Συντάκτης: Γραμματεία Στυλιανίδη

TO BHMA: Ισλαμική τρομοκρατία και αγάπη του μίσους, του Στέλιου Στυλιανίδη

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ

«Thinking is fighting» έγραφε η Βιρτζίνια Γουλφ. Αυτό που ίσως μας μένει είναι να προσπαθούμε να φωτίσουμε ένα τέτοιο φαινόμενο βίας και φανατισμού από μια άλλη οπτική γωνία, ψυχολογική και ψυχαναλυτική, και να διατυπώσουμε ορισμένες σκέψεις για τη μακροπρόθεσμη αντιμετώπισή του. 

Η επικείμενη ένταση του μεταναστευτικού και του προσφυγικού κύματος ήταν προβλήματα ορατά από τότε που οι συμμαχικές δυνάμεις διέλυσαν το Ιράκ, το Αφγανιστάν και προκάλεσαν ένα χάος στον ευρύτερο αραβο-μουσουλμανικό κόσμο, με αντίστοιχα γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη για τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις. Επίσης ορατή ήταν και η διόγκωση του φανατισμού.

Η πολιτική ελίτ της Δύσης αλλά και η πλειοψηφία των διανοητών αδυνατεί να καταλάβει κάτι θεμελιακό: Ποιος είναι ο εχθρός, πού βρίσκεται ο εχθρός, ποιοι είναι οι ψυχολογικοί μηχανισμοί που καθιστούν φανατικούς τρομοκράτες χιλιάδες νέους 2ης και 3ης γενιάς των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων που απαξιώνουν τις αρχές του Διαφωτισμού και του κοσμικού κράτους και συγκροτούν την ταυτότητά τους μέσα από την αγάπη του μίσους;

Οπως εύστοχα παρατηρεί ο ισραηλινός συγγραφέας Αμος Οζ πρόκειται «για την παλιά διαμάχη μεταξύ φανατισμού και πραγματισμού, μεταξύ φανατισμού και πλουραλισμού, μεταξύ φανατισμού και ανεκτικότητας. Αν πιστεύω ότι κάτι είναι κακό, θα το εξοντώσω μαζί με ό,τι το περιβάλλει». Ο φανατισμός προϋπάρχει του Ισλάμ, του χριστιανισμού, του ιουδαϊσμού, των κυβερνήσεων, των κρατών, προϋπάρχει οποιασδήποτε ιδεολογίας ή θρησκείας στον κόσμο. Ο φανατισμός, όπως και το κακό, είναι αυτό που αποτελεί σε όλους μας το πιο οικείο και το πιο ανοίκειο κομμάτι του εαυτού μας.

Ο φανατικός απεχθάνεται τη ματιά στον εσωτερικό του κόσμο, απεχθάνεται τη σκέψη, την κριτική, τον αναστοχασμό, την αλλαγή. Μισεί την αβεβαιότητα της αλλαγής με την εξαίρεση ότι θέλει να αλλάξει εμάς.

Υπάρχει σημαντική επιστημονική τεκμηρίωση ανάμεσα στη σχέση ταπείνωσης, ντροπής, περιθωριοποίησης, φανατισμού και κοινωνικού αποκλεισμού και βίας. Η φονταμενταλιστική ισλαμική ιδεολογία βρίσκει γόνιμο έδαφος για προσηλυτισμό σε προσωπικότητες που είναι ευάλωτες και δυσλειτουργικές, όπως οι νέοι άνδρες και γυναίκες που πάσχουν από οριακή ή αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η φτώχεια, οι κοινωνικές ανισότητες, η ταπείνωση ή το βίωμα της κατωτερότητας απέναντι στην κουλτούρα της δυτικής μεγαλούπολης δεν υποδηλώνει ότι υπάρχει μια γραμμική-αιτιώδης σχέση με τον φανατισμό. Τα πράγματα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκα. Ωστόσο η συνάντηση της ατομικής και ομαδικής ψυχοπαθολογίας, όπως άτομα με εύθραυστη ταυτότητα και ασταθή εικόνα εαυτού, με «ειδικές»κοινωνικές συνθήκες αποτελεί ένα ιδανικό υπόβαθρο για προσηλυτισμό.

Τέτοιες προσωπικότητες υιοθετούν σύντομα και αβίαστα μια πρωτόγονη εξιδανίκευση και ταύτιση με τον θεϊκό πατέρα, βιώνουν την ευφορία της θυσίας σαν μια υπερβατική μυστικιστική εμπειρία. Ετσι επιτελείται ένας βίαιος μετασχηματισμός του μίσους ενάντια στον εαυτό και του φθόνου απέναντι στη διαφορετικότητα, ως ταύτιση και αγάπη προς το θείο. Το «δυτικό ξένο» μας μολύνει, μας απειλεί, έλεγε ένας νέος τζιχαντιστής σε έναν παλαιστίνιο ψυχίατρο. Ενας εκπαιδευτής τρομοκρατών αφηγείτο μιλώντας για την ταπείνωση ως κίνητρο εκδίκησης στους νέους εκπαιδευόμενους: «Πολλή από τη δουλειά έχει ήδη γίνει, λόγω όλων αυτών που υποφέρει ο κόσμος. Μόνο 10% γίνεται από εμένα. Η οδύνη και η εξορία δίνουν στο άτομο 90% από αυτά που χρειάζεται για να γίνει ένας μάρτυρας».

Καταλαβαίνουμε ίσως καλύτερα γιατί η ταύτιση με το θείο μάς προστατεύει από το βίωμα της απώλειας και του πένθους. Συνεπώς, το ολίσθημα σε μια παρανοϊκή θέση του ψυχισμού γίνεται ευκολότερο. Το πρόσταγμα της προκρούστειας φαντασίωσης του φανατικού είναι «Εάν δεν ενταχθείς στην εικόνα του εαυτού μου, θέση και αξία που σου ορίζω εγώ ο θύτης, σε εξαφανίζω». Το βασικό κίνητρο παραμένει η ένωση με τον Θεό, με το ιδεώδες του αιωνίου παραδείσου, με το υπερβατικό και όχι μόνο ο φθόνος, η οργή και η εκδίκηση.

Στην ουσία περιγράφουμε ένα κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο στις μεταμοντέρνες δυτικές κοινωνίες όπου ο κοινωνικός δεσμός, η νοηματοδότηση, η πολύπλοκη έννοια της υποκειμενοποίησης είναι δομικά ελλειμματικές. Το χάος που προέρχεται από τις εύθραυστες ταυτότητες των ατόμων, την αδυναμία να συμβολοποιούν την απουσία, να βιώνουν ήρεμα το έλλειμμα, δείχνει ότι τα αίτια είναι βαθύτατα.

Τι να κάνουμε λοιπόν; Υπάρχει επείγουσα ανάγκη, πέρα από συμψηφισμούς και στρατιωτικές επεμβάσεις, να ξανασκεφτούμε τις δυνατότητες αλλαγής του πλαισίου μέσα στο οποίο ζει ο «αόρατος εσωτερικός εχθρός». Με την ενδυνάμωση του διαλόγου σε δυτικό πολιτισμικό πλαίσιο με τους μετριοπαθείς Μουσουλμάνους και την ενίσχυση του λόγου των εκκοσμικευμένων θρησκευτικών ηγετών και διανοητών τους.

Ο βασικός στόχος είναι ο περιορισμός των νέων στρατολογήσεων φανατικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να μην ενισχυθεί η συνεργασία των πολυεθνικών δυνάμεων για τον έλεγχο της πληροφορίας. Μοιάζει αδιανόητο ότι ο πόλεμος ενάντια στο φρικαλέο ΙSIS να διεξάγεται από τους δυτικούς συμμάχους χωρίς τη συμμετοχή των υπόλοιπων ισλαμικών κρατών, που είτε μένουν αμέτοχα είτε επιδεικνύουν μια ύποπτη ανοχή στη δράση του. Είναι επείγον να ξανασκεφτούμε την εκ βάθρων οικοδόμηση του ευρωπαϊκού χώρου με νέους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς όρους, πέρα από τον φόβο, τον πανικό, την οργή και την απόσυρση που δημιουργεί η ισλαμική τρομοκρατία. Αυτή η Ευρώπη ή θα αλλάξει ή θα αυτοκαταστραφεί σαν ενιαίος χώρος παρασύροντας στο χαοτικό τέλμα της και τον μεταναστευτικό και προσφυγικό φονταμενταλισμό. Η ήττα της συλλογικής νοηματοδότησης αυτού που συμβαίνει είναι ίσως το μεγαλύτερο πλήγμα για το μέλλον μας.

Ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης είναι καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών,
ψυχίατρος-ψυχαναλυτής.

Να αλλάξει η Ελλάδα, αλλά όχι εμείς

Ο ψυχαναλυτής, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Στέλιος Στυλιανίδης, με τη μακρά εμπειρία στη διδασκαλία και την αρθρογραφία περί του δημόσιου πολιτικού και κοινωνικού βίου, έχει εργαστεί άκοπα τριάντα χρόνια για την εθνική ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Σε μια δύσκολη στιγμή της χώρας (και της ψυχικής ζωής του τόπου) ανεβαίνει στη σκηνή του TedX Academy στις 26 Σεπτεμβρίου για να μοιραστεί με το κοινό μερικές από τις δύσκολες και σημαντικές εμπειρίες του. Τίτλος της ομιλίας του «Ελλάδα, μια χώρα που δεν θέλει να αλλάξει». Για την ψυχική ακαμψία της χώρας, και όχι μόνο, μίλησε στην «Κ».

– Πώς προέκυψε η πρόσκληση στο TEDX;

– Με συνάντησαν οι άνθρωποί του και μου ζήτησαν να κάνω μια ομιλία. Νομίζω με βρήκαν από τα γραπτά μου για την ψυχοπαθολογία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στην Ελλάδα, που έχει ενταθεί την περίοδο της κρίσης.

– Ως ψυχίατρος, ποια είναι η δική σας οπτική σε σχέση με το θέμα;

– Η δική μου οπτική προκύπτει από μερικά παραδείγματα βιωμάτων από την τριαντάχρονη πορεία μου σε αυτό που λέμε ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα. Αυτό που προσπαθήσαμε με λίγους συναδέλφους να κάνουμε και να αλλάξουμε την ασυλική πραγματικότητα σε αυτήν τη χώρα, ξεκινώντας ως συμβολική κίνηση με το θέμα της Λέρου το 1988. Είμαι πλήρως εμπλεκόμενος με αυτό το θέμα από το 1987.

– Ποιες ήταν αδρομερώς οι προσπάθειες της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης;

– Κατ’ αρχάς ν’ αλλάξουμε την κουλτούρα της βίας και στέρησης της ελευθερίας των ατόμων που έχουν μια ψυχιατρική διαταραχή. Προσπαθήσαμε να αλλάξουμε τη νοοτροπία όλων των εμπλεκομένων στο σύστημα, κάνοντας παρεμβάσεις με την εκπαίδευση του θεραπευτικού προσωπικού και την αλλαγή του βιοϊατρικού μοντέλου, που είναι μόνο φάρμακα και καταστολή. Και στην ενδυνάμωση των ίδιων των οικογενειών των ασθενών μέσα από συλλογικότητες. Πάνω από όλα ο πυρήνας της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, είναι η θεραπεία του ατόμου στο φυσιολογικό του περιβάλλον. Και μέσα σε αυτό τονίζεται η αξιοπρέπεια των ασθενών και τα δικαιώματά τους. Διότι έχουμε στην Ελλάδα το παράδοξο να μιλάμε συνεχώς για δημοκρατικά δικαιώματα και να έχουμε αρνητικό ρεκόρ στην Ευρώπη στο επίπεδο των αναγκαστικών νοσηλειών. Πάνω από το 60% των εισαγωγών στα ψυχιατρεία γίνεται με αναγκαστική νοσηλεία τη στιγμή που ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 10%. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχουμε άλλες δομές γι’ αυτούς τους ανθρώπους, εναλλακτικές λύσεις φροντίδας, και έχουμε ασυλική κουλτούρα. Πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία. Η αναγκαστική νοσηλεία είναι το τελευταίο μέτρο, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται σαν κοινότοπο μέτρο. Read more