσης που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα σχετικά με την εκπαίδευση ψυχολόγων και ψυχοθεραπευτών δεν είναι επαρκείς και συναφείς με την έννοια της επιστημονικής τεκμηρίωσης της κλινικής άσκησης του επαγγέλματος

Ευθύνη μας ως επαγγελματίες είναι να προσφέρουμε υπηρεσίες επιστημονικού χαρακτήρα με γνώμονα το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και τον σεβασμό για τους πολίτες που ζητούν τη βοήθειά μας. Είναι βέβαιο πως οι συνθήκες πανεπιστημιακής και ιδιωτικής εκπαίδευσης που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα σχετικά με την εκπαίδευση ψυχολόγων και ψυχοθεραπευτών δεν είναι επαρκείς και συναφείς με την έννοια της επιστημονικής τεκμηρίωσης της κλινικής άσκησης του επαγγέλματος, τομέας που έχει μελετηθεί εκτενώς από την υπογράφουσα.

Παράλληλα, σε ερευνητικό έργο που βρίσκεται αυτή την περίοδο σε εξέλιξη υπό την εποπτεία μας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έχουμε ενδείξεις πως τα κριτήρια του τρόπου εκπαίδευσης των νέων ψυχοθεραπευτών στην Ελλάδα διαφέρουν σε επικίνδυνο βαθμό. Οι ίδιοι οι επαγγελματίες προβληματίζονται για την εξέλιξη του κλάδου στην Ελλάδα. Καθώς δεν υπάρχει νομική κατοχύρωση του επαγγέλματος (γεγονός που ισχύει και για χώρες όπως η Μ. Βρετανία), η επαγγελματική ταυτότητα των ψυχοθεραπευτών είναι αδιαμόρφωτη, χωρίς διακριτά όρια και νεφελώδης, κάτι που σημειώνουν οι συμμετέχοντες στην έρευνα.

Παγκοσμίως, η χρήση του όρου «ψυχολογία» και «ψυχοθεραπεία» σε συνδυασμό με αμφιβόλου προέλευσης και αποτελεσματικότητας πρακτικές, που δεν έχουν καμία σχέση με το επιστημονικό πεδίο της ψυχικής υγείας, είναι ανησυχητική και σε ορισμένες χώρες (όπως η Αυστρία) παράνομη. Επιπλέον, τα κριτήρια επιλογής των μελλοντικών ψυχοθεραπευτών φαίνεται πως είναι εξαιρετικά ετερογενή και βασίζονται επιλεκτικά και κατά περίπτωση τόσο σε αντικειμενικά δεδομένα (όπως η ακαδημαϊκή κατάρτιση) όσο σε και υποκειμενικές κρίσεις σχετικά με την προσωπικότητα των ενδιαφερόμενων. Σημειώνουμε, πως η συστηματική αξιολόγηση των προγραμμάτων εκπαίδευσης επαγγελματιών σύμφωνα με τεκμηριωμένα πρότυπα, φαίνεται να είναι επίσης απούσα, δημιουργώντας γκρίζες ζώνες ως προς την ποιότητα της εκπαίδευσης και το επίπεδο των ανθρώπων που θα λάβουν την καθόλα βαρύνουσα ταυτότητα του ψυχοθεραπευτή.

Πριν από κάθε παραπομπή για ψυχολογική ή ψυχοθεραπευτική βοήθεια, ο ενήμερος πολίτης πρέπει να αξιολογήσει το βιογραφικό, την τεκμηριωμένη εκπαίδευση, την κλινική εμπειρία, τη σχολή ή επιστημονική εταιρία στην οποία ανήκει ο/η ψυχοθεραπευτής/τρια

Συνοψίζοντας, θεωρούμε εξαιρετικής σημασίας την αναδιάρθρωση των σπουδών ψυχολογίας στη χώρα μας, η οποία οφείλει ωστόσο να βασίζεται στην επιστημονική γνώση, σε καλές πρακτικές διεθνούς αποδοχής και στην οικονομική και κοινωνική ιδιαιτερότητα της ελληνικής πραγματικότητας.

Η προστασία της δημόσιας υγείας δεν χωράει συμβιβασμούς και προχειρότητες, αλλά οφείλει να είναι προϊόν συνεργατικής, διεπιστημονικής διεργασίας λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία και τις συστάσεις των ίδιων των επαγγελματιών, όπως και την αξιολόγηση της ικανοποίησης των ίδιων των θεραπευομένων. Πριν από κάθε παραπομπή ή αίτημα για ψυχολογική ή ψυχοθεραπευτική βοήθεια, ο ενήμερος πολίτης πρέπει να αξιολογήσει το βιογραφικό, την τεκμηριωμένη εκπαίδευση, την κλινική εμπειρία, τη σχολή ή επιστημονική εταιρία στην οποία ανήκει ο/η ψυχοθεραπευτής/τρια, χαρακτηριστικά τα οποία απέχουν πολύ από την «σαγήνη» που ασκούν οι όποιες παρεμβάσεις δημόσιων σχέσεων και κοινωνικού marketing.

Αρχείο Αρθρογραφίας σε Έντυπα Μέσα

Παιδοκτονία-αυτοκτονία: μετά το σοκ, των Σ. Στυλιανίδη & Γ. Τζεφεράκου

Πηγή: Athens Voice

    Ο Στέλιος Στυλιανίδης, Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής Παντείου Παν/μίου, ψυχαναλυτής, ομαδικός αναλυτής, και ο Γιώργος Τζεφεράκος, Ψυχίατρος, Διευθυντής ΜΟΘΕ ΟΚΑΝΑ, Επιστημονικός Συνεργάτης του Τμήματος Ψυχολογίας – Πάντειο Πανεπιστήμιο, Πρόεδρος του κλάδου Ψυχιατροδικαστικής της ΕΨΕ, Γραμματέας του κλάδου Ψυχιατρικής, Νόμου και Δεοντολογίας της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρείας, γράφουν με αφορμή το θλιβερό συμβάν στο Νέο Κόσμο.

Μια νέα γυναίκα – μητέρα αυτοκτόνησε, αφού πρώτα σκότωσε το παιδί της. Ειδήσεις σαν και αυτή σε αφυπνίζουν με ένα τραγικό τρόπο από μια καθημερινότητα με τα μικρά και τα μεγάλα προβλήματά της. Σε μια κοινωνία, που έχει συθέμελα κλυδωνιστεί για πολλά χρόνια με την κοινωνική και οικονομική κρίση και η οποία προσπαθεί με αγωνία να ξαναϋφάνει τους κοινωνικούς της δεσμούς και να θεμελιώσει στέρεους πυλώνες κοινωνικής αλληλεγγύης, αναπηδούν αμείλικτα τα ερωτήματα «τι πήγε στραβά;», «τι έπρεπε να είχε γίνει», «τι πρέπει να γίνει;». Ένα τέτοιο περιστατικό δεν είναι μια απλή καταγραφή αστυνομικού συμβάντος. Μετά το αρχικό σοκ και το πάγωμα της σκέψης που μας προκαλεί , η τραγωδία αυτή θέτει ουσιώδη ερωτήματα τόσο για την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και ψυχοπαθολογίας, όσο και για την ρεαλιστική δυνατότητα ενός δημόσιου συστήματος υπηρεσιών ψυχικής υγείας να προλάβει, να παρέμβει, να θεραπεύσει, να μάθει από τα κενά του , να αναστοχαστεί πάνω στις επιστημονικές δυνατότητες του και στην βούληση της πολιτείας και της κοινωνίας να επενδύσει ουσιαστικά και μακροπρόθεσμα στην συνοχή και συνέχεια της κοινοτικής φροντίδας ψυχικής υγείας.

Ερωτήματα που ζητούν επιτακτική απάντηση. Απάντηση οργανωμένη, ψύχραιμη, σταθερή και επιστημονικά τεκμηριωμένη, μακριά από επικοινωνιακές, μετεωρικές φωτοβολίδες. Φωτοβολίδες, οι οποίες όταν σβήσουν, αφήνουν μια τρομαχτική σιωπή, η οποία καλύπτει θεσμικά ελλείμματα, οργανωτικά σφάλματα, κοινωνικά στερεότυπα και ανεξίτηλα στίγματα.

Για την αντιμετώπιση όλων των προαναφερθέντων χρειάζεται κατ’ αρχάς έρευνα, αναζήτηση, διερεύνηση μακριά από προκαταλήψεις, κοινωνικά στεγανά, σιωπή και ψευδο-βεβαιότητες για την απόλυτη επιστημονική αλήθεια. Αναζήτηση, που πρέπει να χαρακτηρίζεται από ειλικρινή επιθυμία για την αλήθεια και η οποία να εδράζεται επί της παραδοχής ότι τίποτα στον κόσμο δεν είναι απόλυτα καλό ή απόλυτα κακό και ότι μέσα στον κάθε άνθρωπο διαλαμβάνει χώρα μια συνεχής δυναμική εξισορρόπηση μεταξύ καταστροφικών και δημιουργικών δυνάμεων.

Παρόλη την κοινωνική εικόνα της μητρότητας, η οποία παρουσιάζεται ως ονειρική και εξιδανικευμένη, η πραγματικότητα της περιγεννητικής περιόδου και της λοχείας παρουσιάζουν αυξημένο ρίσκο για την εκδήλωση σοβαρών ψυχιατρικών προβλημάτων, τα οποία προϋπάρχουν αλλά παραμένουν σε λανθάνουσα μορφή, συμπεριλαμβανομένων αυτών της περιγεννητικής κατάθλιψης με η χωρίς ψυχωτικά στοιχεία, της αυτοκτονίας και της βρεφοκτονίας. Η περίοδος της εγκυμοσύνης επιφέρει ραγδαίες αλλαγές στο σώμα, την ταυτότητα και την αντίληψη του εαυτού της γυναίκας και δύναται να διακινήσει σημαντικά τραύματα αναφορικά με τον δεσμό της νέας μητέρας τόσο με τη δική της μητέρα όσο και με τα δικά της παιδιά, σε μια διαδικασία διαγενεακής μετάδοσης του τραύματος. Υπάρχει συντριπτική κοινωνική και οικογενειακή πίεση για την γυναίκα να νιώθει πληρότητα, ολοκλήρωση και ευτυχία στον ρόλο της ως μητέρα ενώ οτιδήποτε αποκλίνει από το ιδεώδες αυτό πρότυπο απορρίπτεται και διαψεύδεται τόσο από το ίδιο το άτομο, σε μια διαδικασία αυτό-στιγματισμού, όσο και από την οικογένεια και την ευρύτερη κοινωνία. Το φαινόμενο της μη ευτυχισμένης μητέρας, της μητέρας που δυσκολεύεται ή αποποιείται τον ρόλο της, της μητέρας που εγκαταλείπει τα παιδιά της για οποιονδήποτε λόγο αποτελούν κοινωνικά ταμπού που απειλούν την οικογενειακή και κοινωνική συνοχή και συχνά παθολογικοποιούνται, στιγματοποιούνται και συγκαλύπτονται από την οικογένεια και την κοινωνία. Δυστυχώς, τραγικές περιπτώσεις παιδοκτονίας συχνά επισημαίνουν τα βαθιά κοινωνικά αυτά προβλήματα, τα οποία όμως δαιμονοποιούνται, δραματοποιούνται και ανάγονται σε προβληματικές σύγχρονων Μηδειών, αντί να καθίστανται αντικείμενα μελέτης, προβληματισμού και ανάλυσης, προκειμένου να αναγνωριστούν οι ευθύνες και τα αίτια τόσο ψυχιατρικά όσο και κοινωνικό-οικονομικά.

Σε μία προσπάθεια ενημέρωσης και αποδόμησης των προκαταλήψεων και των νοσηρών στερεοτύπων είναι σημαντική η παράθεση επιστημονικών δεδομένων, που αντλούνται από την διεθνή βιβλιογραφία. Η μητρική παιδοκτονία αναφέρεται συχνά ως υποκινούμενη από αλτρουιστικά κίνητρα προς το ίδιο το παιδί, αποφυγή και «τελική λύση» μιας χρόνιας ανίατης νόσου του παιδιού, χρόνια οξεία ψυχωτική συνδρομή της μητέρας, γέννηση ενός ανεπιθύμητου παιδιού, κακοποίηση της μητέρας ή του τέκνου από τον σύντροφο ή εκδίκηση προς τον πατέρα του παιδιού. Οι μητέρες αυτές, πέραν από προϋπάρχουσες πλην όμως λανθάνουσες ψυχιατρικές ή ψυχολογικές δυσκολίες, συχνά αντιμετωπίζουν πληθώρα ψυχοπιεστικών παραγόντων όπως οικονομικά προβλήματα, ανεργία ή οικονομική εξάρτηση από τον σύντροφο, κοινωνικό αποκλεισμό, απώλεια οποιουδήποτε άλλου επαγγελματικού ρόλου πέραν του μητρικού- φροντιστικού, ένδο-οικογενειακή βία ή συγκρουσιακές σχέσεις με τον σύντροφο, τους φίλους και την οικογένεια και έλλειψη υποστηρικτικού κοινωνικού δικτύου. Ένα σημαντικό 16-29% των παιδοκτονιών ολοκληρώνονται με την αυτοκτονία της μητέρας.

Αντίθετα με την κοινή αντίληψη, η εν γένει παραβατική συμπεριφορά και εγκληματικότητα δεν φαίνεται να συσχετίζεται με την μητρική παιδοκτονία αλλά με την παρουσία ψυχιατρικών προβλημάτων στην μητέρα από την προ- και περί-γεννητική περίοδο και μετά. Διεθνείς μελέτες συσχετίζουν τόσο τον παιδοκτονικό ιδεασμό όσο και την μητροκτονία ακολουθούμενη από αυτοκτονία (πέρασμα στην πράξη) με την παρουσία μεγάλης βαρύτητας κατάθλιψης με ή χωρίς ψυχωτικά στοιχεία στην μητέρα, σε ένα ποσοστό 41%. Από την άλλη πλευρά, παιδιατρικές μελέτες στον γενικό πληθυσμό, χωρίς αναφερόμενα ψυχιατρικά προβλήματα, καταδεικνύουν ότι το 70% των μητέρων με βρέφη που υποφέρουν από κολικούς, αναφέρουν σαφείς επιθετικές σκέψεις προς τα βρέφη τους με ένα συντριπτικό 25% από αυτές να αναφέρουν ρητές σκέψεις παιδοκτονίας κατά την διάρκεια επεισοδίων κολικών των παιδιών τους. Οι μελέτες αυτές επισημαίνουν επίσης την σημαντική δυσκολία γυναικολόγων, παιδιάτρων και γενικών ιατρών να ανιχνεύσουν πρώιμα σημάδια δυσφορίας, αποδιοργάνωσης της συμπεριφοράς αλλά και της συχνότητας αυτοκαταστροφικού ή ετεροκαταστροφικού ιδεασμού σε νέες μητέρες.

Ο κάθε άνθρωπος και η κοινωνία κατ’ επέκταση πρέπει να έχει το κουράγιο και την ωριμότητα να αναγνωρίσει την σκοτεινή της πλευρά. Εξ άλλου η προκατάληψη, το στίγμα και τα απλουστευτικά στερεότυπα στηρίζονται και ανατροφοδοτούνται από την ανεπεξέργαστη ψυχικά σκοτεινή πλευρά της εσωτερικής μας πραγματικότητας. Στέρεοι κοινωνικοί και ψυχικοί δεσμοί κτίζονται όταν δεν εξοβελίζεται η (ψυχική) αρρώστια, η αδυναμία, η ιδιαιτερότητα ως κάτι βδελυρό και αποτρόπαιο, αλλά γίνεται αποδεκτό στην ολότητα του , ώστε έτσι να βοηθιέται και να φροντίζεται.

Πέραν της αλλαγής, όμως, της στάσης απέναντι στην ψυχική αρρώστια, η οποία εκκινεί από τις παρυφές της ατομικής υποκειμενικότητας και υπερακοντίζεται στον πυρήνα της κοινωνικής θεμελίωσης, είναι απαραίτητη η οργάνωση αντίστοιχων δομών ψυχικής υγείας.

Οι δομές αυτές θα πρέπει να έχουν κάποια θεμελιώδη χαρακτηριστικά. Αναγκαία συνθήκη και προϋπόθεση για την αποτελεσματικότερη λειτουργία τους είναι η ουσιαστική ενσωμάτωση τους στην κοινότητα. Οι ψυχιατρικές δομές, αντί για αποθήκες ψυχών και πλαίσια διαιώνισης του κοινωνικού αποκλεισμού, πρέπει να αποτελούν ένα ζωντανό ενδοκοινοτικό κόμβο και σημείο αναφοράς για την πληροφόρηση, πρόληψη και αντιμετώπιση της ψυχικής διαταραχής. Η επιτυχία, δε, αυτού του εγχειρήματος εδράζεται στην μαζική και βέλτιστη κινητοποίηση, χρήση και αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων έμψυχων και υλικών κοινοτικών πόρων.

Μια άλλη παράμετρος επιτυχίας των δομών αυτών είναι η ευκολία πρόσβασης αλλά και η απενοχοποίηση της χρήσης τους. Είναι, πραγματικά τραγικό και εξοργιστικό, η έκκληση για βοήθεια ενός ανθρώπου να αρθρώνεται με ένα λόγο απολογητικό, γεμάτο ντροπή και φόβο. Τα συναισθήματα αυτά κατοπτρίζονται ανάγλυφα στα λόγια, που με αγωνία μας λένε οι ασθενείς μας: «Γιατρέ, βάλε με τελευταίο ραντεβού. Δεν θέλω να με δουν οι άλλοι. Δεν θέλω να ξέρουν ότι έρχομαι εδώ». Καθίσταται αδήριτη η ανάγκη της θέασης της ψυχικής υγείας και της ψυχικής νόσου σαν ένα συνεχές, ένα φάσμα που αφορά όλους μας, παρά σαν μια διχοτόμηση που διαχωρίζει «εμάς» από τους «άλλους» (ψυχικά ασθενείς).

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθίσταται επιτακτική η ανάγκη πρώιμης ανίχνευσης ψυχολογικών ή ψυχιατρικών δυσκολιών στην μητέρα από την προγεννητική κιόλας περίοδο καθώς και των παραγόντων που αυξάνουν το ρίσκο ένδο-οικογενειακής βίας, με την έλευση ενός νέου μέλους στην οικογένεια. Άλλοι σημαντικοί στόχοι που αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο για την όποια επιτυχή παρέμβαση είναι η απρόσκοπτη πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας στην κοινότητα, η ρεαλιστική σκιαγράφηση της μητρότητας καθώς και ο αποστιγματισμός των γυναικών αυτών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον ρόλο αυτό μέσω επιμορφωτικών προγραμμάτων τόσο των επαγγελματιών υγείας που εμπλέκονται στην φροντίδα της νέας μητέρας (γυναικολόγοι, παιδίατροι, μαίες, νοσηλευτές) όσο και της ευρύτερης κοινωνίας.

Η επανάληψη των ίδιων επισημάνσεων για χρόνια, με αφορμή άλλη μια ανθρώπινη τραγωδία, φθείρει και ματαιώνει και τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας και την κοινωνία, όταν δεν προτάσσεται ένα νέο όραμα και σχέδιο δράσης για την ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στη χώρα μας.

Το ψευδές “επείγον” του προσφυγικού

    Στέλιος Στυλιανίδης*
    O Στέλιος Στυλιανίδης, είναι Ψυχίατρος- Ψυχαναλυτής – Ομαδικός Αναλυτής, Καθ. Κοινωνικής Ψυχιατρικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Επ. Σύμβουλος Ε.Π.Α.Ψ.Υ.

Το παρόν αποτελεί αναδημοσίευση του άρθρου, που δημοσιεύτηκε από το news247.

Οι Ευρωεκλογές πλησιάζουν. Ορθά επισημαίνεται από πολλές πλευρές ότι δύο από τους ορατούς κινδύνους για την ευρωπαϊκή συνοχή είναι τόσο η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων όσο και η άνοδος των ακροδεξιών και φασιστοειδών πολιτικών σχηματισμών. Ένας από τους λόγους που τροφοδοτεί την ενίσχυση του εκφασισμού των ευρωπαϊκών κοινωνιών, όπως και την πολιτική έκφρασή του, είναι η “επείγουσα απειλητική» κατάσταση και ο βιωμένος κοινωνικός τρόμος απέναντι στην εισβολή των προσφύγων.

Πράγματι, υπάρχουν πολλοί αθώοι θάνατοι στη Μεσόγειο, πολλές αθώες ζωές που απωθούνται βίαια, που γίνονται αντικείμενο επίθεσης, ταπείνωσης, ως εάν να αποτελούσαν μια μέγιστη απειλή για τη δημοκρατική Ευρώπη. Όπως θα δούμε και με τα στοιχεία που θα παραθέσουμε παρακάτω, στο όνομα της δημοκρατίας, πολλοί θάνατοι στο όνομα της δημοκρατίας, η οποία πουλάει όπλα στο παγκόσμιο σουπερμάρκετ εξοπλισμών, πολλοί πρόσφυγες από τις «δημοκρατίες» που προσπάθησε να επιβάλει η Δύση στις χώρες καταγωγής τους μέσα από πολέμους, πολλές γυναίκες δολοφονημένες λόγω του γεγονότος ότι είναι μόνο γυναίκες.

Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ εκτιμά ότι μόνο το 2015 μετακινήθηκαν πάνω από 65,3 εκατομμύρια άνθρωποι από τις χώρες καταγωγής τους, σχεδόν 6 εκατομμύρια περισσότερο από τον προηγούμενο χρόνο. Από αυτά τα 65,3 εκατομμύρια, μόνο τα 3,2 εκατομμύρια, δηλαδή λιγότερο από το 5%, περιμένουν να πάρουν άδεια εισόδου σε ανεπτυγμένες χώρες, όπως αυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι αυτονόητο ότι, πέρα από οποιαδήποτε επίσημη αναφορά του ΟΗΕ και του ΠΟΥ, όσο υπάρχουν εμπόλεμες καταστάσεις, σφαγές αμάχου πληθυσμού και απεριόριστη φτώχεια σε επίπεδο δυσκολίας επιβίωσης, τόσο ο αριθμός των προσφύγων και των μετακινούμενων πληθυσμών γενικότερα θα αυξάνεται. Φαίνεται ότι αυτό το κακό αποτελεί μια σταθερά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και ενός κυνικού πραγματισμού, που καθορίζει τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτός ο πραγματισμός τροφοδοτείται από μια ακραία κουλτούρα ατομικισμού και μια μυωπική ματιά σε σχέση με την προαγωγή του well-being και της αναζήτησης της προσωπικής ευτυχίας, συσκοτίζοντας κάθε μορφή αλληλεγγύης, ανθρωπιάς και δημοκρατικού δικαιώματος υποδοχής ατόμων σε κίνδυνο. Αυτό που πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε λίγο περισσότερο και να αποτελέσει ένα σοβαρό κομμάτι της πολιτικής ατζέντας για τη συζήτηση που διεξάγεται στο πλαίσιο των Ευρωεκλογών είναι ότι μια πολιτική οντότητα 500 εκατομμυρίων κατοίκων, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση, ορίζει σαν επείγουσα κατάσταση την άφιξη ενός πληθυσμού που αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1% του πληθυσμού της. Η γηραιά Ευρώπη, με τα τεράστια δημοκρατικά προβλήματα, με την κατάρρευση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικού κράτους λόγω του ελλείμματος των ασφαλιστικών εισφορών από τη γήρανση του πληθυσμού, αποκαλεί επείγουσα μια κατάσταση της δικιάς της έλλειψης ανοχής, του εγωϊσμού της, και κυρίως της δικιάς της πολιτικής τυφλότητας.

Παρά την τεράστια πίεση που ασκεί η πλειοψηφία των ΜΜΕ, που καθοδηγούνται από κυβερνήσεις και συμφέροντα, για να περιγράψουν με δραματικούς τόνους το επείγον του προσφυγικού ζητήματος, η πραγματική σοβαρή και επίπονη, επείγουσα κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η παραίτησή της από τις αρχές της αλληλεγγύης και του κράτους δικαίου, η άρνησή της να επενδύσει στην ελπίδα, στη δράση για το καλό, στην ουτοπία του καλού. Μια προοδευτική ατζέντα των Ευρωεκλογών θα πρέπει να έχει σαν άμεσο στόχο την αποδόμηση του ψευδο-επείγοντος χαρακτήρα του προσφυγικού και του μεταναστευτικού, τον αποϊδρυματισμό της επείγουσας διαχείρισης στο βαθμό που οι ροές των απελπισμένων αυτού του κόσμου αποτελούν και θα αποτελούν, ακόμη και αν το αρνούμαστε, ένα μόνιμο φαινόμενο της καθημερινότητάς μας. Μια επείγουσα κατάσταση είναι ένα γεγονός τελείως απρόβλεπτο, σχετικά σπάνιο, με μια διάρκεια σχετικά προσδιορισμένη: η μαζική άφιξη μεταναστών και προσφύγων από τις χώρες που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση, όπου τα στοιχειώδη δικαιώματα και οι υλικές συνθήκες ζωής είναι απούσες, δεν αποτελεί μια επείγουσα κατάσταση, αλλά μια προβλεπόμενη εξέλιξη του γεωπολιτικού χάρτη.

Μια επείγουσα κατάσταση ορίζεται σαν ένα συμβάν που προκαλεί μια άμεση απειλή στη ζωή, την υγεία, την ιδιοκτησία ή το περιβάλλον, οι ευρωπαϊκές χώρες δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εκτίθενται σε αυτές τις απειλές, και επομένως δεν μπορούν να ορίσουν σαν emergency την κατάσταση που αντιπροσωπεύεται από τις μαζικές προσφυγικές ροές. Αυτό που πρέπει να αντιμετωπίσουμε σαν κοινωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με επιμερισμό της ευθύνης της η καθεμία, είναι να θεωρήσουμε ότι και το προσφυγικό και το μεταναστευτικό πρόβλημα αποτελεί ένα «συστημικό» πρόβλημα και με αυτήν την έννοια πρέπει να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο ενός μακροπρόθεσμου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού σχεδιασμού για την ουσιώδη επίλυσή του. Πρόκειται για μια πραγματική αλλαγή προσανατολισμού: πρέπει να εγκαταλείψουμε την κουλτούρα των «στρατοπέδων συγκέντρωσης» και της παροχής άμεσης ανθρωπιστικής βοήθειας και να σχεδιάσουμε μια δομική κουλτούρα παρέμβασης, η οποία να εγγυάται δικαιώματα, υγεία, κατοικία, μόρφωση, κοινωνική ενσωμάτωση.

Το καθεστώς του επείγοντος διευκολύνει τη δημιουργία καταστάσεων συναγερμού, πανικού, παραπληροφόρησης, συλλογικής υστερίας («εισβολή μεταναστών», «απειλή για τις θέσεις εργασίας των ντόπιων», «τρομοκρατικός κίνδυνος», «απόπειρα αλλοίωσης της εθνικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής ταυτότητας»), αυτοί οι παρανοϊκοί κοινωνικοί μηχανισμοί τροφοδοτούνται από ξενοφοβικά κόμματα και κινήσεις, από εθνικιστικές εξάρσεις και δημαγωγούς πολιτικούς που χρίζουν την πολιτική τους εξουσία πάνω στο φόβο, στην προπαγάνδα, στον αποκλεισμό του άλλου και στη συστηματική παραπληροφόρηση, στην πρόσκληση του μίσους. Όλοι αυτοί οι πολιτικοί σχηματισμοί στις διάφορες χώρες (η Legga στην Ιταλία, το Front National στη Γαλλία, Farage στη Μ. Βρετανία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία…), όλες αυτές οι νεοφασιστικές, ξενόφοβες πολιτικές δυνάμεις χτίζουν την πολιτική τους απήχηση πάνω στη συνθήκη του επείγοντος και της φαντασίωσης της συλλογικής απειλής από τους πρόσφυγες.

Είναι επείγον να πούμε την αλήθεια: πέρα από το πολιτικό επίπεδο, η συνθήκη του επείγοντος ευνοεί και πολυάριθμες «μπίζνες» γύρω από τη διαχείριση του προσφυγικού. Πάρα πολλά χρήματα δίνονται συχνά χωρίς στόχευση, χωρίς σχεδιασμό για την υποδοχή των προσφύγων, για τη δήθεν εκπαίδευση των επαγγελματιών, χωρίς σοβαρή αξιολόγηση, χωρίς λογοδοσία, χωρίς μετρήσιμα αποτελέσματα. Τα νούμερα για τη δήθεν διάσταση του επείγοντος για την Ευρωπαϊκή Ένωση μιλάνε από μόνα τους.

    stats1
    Ο αριθμός των ατόμων που μετακινούνται προς ευρωπαϊκές χώρες έχει μειωθεί αισθητά με την πάροδο των ετών. Χαρακτηριστικά, σε σύγκριση με τα 1.015.877 άτομα που έφτασαν στην Ευρώπη το 2015, ο αντίστοιχος αριθμός ανήλθε σε μόλις 116.647 το 2018. Πηγή: UNHCR Desperate Journeys: Refugees and migrants arriving in Europe and at Europe’s borders January – December 2018 (Executive Summary).

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Τουρκία, ο Λίβανος, η Αίγυπτος, η Τυνησία, απορροφούν πολύ μεγάλους αριθμούς προσφύγων σε σχέση με τον πληθυσμό τους, που δεν συγκρίνονται με την καχεκτική και ελλειμματική απορρόφηση των προσφύγων στις ευρωπαϊκές χώρες.

    stats2
    Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ενημέρωση του UNHCR στις 07/03/2019, ο αριθμός των προφύγων στην Τουρκία ανέρχεται σε 3,642,738 άτομα. Πηγή: UNHCR Portal for Refugee Situations.
    stats3
    Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ενημέρωση του UNHCR τον Φεβρουάριο του 2019, ο αριθμός των προφύγων στο Λίβανο ανέρχεται σε 946,291 άτομα. Πηγή: UNHCR Portal for Refugee Situations.
    stats4
    Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη μηνιαία στατιστική αναφορά από την Αίγυπτο, ο αριθμός των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο ανέρχεται σε 247.724 άτομα. Πηγή: UNHCR Egypt Monthly Statistical Report – February 2019.
    stats5
    Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, ο αριθμός των προσφύγων στην Τυνησία αναμένεται να φτάσει στους 1,680 μέχρι το τέλος του 2019. Πηγή: UNHCR Global Focus Tunisia.

Είναι ενδεικτικό ότι οι ρυθμοί αποδοχής των αιτούντων άσυλο απελπιστικά μικροί – λιγότερο από 5% παροχή αδείας παραμονής στην Ιταλία και 3% στην Ελλάδα (Πηγή: B. Saraceno, “Psicopolitica”, 2019).

Τι να κάνουμε σαν κοινωνίες, σαν ενεργοί πολίτες απέναντι σε αυτήν την ευρωπαϊκή υποκρισία και σε αυτό το φλερτ με το «αυγό του φιδιού» που σε πολλές χώρες έχει αρχίσει να σπάει. Πρέπει να ξανακάνουμε πολιτική με διαφορετικούς όρους, πρέπει να νοηματοδοτήσουμε αλλιώς τη δράση μας μέσα από τους εξής άξονες.

Πρώτος άξονας:
Πρέπει να πολεμήσουμε την παραπληροφόρηση και να προάγουμε τη συλλογή με συστηματικό και αξιόπιστο τρόπο δεδομένων, μαρτυριών και πληροφοριών στα εξής επίπεδα:

στα πραγματικά νούμερα της μετανάστευσης,
στις συνέπειες, συχνά πιο θετικές παρά αρνητικές, της μετανάστευσης στην αγορά εργασίας και στις τοπικές οικονομίες,
στα πραγματικά κόστη της φιλοξενίας και στις διαφορετικές δυνατές τυπολογίες της υποδοχής (καλές πρακτικές)
στους πραγματικούς κινδύνους εμφάνισης ορισμένων ασθενειών με ενδημικό χαρακτήρα, πχ. φυματίωση, και στην αξιολόγηση των φανταστικών κινδύνων και του συναγερμού για τη δημόσια υγεία,
στις συμπεριφορές, τις ανάγκες και τις δυσκολίες της κοινωνικής ενσωμάτωσης των διαφορετικών εθνικών ομάδων, μεταναστών ή προσφύγων, που υποδεχόμαστε,
στη σχέση μεταξύ μετανάστευσης και παραβατικότητας,
στην εφαρμογή ή μη των νομοθεσιών, εθνικών και διεθνών, που ισχύουν.

Επομένως, έχουμε επείγουσα ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα ισχυρό κέντρο αντι-πληροφόρησης, δηλαδή ενός αξιόπιστου εθνικού και Ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου του τι συμβαίνει.

Δεύτερος άξονας:
Πρέπει να πραγματοποιηθεί συστηματικά μια συλλογή καλών πρακτικών υποδοχής και κοινωνικής ενσωμάτωσης μεταναστών και προσφύγων. Πρέπει να τεκμηριωθεί το ποιος φορέας (ιδιωτικός,ΜΚΟ,Τοπικής αυτοδιοίκησης, κρατικός) υλοποιεί τις δράσεις, τι δυσκολίες και αντιστάσεις συνάντησε, ποιες είναι οι κοινωνικές επιπτώσεις των δράσεων στις τοπικές κοινωνίες, πόσο κοστίζουν, πώς μπορούν να καταγραφούν και να κατανοηθούν οι κίνδυνοι εμπορευματοποίησης πρακτικών υποδοχής και ενσωμάτωσης.

Τρίτος άξονας:
Πρέπει να οριστεί μια Θεσμική πολιτική ατζέντα διαβούλευσης με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και τους θεσμούς. Μια τέτοια πρωτοβουλία μπορεί να συντονιστεί από το Υπουργείο Μεταναστευτικής πολιτικής και πρέπει να περιλαμβάνει τα εμπλεκόμενα Υπουργεία, τις αυτοδιοικητικές αρχές όλων των βαθμίδων, τις ΜΚΟ, την Εκκλησία, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους εκπροσώπους συλλογικοτήτων τοπικών κοινωνιών, πανεπιστήμια και ερευνητικές ομάδες που ασχολούνται με αυτό το αντικείμενο, όπως επίσης και εκπροσώπους της Υπατης Αρμοστείας για τους πρόσφυγες και της Ε.Ε.

Τέταρτος άξονας:
Δημιουργία ενός πραγματικού κινήματος αλληλεγγύης των πολιτών , το οποίο θα προάγει αρχές, πολιτικές και δράσεις υποδοχής και κοινωνικής ενσωμάτωσης. Ένα κίνημα πολύχρωμο το οποίο θα στέκεται απέναντι στον εκφασισμό της κοινωνίας, στην μισαλλοδοξία και στη ρητορική του μίσους και του ρατσισμού.

Πρέπει να επιστρέψουμε μέσα από την κατανόηση των αποτυχιών και ελλειμμάτων μας , σε μια πολιτική πρακτική ικανή να αντιμετωπίσει την σύγχρονη πολυπλοκότητα όχι μόνο με στείρα συνθηματολογία και ιδεοληψίες αποκλεισμών, ούτε με αμιγώς τεχνοκρατικούς όρους, αλλά με νέες συνθέσεις ικανές να εμβαθύνουν την καχεκτική δημοκρατία μας και να απαντούν αποτελεσματικά στην υποκριτική διαχειριστική λογική του «επείγοντος» της Ε.Ε.

*Το άρθρο αυτό δε θα γραφόταν με αυτήν την μορφή του, αν δεν υπήρχε μια ουσιαστική ανταλλαγή με τον πρώην Διευθυντή του Τμήματος Ψυχικής Υγείας του ΠΟΥ, Benedetto Saraceno. Επίσης ορισμένες πρακτικές εμπειρικές επισημάνσεις προέρχονται από την θεραπευτική και ψυχοκοινωνική υποστήριξη προσφύγων στην Αθήνα με σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές από την ΕΠΑΨΥ, σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες του Ο.Η.Ε.

Πέφτοντας από τα σύννεφα στον Νέο Κόσμο, της Αγγελικής Σπανού

    Πέφτοντας από τα σύννεφα στον Νέο Κόσμο
    της Αγγελικής Σπανού

όπως δημοσιεύτηκε στο news247.

“Η αστυνομία διερευνά τα αίτια της τραγωδίας στον Νέο Κόσμο”. H είδηση μεταδίδεται με έναν γραφειοκρατικό τρόπο, που καταλήγει ειρωνικός. Τι ακριβώς ψάχνει η αστυνομία; Ποια λογική εξήγηση μπορεί να βρίσκεται πίσω από το γεγονός ότι μια μητέρα πέταξε το παιδί της από το μπαλκόνι και μετά έπεσε και αυτή;

Γείτονες βεβαιώνουν ότι πρόκειται για μια ήσυχη οικογένεια που ποτέ δεν είχε δημιουργήσει προβλήματα στην πολυκατοικία ούτε υπήρχαν σημάδια ότι κάτι συμβαίνει πίσω από την κλειστή πόρτα του διαμερίσματός τους. Ο πατέρας κατέθεσε ότι δεν είχε υποψιαστεί τίποτα, ότι η σύζυγός του δεν είχε ψυχολογικά προβλήματα, ότι είχαν καλή σχέση μεταξύ τους. Αυτόπτες μάρτυρες δηλώνουν ότι η γυναίκα έδειχνε ατάραχη και ότι τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να τη σταματήσει.

    Η ψυχική ασθένεια δεν είναι μια έξαρση της στιγμής, δεν έρχεται και φεύγει σαν τον πυρετό, ούτε μπορεί να περάσει απαρατήρητη για πολύ καιρό.

Αναπτύσσεται και εξελίσσεται αλλά επίσης προλαμβάνεται και αντιμετωπίζεται. Σε κάποιες περιπτώσεις επιτυχημένου θεραπευτικού πλαισίου, ειδικά σε ανοιχτές κοινοτικές δομές, χωρίς εγκλεισμό σε άσυλα, μπορεί να εξαφανιστεί. Σε άλλες περιορίζεται τόσο πολύ που οι πάσχοντες μπορούν να έχουν μια εξαιρετική ποιότητα ζωής. Οσοι πριν από λίγους μήνες απολαύσαμε τη συναυλία κλασικής μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής από λήπτες υπηρεσιών του κέντρου ημέρας της ΕΠΑΨΥ (Εταιρεία Περιφερειακής Ανάπτυξης Ψυχικής Υγείας) καταλάβαμε πολύ καλά τι θα πει αυτό. Σε καμία περίπτωση άνθρωποι που υποφέρουν από σοβαρή ψυχική ασθένεια δεν έχουν καλή τύχη αν δεν δεχτούν βοήθεια και υποστήριξη.

Το πρώτο είναι να αναγνωριστεί το πρόβλημα. Να παραδεχτούμε το κακό που συμβαίνει, να μιλήσουμε γι αυτό, να το δεχτούμε και να το παλέψουμε. Παρόλο που έχουν γίνει πολλά για την καταπολέμηση του στίγματος, υπάρχει ακόμη μεγάλη απόσταση να διανυθεί για να καταπολεμηθούν προκαταλήψεις και στερεότυπα. Συμβαίνει παντού γύρω μας να κρύβονται ψυχικές ασθένειες στο όνομα της μικροαστικής κανονικότητας μέχρι να αποκαλυφθούν αναγκαστικά όταν το σκοτάδι από τη μέσα μας ρωγμή ξεχυθεί με βίαιο πολλές φορές τρόπο.

Το επόμενο είναι να βρεθεί πλαίσιο υποστήριξης. Πού θα απευθυνθείς, ποιος θα σε κατευθύνει, πόσο θα αργήσει το ραντεβού, αν θα κουραστείς περιμένοντας, αν θα τα παρατήσεις, πόσο θα κοστίσει η προσπάθεια αν δεν καταφέρεις να “χωρέσεις” σε δημόσια δομή. Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, οι αναγκαστικές νοσηλείες στα ψυχιατρεία (κατόπιν εισαγγελικής εντολής και με χειροπέδες αυξάνονται), οι μηχανικές καθηλώσεις (ασθενείς δεμένοι με ιμάντες στα κρεβάτια) επίσης και αυτό δείχνει ότι δεν αποτέλεσε προτεραιότητα ούτε για την κυβέρνηση που θέλει να λέγεται κυβέρνηση της Αριστεράς η ουσιαστική αναβάθμιση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας για όλους.

Η αστυνομία δεν θα βρει τα αίτια της τραγωδίας στον Νέο Κόσμο αν δεν κάνουμε αυτή τη δύσκολη συζήτηση πριν πέσουμε από τα σύννεφα ξανά, την επόμενη φορά που μια Μήδεια ή ένας Ορέστης εμφανιστούν στη γειτονιά μας.