Παρέμβαση του καθ. Στέλιου Στυλιανίδη στο δελτίο ειδήσεων του MEGA (12/06/20)
Μπορείτε να παρακολουθήσετε την παρέμβαση στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε την παρέμβαση στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Στο όνομα της «αποσυμφόρησης των νησιών» από την 1η Ιουνίου ξεκίνησε η διαδικασία έξωσης 11.237 προσφύγων οι οποίοι (οι 8.000 περίπου μάλλοι άμεσα) πετιούνται έξω από τα διαμερίσματα, τα ξενοδοχεία και τις δομές, όπου τώρα διαμένουν. Με την απώλεια της στέγης διακόπτεται και η οικονομική τους ενίσχυση από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Estia II» που τους συντηρούσε. Επιπλέον, όπως σημειώνει η οργάνωση ΑΡΣΙΣ στην απεγνωσμένη επιστολή της προς το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, «εκατοντάδες παιδιά θα υποχρεωθούν να διακόψουν τη φοίτησή τους στα σχολεία τους, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το ψυχισμό τους».
* Γράφουν οι Μιχάλης Λάβδας1, Καθ. Στέλιος Στυλιανίδης2
Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, οι άνθρωποι αυτοί καλούνται, αφού μάθουν ελληνικά, να βρουν δουλειά, σπίτι και σχολείο για να στείλουν τα παιδιά τους, χωρίς εδώ και 3 χρόνια να έχει εφαρμοστεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο κοινωνικής ενσωμάτωσής τους με κοινοτικούς πόρους, όπως έχει συμβεί σε άλλες λίγες χώρες της Ε.Ε, με φωτεινό παράδειγμα την Πορτογαλία, η οποία μπορεί με το μέγεθος και το ΑΕΠ της να συγκριθεί με εμάς.
Αυτοί οι άνθρωποι θα περιφέρονται στα σοκάκια του κοινωνικού αποκλεισμού αβοήθητοι. Για εμάς, τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, που παλεύουμε για να τους βοηθήσουμε να επουλώσουν τα εσωτερικά τους τραύματα, η δοκιμασία στην οποία υποβάλλονται, η “τιμωρία” τους, αποτελεί δραματική ακύρωση της προσπάθειάς μας. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι χωρίς δικαιώματα και ως βάρος, πετιώνται σαν σκουπίδια έξω στο δρόμο. Ορίζονται μέσα από τη «γυμνή ζωή» του Agamben ως άνθρωποι που λειτουργούν ως εξιλαστήρια θύματα μιας κοινωνίας σε κρίση.
«Δεν υπάρχει υγεία χωρίς ψυχική υγεία» υποστηρίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας στηριζόμενος στις έρευνες που ανέδειξαν την επιβάρυνση που δημιουργούν οι ψυχικές διαταραχές και πώς μπορούν συνολικά να επηρεάσουν τη ζωή ενός ατόμου, της οικογένειάς του και της κοινωνίας ευρύτερα. Το 2019, ο Dainius Pūras με το ρόλο του Special Rapporteur για τα Ηνωμένα Έθνη μιλά για το πώς η ψυχική υγεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Αναφέρει πώς υπάρχει ένα σημαντικό κενό στη δράση με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα για τους ψυχοκοινωνικούς λόγους που δημιουργούν δυσφορία και επιβαρύνουν την ψυχική υγεία όπως και για τα δομικά χαρακτηριστικά ενός συστήματος «φροντίδας» που μάλλον επιβαρύνει παρά υποστηρίζει τη θεραπευτική διαδικασία.
Αυτοί οι λόγοι δεν είναι άλλοι από την πρόσβαση σε κατάλληλη στέγαση, την πρόσβαση σε εργασία, την ουσιαστική ενσωμάτωση για την οποία δεν έχει αναπτυχθεί κεντρική πολιτική για τους μετακινούμενους πληθυσμούς τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση ευρύτερα.
Είναι τεκμηριωμένο πλέον το γεγονός ότι όσοι έχουν βιώσει συγκρούσεις εμφανίζουν σημαντικά αυξημένα ποσοστά προβλημάτων ψυχικής υγείας (Charlson et al., 2019) τα οποία επιβαρύνονται περισσότερο από τις συνθήκες «υποδοχής» στις χώρες που οι άνθρωποι φτάνουν. Λένε οι Sundram και Ventevogel (2017) πώς περιοριστικά μέτρα που εφαρμόζονται άνισα σε προσφυγικό πληθυσμό και οι δομές κράτησης ή περιορισμού όπως είναι τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, οι καταυλισμοί ευρύτερα που βρίσκονται απομονωμένοι από κάθε δυνατότητα ενσωματώσης, επιδρούν αρνητικά στην ψυχική υγεία του πληθυσμού.
Ενός πληθυσμού στον οποίο ζητάται η τεκμηρίωση της «ευαλωτότητας» για να μπορεί να έχει πρόσβαση στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Στο να μπορεί να μη χρειάζεται να μοιράζεται μια τουαλέτα ανά 70 άτομα όπως ανέφεραν στην έκθεσή τους οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα (9.2018) για το διαβόητο (πλέον) καταυλισμό στη Μόρια.
Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με την αβεβαιότητα του «πού θα κοιμηθώ αύριο ή σε ένα μήνα» και «αν θα μπορώ να επιβιώσω και με τι κόστος», τότε οι παρεμβάσεις ψυχικής υγείας παύουν πλέον να έχουν την αποτελεσματικότητα που θα έπρεπε. Αντί να αντιμετωπίσουμε τους λόγους που «δημιουργούν» προβλήματα ψυχικής υγείας, οι ειδικοί ψυχικής υγείας καλούνται συχνά να γίνουν αυτοί που θα κάνουν τους ανθρώπους «να υποφέρουν ήσυχα». Αυτό ανατρέπει την ουσία της παρέμβασης στην ψυχική υγεία και ειδικά των παρεμβάσεων που διέπονται από τις αρχές της κοινοτικής ψυχιατρικής. Αρχές που λένε πως δεν υπάρχει θεραπεία έξω από την κοινότητα και πώς αν δε σου επιτρέπουν να ζήσεις, τότε η ψυχική σου υγεία είναι επόμενο να επηρεαστεί.
Οι ειδικοί ψυχικής υγείας καλούμαστε πλέον να μιλήσουμε και να ενώσουμε και τη δική μας φωνή με όσες φωνές «δεν ακούγονται» όσο θα έπρεπε. Να μιλήσουμε για τους ανθρώπους που βιώνουν μια κατάσταση μακράς αναμονής που βγάζει στην αστεγία, για τους ανθρώπους και τις νέες ανισότητες που δημιουργούνται τόσο μέσα στους καταυλισμούς όσο και έξω από αυτούς και τελικά στο σύνολο μιας κοινωνίας που φοβάται.
O Robert Castel σε μια από τις τελευταίες ομιλίες του στην Τεργέστη (2010) έλεγε για το διαρκή κίνδυνο μέσα στον οποίο ζουν οι σύγχρονες κοινωνίες. «Το να χάνεις την εμπιστοσύνη σου στο μέλλον σημαίνει πως ζεις μια διαρκή απειλή και έναν διαρκή κίνδυνο. Αυτό πλέον έχει φτάσει σε εκρηκτικά επίπεδα και έχει οδηγήσει σε μια κοινωνία κινδύνου. Ο φόβος ότι θα χάσουμε ό,τι ψήγματα ασφάλειας έχουν ξεμείνει, βάζει σε κίνδυνο την ίδια τη δημοκρατία. Δε μπορεί κανείς να ζει σε δημοκρατία κάτω από μια μόνιμη απειλή».
Σε μερικές ημέρες θα δημοσιευτεί από το Πανεπιστήμιο της Νοτιοανατολικής Νορβηγίας (University of South East Norway) η έκθεση των εξωτερικών αξιολογητών του προγράμματος παρέμβασης στην ψυχική υγεία προσφύγων της ΕΠΑΨΥ όπου με κινητές μονάδες επαγγελματιών και διερμηνέων παρέχουμε από το Μάρτιο του 2018 υπηρεσίες σε πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο που διαμένουν στο πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ που διαχειρίζεται η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.
Βασικό σημείο της αποτελεσματικότητας ενός προγράμματος που ως τώρα έχει εξυπηρετήσει περισσότερους από 250 πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο με σοβαρά ψυχοκοινωνικά προβλήματα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, είναι η δυνατότητα παρέμβασης στο σπίτι των εξυπηρετουμένων όπου παρέχονται υπηρεσίες ψυχικής υγείας με στόχο την ενίσχυση της ελπίδας για το μέλλον και την ενδυνάμωση τους ώστε να προχωρούν ψυχικά και σωματικά. Μέσα από τη θεραπευτική σχέση ενισχύεται η εμπιστοσύνη προς τους άλλους και η δυνατότητα κάθε ανθρώπου να αντέχει στις αντιξοότητες.
Όταν ωστόσο η αβεβαιότητα αυξάνεται και αυτό οφείλεται στην πολιτική που ακολουθείται με τις εξώσεις που θα συμβαίνουν πλέον σε μηνιαία βάση, αλλά και στους στόχους αποτροπής και όχι ενσωμάτωσης, τότε οι παρεμβάσεις για την ψυχική υγεία χάνουν την αποτελεσματικότητά τους. Στον άνθρωπο που λέει πως «χάνει κάθε του ελπίδα» σε μια μακροχρόνια αναμονή που εν τέλη οδηγεί στην αστεγία, η απάντηση βρίσκεται στο τι δομικές αλλαγές μπορούν να γίνουν ώστε να διευκολυνθεί η ένταξη, να διασφαλιστεί η πρόσβαση στην εργασία και τη στέγη, να διευκολυνθεί η λήψη κατάλληλων υπηρεσιών υγείας και ψυχικής υγείας από το ευρύτερο σύστημα, να δημιουργηθούν γέφυρες ανάμεσα στα υπάρχοντα προγράμματα στήριξης και ένταξης, να παραταθεί η στήριξη όπως άλλωστε υπογράφουν εξηντα μία οργανώσεις στην επιστολή τους προς τις αρμόδιες αρχές (29.5.2020) στην Ελλάδα αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το αίτημα της κοινωνικής και επαγγελματικής ενσωμάτωσης των υπό έξωση προσφύγων δυναμιτίζεται συστηματικά από τα ξενοφοβικά και ρατσιστικά αντανακλαστικά, άμεσα η συγκαλυμμένα, διαφόρων αξιωματούχων οι οποίοι απευθύνονται βέβαια στο δικό τους κομματικό ακροατήριο και δεν ενδιαφέρονται για κοινοτικές παρεμβάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να απαλύνουν την ανασφάλεια, το φόβο και τη ψυχική οδύνη των απελπισμένων αυτών ανθρώπων.
Η συνέχεια του δράματος θα παιχτεί στην νέα διαπραγμάτευση με τους θεσμούς της Ε.Ε. και την Υπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. Από αυτό το πεδίο δεν πρέπει να είμαστε απόντες. Μια κοινωνία στην οποία οι μειοψηφίες υποφέρουν είναι μια κοινωνία σε κίνδυνο.
Πηγή: tvxs.gr
Pandemic in Greece seems effectively manageable in comparison with our neighbors, Spanish and Italians. The particularity of the Greek situation is relating to the fact that the current health crisis has coincided with the symbolic end of a long term crisis starting in 2010 and lasting more than in any other European country. In fact we are coping with a crisis within a
crisis as well as with a number of “new” inequalities on the top of other previously witnessed.
I would like to share with you some narratives of mental health service users amidst crisis, some observations of sociological perspective in relation to the responses towards restrictive measures and finally, lacks of the public healthcare system that are dramatically emphasized during Covid-19 times.
Narratives:
20 year old, mental health service user:
“Doctor, I feel like we are in a huge psychiatric hospital all together. When I was first admitted I knew about when I will get out. Now I know nothing about when we will all get out”.
40 year old mental health service user with a history of hypochondriasis:
“I get my temperature about 70 to 80 times per day and because of the spastic cough I have, because of my anxiety that I will be infected, I also observed some blood in the sputum. Immediately I thought I had lung cancer and that I will die during the pandemic without my relatives close”.
40 year old mental health service user with chronic dysthymic disorder:
“I think I am better than ever. Everyone is locked in their homes so I do not feel like I miss something from my life as I had been experiencing during the whole previous time. I am a bit ashamed to share it with you but I would like what we experience to last more”.
42 year old doctor, intensive care specialist, in the first line of the ICU:
“In the past I had been discussing during psychotherapy about death anxiety as a matter of existential nature. What I am experiencing now is that I might die any moment, without anyone close to me in my last hours, just like a patient of mine passed away two days again suffering from agonizing dyspnea. I administered morphine to better facilitate his passing away”.
These exerpts delineate in many levels how this health crisis impacts our mental state: We are hanging on the lips of infectious disease specialists and on the same time we are all co-experiencing two major ethical dilemmas:
– The anxiety of triage of patients if at some point the ICU beds are insufficient.
– The decision to lift the restriction measures with whatever consequences might come with it.
Such is disaster and war medicine without being in an actual war.
Observing our fellow citizens: The context of restrictions is common for each one of us. In a “sunbathed” country like Greece, how agonizing it can be to stay home and not enjoy spring, the sea and the colorful sunset. Nevertheless, social inequalities within quarantine are strongly evident. It’s not the same to be a refugee in a camp in Lesvos, an “illegal” migrant in Athens, a homeless person or with substance abuse seeking for her or his “fix”, a member of a large family living in 40 square meters in a downgraded place. It’s different to live in the expensive north suburbs or south suburbs of Athens, with a garden, a pool and trees around you or even the sea.
It might even sound appealing the motto that the virus does not discriminate against, while there are strong discriminations in diagnosis, care and isolation conditions. It looks like the needs of the people who have a chronic mental illness, the burden of their families are completely out of the picture, downplayed in terms of importance compared to the catalytic power of emergency, which during these times means dealing with the pandemic. I wonder, can support through web platforms and applications substitute a warm look, a touch, the caring that is expressed through the whole of our body?
We are all learning in this unfamiliar condition of negotiation with virtual reality. The “in” and “out” seems to be confused.
However, there are social behaviors that are emerging in our everyday life that are worth mentioning:
– In our everyday walk that takes place after getting permission for “physical exercise” we are experiencing kindness and “complicity” (a common experience of guilt). People greet each other and smile like the climbers when they meet fellow travellers sharing a hard path. We
understand each other within a common matrix. Like we are discovering our common and fundamental humanity, to be related with others.
– Cohabitants in the same block of flats, younger taking care of their elderly neighbors, shopping for them and gently knocking on their door to ask if they are in need of something.
– But also dark sides of this: situations of “ratting” on the other, when someone calls the authorities for an isolated swimmer or cyclist. Others are warning for “suspicious” gatherings beyond two people or for groups of youngsters meeting at square. The unconscious jealousy for the temporary joy of the other seems to legitimize “ratting” in the shape of upholding the
law.
– In some cases following the life of others becomes an obsession and is facilitated by public urge and motivation to protect public health.
Crisis of the public health care system: Pandemic makes us measure up as institutions and as society in a dramatic way, having an understanding of deficits and weaknesses of the national healthcare system but also to revise the neoliberal obsessions about lack of funding provision and shrinking such a system.
Lacks of diagnostic tests, staff and beds in the ICU, protective health equipment, effective organization and quality of services, destabilization of the primary health care which should have been functioning as an effective filter before hospital admissions are brought to the surface through solid complaints of hospital doctors. Giving them the award through the
ceremonial night applause on Sunday cannot substitute the long term structural weaknesses of the system, their cuts on wages, their professional burnout which can only be reduced through providing necessary means to cope with everyday clinical and therapeutic burden.
Public mental health services should have a triple role:
Α. To respond to urgent requests from patients and their families affected by the virus.
B. The continuity of care for people with chronic psychiatric needs.
C. The psychological support and empowerment of the first line healthcare staff.
After ten years of financial crisis it can be easily understood that we are far from such a necessary multiple level support. Pandemic does not only make us question our lives at an individual level, our social reality but it also radically puts into question the cohesion of the common European house itself. The continuity of inactivity, blaming our fate and being suspicious, the submission of leaderships to the interests of the financial elite can this time prove to be fatal.
Stelios Stylianidis
Με τη συμμετοχή του Νίκου Γκιωνάκη (ψυχολόγος, Κέντρο Ημέρας ΒΑΒΕΛ)
O Ρένος Κ. Παπαδόπουλος, Ph.D. είναι Καθηγητής και Διευθυντής του ‘Κέντρου για το Τραύμα, το Άσυλο και τους Πρόσφυγες’, όπως επίσης και μέλος του ‘Κέντρου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα’, του ‘Δικτύου για το Μεταβατικό Δίκαιο’ και του ‘Kεντρικού Σημείου Ένοπλης Διαμάχης και Κρίσης’ τα οποία είναι τμήματα του Πανεπιστημίου του Εσεξ. Είναι επίσης Επίτιμος Κλινικός Ψυχολόγος και Συστημικός Οικογενειακός Θεραπευτής στην Κλινική Τάβιστοκ. Ασκεί το επάγγελμα του Κλινικού Ψυχολόγου, του Οικογενειακού Θεραπευτή και του Γιουνγκιανού Ψυχαναλυτή έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής του ζωής εκπαιδεύοντας και εποπτεύοντας αυτές τις ειδικότητες. Ως σύμβουλος στα Ενωμένα Έθνη, εργάζεται με πρόσφυγες, άτομα που έχουν υποστεί βασανιστήρια και άλλους επιβιώσαντες πολιτικής βίας και καταστροφών σε πολλές χώρες. Ίδρυσε το πρώτο και το πιο μακράς διαρκείας μεταπτυχιακό πρόγραμμα για την Φροντίδα των Προσφύγων. Παραδίδει διαλέξεις και προσφέρει εκπαιδεύσεις εξειδίκευσης διεθνώς και το γραπτό του έργο υπάρχει σε δεκαέξι γλώσσες. Του έχουν πρόσφατα απονεμηθεί Βραβεία από την Ευρωπαϊκή Ένωση Οικογενειακής Θεραπείας για τo Eπίτευγμα ‘Moναδικής του συνεισφοράς στο πεδίο της Οικογενειακής Θεραπείας και Συστημικής Πρακτικής’, από το Πανεπιστήμιο του Έσεξ για την καλύτερη ‘Διεθνή Ερευνητική Επίδραση’, και από δυο Ιδρύματα του Μεξικού για την ‘εξαιρετική του εργασία με ευάλωτα παιδιά και οικογένειες στο Μεξικό’.
Μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη εδώ.
της Φωτεινής Λαμπρίδη
Στην πρόσφατη έρευνα της Palmos Analysis για το Speedy News, το 78% των πολιτών, φαίνεται να έχει αποφασίσει πως θα αποφεύγει τις κοινωνικές επαφές και μετά την κρίση της πανδημίας. Το πως επιδρά η πανδημία αλλά και τα μέτρα που πάρθηκαν στην κοινωνική μας συμπεριφορά, είναι κάτι που απασχολεί αρκετούς φιλοσόφους, όπως τον Ιταλό φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν που γράφει σε πρόσφατο άρθρο του: «Οι πρόσφατες δεκαετίες, στις οποίες κυριάρχησαν οι πολιτικές του φόβου, έχουν αφήσει το στίγμα τους. Αυτό μπορεί να το δει κανείς στο σημερινό φόβο της φυσικής επαφής, ή στα καχύποπτα βλέμματα που επιτηρούν την τήρηση της «απόστασης ασφαλείας» μεταξύ των ανθρώπων». Το tvxs.gr ζήτησε από τον Στέλιο Στυλιανίδη (καθηγητή κοινωνικής ψυχιατρικής στο Πάντειο, ψυχίατρο – ψυχαναλυτή) να σχόλιασει τα αποτελέσματα της έρευνας.
«Φοβάμαι την εγκατάσταση μιας γενικευμένης καχυποψίας η οποία τροφοδοτείται από τον εσωτερικευμένο φόβο και την αβεβαιότητα. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια του αυθορμητισμού και της αυθεντικότητας των διαπροσωπικών σχέσεων. Εάν παγιδευτούμε στις στατιστικές διακρίσεις (πχ συναναστροφή με Κινέζους ή Ιταλούς) μπορεί να διολισθήσουμε σε συμπεριφορές κοινωνικού ρατσισμού και διακρίσεων, λέει ενώ επισημαίνει επίσης ότι: «Οι διαφωνίες μεταξύ των λοιμωξιολόγων αγγίζουν λιγότερο την ιολογία και περισσότερο την πολιτική»
Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι υπάρχει ένα δομικό ζήτημα ως προς την αξιοπιστία της απεικόνισης μιας τόσο πολύπλοκης πραγματικότητας. Είναι ίδια τα κυρίαρχα συναισθήματα εν μέσω πανδημίας μεταξύ μεσαίας ή ανώτερης τάξης και ατόμων που ξαναβρίσκονται σε συνθήκες ανεργίας, εργασιακής επισφάλειας, χρεών, φτώχειας, κοινωνικού αποκλεισμού; Είναι ίδιες οι σκέψεις ατόμων που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες πληθυσμού, όπως είναι οι ψυχικά ασθενείς, οι εξαρτημένοι, οι άστεγοι, άτομα με χρόνιο υποκείμενο νόσημα, οι μετανάστες, οι πρόσφυγες; Πώς συνδέεται σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες η ατομική αγωνία, η έλλειψη προοπτικής και ελπίδας για το μέλλον με το φόβο της πανδημίας; Τι, άραγε, επικρατεί; Ο φόβος της νόσησης ή το βίωμα ενός γυμνού μέλλοντος; Θέλω να πω ότι οι κοινωνικές ανισότητες επηρεάζουν καθοριστικά τη στάση απέναντι στην υγειονομική κρίση και οι γενικεύσεις συσκοτίζουν αυτή την κρίσιμη παράμετρο.
Σύμφωνα με την εμπειρία από άλλες μεγάλες σε έκταση και χρόνο επιδημίες εγκαθίσταται -μέσα σε ένα περιβάλλον φόβου και αγωνιώδους πρόληψης- ένας κοινωνικός αυτοματισμός: Το άγχος, οι καταθλιπτικές αντιδράσεις, το στρες, συμπτώματα που είναι κυρίαρχα και τεκμηριωμένα από έρευνες και σε άλλες πανδημίες, επιτείνουν την αγωνία νόσησης. Η εσωτερίκευση του φόβου μοιάζει να είναι καθολική και οδηγεί σε κοινωνικές συμπεριφορές όχι απλά της ενδεδειγμένης από τις δημόσιες αρχές προστασίας, αλλά κυριολεκτικά αποφυγής του άλλου, κάτι που αντιτίθεται στον ορθολογισμό. Από τα μέχρι τώρα επιστημονικά δεδομένα ξέρουμε ότι πολλά κρούσματα είναι ασυμπτωματικά ή με πολύ ήπια συμπτώματα, 1/4 των ασθενών παρουσιάζουν μόνο γαστρεντερικά συμπτώματα (ναυτία, έμετο, διάρροια) και ένα άλλο μέρος παρουσιάζει τα γνωστά προβλήματα πυρετού και αναπνευστικής δυσχέρειας. Επίσης, ξέρουμε ότι τα διαγνωστικά τεστ αντισωμάτων έχουν μικρότερη από 65% αξιοπιστία. Έχοντας σαν δεδομένο ότι τα σημαντικά ερευνητικά κέντρα σε όλον τον πλανήτη, κάνουν μια κούρσα μέσα στο χρόνο για να παράγουν αποτελεσματικά αντιικά φάρμακα πριν από το εμβόλιο, η ερώτηση που τίθεται είναι πότε θα κολλήσουμε, όχι αν θα κολλήσουμε, και πότε θα εμφανιστεί η επόμενη πανδημία από άλλα στελέχη των κορονοϊών.
Οι αντιφατικές εκτιμήσεις των ιολόγων και των επιδημιολόγων δείχνουν ότι ο σεβασμός στην επιστημονική μέθοδο οφείλει να είναι ένας σεβασμός στους χρόνους της, στις διαδικασίες της και στα ενδεχόμενα όριά της. Η βασική αντίφαση είναι μεταξύ μιας θέσης απόλυτης προστασίας, αυτό που ζούμε σήμερα στη χώρα μας, και μίας άλλης θέσης που παρουσιάζει τον ιό αυτό σαν σύνδρομο εποχικής γρίπης με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (ως προς την ταχύτητα και τον τρόπο μετάδοσης). Έτσι, και μέσα από την πολιτική διαχείριση του προβλήματος δημόσιας υγείας, οι διαφωνίες μεταξύ των λοιμωξιολόγων αγγίζουν λιγότερο την ιολογία, με την αυστηρή έννοια του όρου, και περισσότερο τις πολιτικές δημόσιας υγείας, την ανθεκτικότητα του συστήματος δημόσιας υγείας, τις αξίες και, σε τελευταία ανάλυση, την ίδια την πολιτική. Συμπερασματικά: Η αβεβαιότητα, το στίγμα και οι θεωρίες συνωμοσίας που συνδέονται με κάθε απρόβλεπτη φυσική καταστροφή οδηγούν στην μαζική εσωτερίκευση μιας πανδημίας φόβου με αποτέλεσμα αυτά τα υψηλά ποσοστά σε σχέση με τη διάθεση για κοινωνική αποστασιοποίηση.
Όπως δείχνει η έρευνα, τα συναισθήματα της ανησυχίας, της ανασφάλειας και του φόβου είναι κυρίαρχα και υπερτερούν συντριπτικά της ελπίδας και της αισιοδοξίας. Η μεγιστοποίηση του φόβου ο οποίος προέρχεται από μια πραγματική απειλή συνδέεται άρρηκτα με την αναπαράσταση αυτής της απειλής μέσα μας, στον καθένα ξεχωριστά. Μέσα από τις αφηγήσεις ασθενών μου παρατηρώ μια διαρκή ταλάντωση μεταξύ ενός εσωτερικού καταδιώκτη, ενός αρχετυπικού φόβου ότι η ύπαρξή του θα αφανιστεί από αυτόν τον αόρατο εχθρό, και μια θέση μάχης απέναντι σε έναν εξωτερικό καταδιώκτη, τον ιό. Ο τρόπος που τα ΜΜΕ μεταδίδουν τον κίνδυνο διασποράς και νόσησης αγγίζει ένα κατώφλι πέραν του οποίου η ψυχική ζωή αρχίζει να γίνεται δυσλειτουργική. Έχει μεγάλη σημασία πώς από μια φάση ακραίας ετοιμότητας και εγρήγορσης μπορούμε να περάσουμε, μέσα από την ελαστικοποίηση των μέτρων, προς μια ενδυνάμωση της ατομικής ευθύνης χωρίς ποινολόγια και καταναγκασμούς.
Ο τρόπος που η κοινωνία μας αντιδρά σ αυτή την πανδημία είναι αντιπροσωπευτικός της σχέσης της με την έννοια του ρίσκου/κινδύνου. Οι πολίτες ξέρουν από την επιστημονική αυθεντία και αποδέχονται ότι υπάρχουν ρίσκα που δεν μπορούμε να πάρουμε και είναι πρωτίστως αυτά που αφορούν την υγεία και τη ζωή. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ρίσκο: Να θέλουμε να προστατευθούμε από όλους τους πιθανούς κινδύνους – κάτι αδύνατο.
Αν το ζητούμενο είναι να προβλέψουμε τα πάντα σχετικά με την υγεία μας, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια συνολική απορρύθμιση του συστήματος των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Σε σχέση με τον κορονοϊό, το πρόβλημα δεν είναι τόσο η θνησιμότητα όσο η απίστευτη μεταδοτικότητα. Δεν έχει νόημα η σύγκριση με τα θύματα των τροχαίων ή μιας εποχικής γρίπης αλλά να λάβουμε υπόψιν τα αποτελέσματα μιας γεωμετρικής προόδου των κρουσμάτων.
Αν δεν είχαν παρθεί έγκαιρα περιοριστικά μέτρα, οι επιπτώσεις στο δημόσιο σύστημα υγείας, στις ευπαθείς ομάδες, στα ηλικιωμένα άτομα, θα ήταν μη προβλέψιμες όπως και οι οικονομικές παρενέργειες από ένα παρατεταμένο lockdown. Το πρόβλημα είναι ότι η αντιμετώπιση του υγειονομικού κινδύνου μπορεί να φέρει οικονομική κατάρρευση. Με δεδομένες αυτές τις αντιφάσεις, η θυσία της απόλαυσης της κοινωνικής συναναστροφής ακόμη και μακροπρόθεσμα, είναι προτιμότερη από τη διαχείριση της αβεβαιότητας μέσα στην αβεβαιότητα (την οποία σηματοδοτεί η νόσηση σε συνδυασμό με την οικονομική αγωνία).
Φοβάμαι την εγκατάσταση μιας γενικευμένης καχυποψίας η οποία τροφοδοτείται από τον εσωτερικευμένο φόβο και την αβεβαιότητα. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια του αυθορμητισμού και της αυθεντικότητας των διαπροσωπικών σχέσεων. Εάν παγιδευτούμε στις στατιστικές διακρίσεις (πχ συναναστροφή με Κινέζους ή Ιταλούς) μπορεί να διολισθήσουμε σε συμπεριφορές κοινωνικού ρατσισμού και διακρίσεων.
Ο περιορισμός ενός μεγάλου αριθμού δικαιωμάτων και ελευθεριών, θα πρέπει να αποτελέσει μια εξαιρετική συνθήκη με όσο το δυνατόν μικρότερη χρονική διάρκεια. Αυτή η εξαίρεση, σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή, πρέπει να συνδέεται με την προστασία της ζωής των πολιτών και μόνο με αυτή. Οι παρεκκλίσεις τύπου Όρμπαν, θα πρέπει να καταδικαστούν εμπράκτως από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, στην αναζήτηση της βέλτιστης ισορροπίας μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειες. Τα αυταρχικά καθεστώτα πάντα χρησιμοποιούν το φόβο για να χειραγωγήσουν τις μάζες και να παραβιάσουν τα ατομικά δικαιώματα μέσα από τη χρήση νέων τεχνολογιών.
Έχει ήδη προκύψει: Πρώτον, η συνειδητοποίηση της διάψευσης της παντοδυναμίας του μετανεωτερικού ανθρώπου, μπορεί να οδηγήσει σε αναστοχασμό και επανανοηματοδότηση της ζωής μας. Δεύτερον, η συνειδητοποίηση της καταστροφής που μπορεί να φέρει στις κοινωνίες η οικολογική καταστροφή και η μεγιστοποίηση του κέρδους με κάθε μέσο ίσως να μας οδηγήσει σε περιορισμό του βιασμού της φύσης προς όφελος των αγορών. Τρίτον, η ανάδειξη της σημασίας της δημόσιας υγείας και ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους δίνει επιχειρήματα και κίνητρο στην Αριστερά για να επανασχεδιάσει – συγκροτημένα και όχι συνθηματολογικά – την πολιτική της ατζέντα ώστε να διευρύνει την επιρροή και την αξιοπιστία της.
* Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι καθηγητής κοινωνικής ψυχιατρικής στο Πάντειο, ψυχίατρος – ψυχαναλυτής
Πηγή: tvxs.gr