Κατηγορία: Δημοσιεύσεις

«Απαρατήρητοι»: ένα βιβλίο για τους αντιήρωες της καθημερινότητας

«Απαρατήρητοι»: Οι αντιήρωες της καθημερινότητας στο βιβλίο της Αγγελικής Σπανού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις

Πηγή: Athens Voice

Είναι οι ηττημένοι της εποχής, κομμάτι του σύγχρονου προλεταριάτου, οι αντιήρωες της καθημερινότητας. Η ταμίας στο σούπερμάρκετ, η κυρία στα διόδια, ο ντελιβεράς, ο τραυματιοφορέας, ο θυρωρός, η ταξιθέτρια, η τηλεφωνήτρια, η οδοκαθαρίστρια, ο παρκαδόρος, ο δικαστικός κλητήρας. Ούτε καν άνεργοι  – για να προκαλούν οίκτο.

Στην πολιτική δεν μιλούμε για αυτούς. Δεν ανήκουν στην εκλογικά ελκυστική και κατά τα λοιπά απροσδιόριστη μεσαία τάξη, δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν είναι συνταξιούχοι, δεν είναι άνεργοι, δεν είναι καινοτόμοι επιχειρηματίες. Δεν είναι target group κανενός κόμματος ή focus group εταιρειών δημοσκοπήσεων. Δεν ασχολούνται μαζί τους οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ούτε επαγγελματίες του προοδευτισμού. Στη ζωή δε μιλούμε για αυτούς. Η δουλειά τους δε φαίνεται, τα λόγια των ιδίων είναι μετρημένα, η παρουσία τους δε μας εντυπωσιάζει. Περνούν απαρατήρητοι.

Η Αγγελική Σπανού όμως τους είδε και τους ένοιωσε. Πώς να είναι άραγε ένα βιβλίο για τους Απαρατήρητους από μια γυναίκα που χρόνια τώρα γράφει και μιλά για τους πλέον Παρατηρήσιμους; Θα είναι σίγουρα ένα βιβλίο που θα εντυπωσιάσει όσους δεν τη γνωρίζουν. Η εικόνα της σκληρής δημοσιογράφου που δυσκολεύει και ενίοτε σαρκάζει τους πολιτικούς συνομιλητές της δεν ταιριάζει στη συναισθηματική ένταση που δημιουργεί το αντικείμενο και η γραφή του βιβλίου. Όμως όσοι τη γνωρίζουν, δεν εντυπωσιάζονται. Η προσωπική της πραγματικότητα είναι αυτό το βιβλίο: ευαισθησία, εντιμότητα, έγνοια για τους άλλους, δυνατότητα ερμηνείας συμπεριφορών και κατανόησης των γκρίζων σημείων του ανθρώπινου ψυχισμού.

Ο αναγνώστης μέσα μου βλέπει στους «Απαρατήρητους» ολοκληρωμένους χαρακτήρες, ενδιαφέροντα νοήματα, την τοιχογραφία μιας εποχής. Ο αναγνώστης μέσα μου διαβάζει λογοτεχνία, όχι συνεντεύξεις ή ρεπορτάζ. Λογοτεχνία έτοιμη να πάρει τη μορφή μιας ταινίας ή ενός ντοκιμαντέρ. Με ολοκληρωμένους πρωταγωνιστές. Υπερχρεωμένους, αποκαμωμένους από τα σκληρά ωράρια, τσακισμένους από την έλλειψη προοπτικής και την ίδια ώρα ερωτευμένους, παθιασμένους, να φλερτάρουν και να απατούν τον σύντροφό τους. Να κάνουν ό,τι όλοι μας στην πραγματική ζωή. 

Ο δημοσκόπος μέσα μου βλέπει στους «Απαρατήρητους» τους ανθρώπους πίσω από τα νούμερα με τα οποία προσπαθώ να αποτυπώσω την πολιτική δυναμική. Ο (προσφάτως) πολιτικά ενεργοποιημένος και υποψήφιος εκλογών μέσα μου βλέπει στους «Απαρατήρητους» βιοπαλαιστές ξεχασμένους από το σύστημα που κραυγάζουν σιωπηλά για τη μοίρα των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα που είναι εγκλωβισμένοι σε χαμηλές αμοιβές, σκληρές συνθήκες και έλλειψη αναγνώρισης.

Οι δέκα «Απαρατήρητοι» της Αγγελικής Σπανού βγήκαν από την αφάνεια. Ας τους δούμε και ας τους νοιώσουμε και εμείς.

Εκπομπή για τις υποθέσεις των τελευταίων παιδοκτονιών (Χαλάνδρι, Νέος Κόσμος).

Από την εκπομπή “Όσα έφερε η μέρα” της Μαρίας Χούκλη, τη Δευτέρα 08/04/2019, στο ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 98,4. LINK

Ψυχοθεραπείες στην Ελλάδα σήμερα: Ποιοι, με ποια εκπαίδευση, για ποιες ανάγκες;

Για να ανοίξει ένας δημόσιος διάλογος πέραν των «ναρκισσισμών των μικρών διαφορών» μεταξύ των επαγγελματιών

Πηγή: Athens Voice

O Στέλιος Στυλιανίδης, Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής Παντείου Παν/μίου, ψυχαναλυτής, ομαδικός αναλυτής, και η Ιωάννα Κουστένη Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια, Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας, Επιστ. Συνεργάτης Τμ. Ψυχολογίας Παντείου Παν/μίου & Ελλ. Ανοικτού Παν/μίου, γράφουν για την ψυχοθεραπεία στην Ελλάδα.
______________________________________________________________________________

Με αφορμή την είδηση για ίδρυση νέων τμημάτων Ψυχολογίας οι προβληματισμοί της πανεπιστημιακής κοινότητας για το μέλλον της ψυχολογίας στην Ελλάδα εντείνονται

Ποιοι ασκούν το επάγγελμα του/της ψυχοθεραπευτή/τριας στη χώρα μας, με ποια εκπαίδευση και τεκμηρίωση της πρακτικής τους, σε ποιες ανάγκες ψυχικής υγείας απευθύνονται, ποια είναι τα διεθνή standards επαρκούς εκπαίδευσης και κλινικής εποπτείας των νέων ψυχοθεραπευτών (ψυχολόγων κυρίως, ψυχιάτρων, άλλων επαγγελματιών ψυχικής υγείας), πώς είναι δυνατόν να διατηρείται ένα στρεβλό καθεστώς χορήγησης άδειας άσκησης επαγγέλματος σε αποφοίτους σχολών ψυχολογίας σε πλήρη αντίθεση με τις ισχύουσες πρακτικές εκπαίδευσης και αξιολόγησης στις προηγμένες χώρες, ενώ παράλληλα μπορεί να ασκήσει ψυχοθεραπευτική πρακτική οποιοσδήποτε ολοκληρώσει μια ιδιωτική ολιγόχρονη εκπαίδευση; 

Πράγματι, το νεφέλωμα των ψυχοθεραπειών σε διεθνές επίπεδο είναι πολύπλοκο, αντιφατικό και συχνά συγχυτικό για το ευρύ κοινό. Τα 4 μεγάλα θεωρητικά-κλινικά ρεύματα και σχολές (ψυχαναλυτικό-ψυχοδυναμικό, συστημικό-οικογενειακής θεραπείας, συμπεριφορικό-γνωσιακό, ανθρωπιστικό-προσωποκεντρικό) διαθέτουν δομημένες επιστημονικές εταιρείες, διεθνείς και τοπικές, με συγκεκριμένα πρότυπα και διαδικασίες εκπαίδευσης και εποπτείας παρά τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις τους.

Παράλληλα, φαίνεται να έχουν αναπτυχθεί με βάση τις ανάγκες της «Ψ» αγοράς, εκατοντάδες «νέες» ψυχοθεραπευτικές τεχνικές και «σχολές» όπου συχνά χρησιμοποιούνται μη επιστημονικές, εναλλακτικές τεχνικές για να απαντήσουν στην ψυχική οδύνη. Από την επαγγελματική και θεσμική εμπειρία μας έχουμε παρατηρήσει πολυάριθμες περιπτώσεις σοβαρών ψυχιατρικών περιστατικών (σχιζοφρένεια, άλλες ψυχωτικές διαταραχές, κ.λ.π.) τα οποία στα χέρια άπειρων και ανεκπαίδευτων ψυχοθεραπευτών παρουσίασαν σοβαρές υποτροπές λόγω ελλιπούς κλινικής αξιολόγησης και συνεπώς ανεπαρκούς πρότασης στον ασθενή και στην οικογένειά του συγκροτημένου σχεδίου εξατομικευμένης φροντίδας.

Με αυτό το αναγκαστικά περιορισμένο σημείωμα, θέλουμε να ανοίξουμε έναν δημόσιο διάλογο σχετικά με αυτά τα κρίσιμα κοινωνικά και θεραπευτικά προβλήματα, πέραν των «ναρκισσισμών των μικρών διαφορών» μεταξύ των επαγγελματιών, οι οποίες δυστυχώς συχνά συσκοτίζουν τα ουσιώδη ζητήματα επαρκών ψυχοθεραπευτικών απαντήσεων σε πολύπλοκα αιτήματα ψυχοπαθολογίας και δημόσιας υγείας.

Με αφορμή την είδηση για ίδρυση νέων πανεπιστημιακών τμημάτων Ψυχολογίας οι προβληματισμοί της πανεπιστημιακής κοινότητας για το μέλλον της ψυχολογίας στην Ελλάδα εντείνονται. Υπάρχουν πολλά σημεία ανησυχίας, κάποια εκ των οποίων δυστυχώς δεν συνιστούν καινούργια δεδομένα. Συγκεκριμένα: ο τεράστιος αριθμός των εισακτέων φοιτητών ετησίως είναι δυσβάστακτος και δυσανάλογος, τόσο για τις δυνατότητες των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων να ανταποκριθούν, αλλά κυρίως για την ίδια τη δυνατότητα ποιοτικής (μετ)εκπαίδευσης των πτυχιούχων ψυχολόγων. Υπάρχει ένδεια επιστημονικών μέσων (λ.χ. εργαστήρια με κατάλληλο εξοπλισμό) για την επαρκή εκπαίδευση των φοιτητών.

Επιπλέον, οι δυσκολίες σύνδεσης των πανεπιστημίων με κέντρα πρακτικής άσκησης είναι πλέον σημαντικές, όπως είναι και η απουσία στήριξης προς την ανάπτυξη μεταπτυχιακών προγραμμάτων εξειδίκευσης, τη στιγμή που και οι δύο πρακτικές είναι θεμελιώδεις για την κλινική επάρκεια των νέων επαγγελματιών. Επιπρόσθετα, ο συνδυασμός του πλήθους αποφοίτων ψυχολόγων με την απουσία μελετών που να καταδεικνύουν τις πραγματικές ανάγκες στελέχωσης υπηρεσιών με επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ενδεχομένως θα οδηγήσει στην υπερπληθώρα προσφοράς αμφιβόλου ποιότητας υπηρεσιών στο δημόσιο και ιδιωτικό πεδίο.

Πολλά από τα ανωτέρω σημειώνονται, μεταξύ άλλων, σε σχετική επιστολή που υπέγραψαν οι πρόεδροι των τμημάτων ψυχολογίας προς τον υπουργό Παιδείας μετά την πληροφόρηση για την επικείμενη ίδρυση νέων τμημάτων. Διαχρονικά, η φτωχή και συχνά προσχηματική συνεργασία ακαδημαϊκών και πολιτείας, και η συνακόλουθη έλλειψη συναινετικών αποφάσεων φαίνεται να συνεισφέρουν στην παραγωγή στρατιάς άνεργων και ανεκπαίδευτων ψυχολόγων, κάτι που πιθανόν σημαίνει εξίσωση των standards εκπαίδευσης προς τα κάτω.

Είναι θέμα εκπαιδευτικό, ηθικό, επιστημονικό, οικονομικό αλλά και δημόσιας υγείας στο οποίο δεν μπορούμε να σιωπήσουμε, τουλάχιστον όσοι προσφέρουμε διδακτικό έργο σε φοιτητές ή/και ψυχολογικές υπηρεσίες στο ευρύ κοινό. Σιωπώντας, ενισχύουμε τον ανεξέλεγκτο αστερισμό των ιδιωτικών εταιριών, πολλές εκ των οποίων χωρίς κριτήρια πιστοποίησης και αξιολόγησης είναι δυνατόν να εκμεταλλεύονται την επαγγελματική επισφάλεια και αγωνία των υποψηφίων σπουδαστών τους. Σιωπώντας, μέσα σε ένα πλαίσιο ιδιότυπης omerta του Ψ χώρου, συνεισφέρουμε στον κίνδυνο που διατρέχει η δημόσια υγεία στα χέρια ανειδίκευτων επαγγελματιών.

Η χορήγηση άδειας επαγγέλματος στους ανειδίκευτους πτυχιούχους ψυχολόγους, δεν συνάδει με την ποιοτική παροχή υπηρεσιών και την προστασία της δημόσιας υγείας, χωρίς την απαίτηση περαιτέρω μεταπτυχιακής ή και διδακτορικής εξειδίκευσης και ολοκλήρωσης εκατοντάδων ωρών πρακτικής άσκησης με εποπτεία και προσωπική θεραπεία (όπως συμβαίνει σε χώρες του εξωτερικού). Η πολυετής εξειδίκευση σε κάποια επιστημονικά τεκμηριωμένη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση –ψυχαναλυτική, γνωστική-συμπεριφοριστική, συστημική, προσωποκεντρική κλπ.– είναι απαραίτητη για όσους ενδιαφέρονται για την κλινική άσκηση του επαγγέλματος και αυτή τη στιγμή αποτελεί μία επικερδή ιδιωτική πρωτοβουλία χωρίς ιδιαίτερο ποιοτικό έλεγχο από αδιάβλητου κύρους δημόσιους επιστημονικούς θεσμούς.

Oι συνθήκες πανεπιστημιακής και ιδιωτικής εκπαίδευσης που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα σχετικά με την εκπαίδευση ψυχολόγων και ψυχοθεραπευτών δεν είναι επαρκείς και συναφείς με την έννοια της επιστημονικής τεκμηρίωσης της κλινικής άσκησης του επαγγέλματος

Ευθύνη μας ως επαγγελματίες είναι να προσφέρουμε υπηρεσίες επιστημονικού χαρακτήρα με γνώμονα το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και τον σεβασμό για τους πολίτες που ζητούν τη βοήθειά μας. Είναι βέβαιο πως οι συνθήκες πανεπιστημιακής και ιδιωτικής εκπαίδευσης που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα σχετικά με την εκπαίδευση ψυχολόγων και ψυχοθεραπευτών δεν είναι επαρκείς και συναφείς με την έννοια της επιστημονικής τεκμηρίωσης της κλινικής άσκησης του επαγγέλματος, τομέας που έχει μελετηθεί εκτενώς από την υπογράφουσα.

Παράλληλα, σε ερευνητικό έργο που βρίσκεται αυτή την περίοδο σε εξέλιξη υπό την εποπτεία μας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έχουμε ενδείξεις πως τα κριτήρια του τρόπου εκπαίδευσης των νέων ψυχοθεραπευτών στην Ελλάδα διαφέρουν σε επικίνδυνο βαθμό. Οι ίδιοι οι επαγγελματίες προβληματίζονται για την εξέλιξη του κλάδου στην Ελλάδα. Καθώς δεν υπάρχει νομική κατοχύρωση του επαγγέλματος (γεγονός που ισχύει και για χώρες όπως η Μ. Βρετανία), η επαγγελματική ταυτότητα των ψυχοθεραπευτών είναι αδιαμόρφωτη, χωρίς διακριτά όρια και νεφελώδης, κάτι που σημειώνουν οι συμμετέχοντες στην έρευνα.

Παγκοσμίως, η χρήση του όρου «ψυχολογία» και «ψυχοθεραπεία» σε συνδυασμό με αμφιβόλου προέλευσης και αποτελεσματικότητας πρακτικές, που δεν έχουν καμία σχέση με το επιστημονικό πεδίο της ψυχικής υγείας, είναι ανησυχητική και σε ορισμένες χώρες (όπως η Αυστρία) παράνομη. Επιπλέον, τα κριτήρια επιλογής των μελλοντικών ψυχοθεραπευτών φαίνεται πως είναι εξαιρετικά ετερογενή και βασίζονται επιλεκτικά και κατά περίπτωση τόσο σε αντικειμενικά δεδομένα (όπως η ακαδημαϊκή κατάρτιση) όσο σε και υποκειμενικές κρίσεις σχετικά με την προσωπικότητα των ενδιαφερόμενων. Σημειώνουμε, πως η συστηματική αξιολόγηση των προγραμμάτων εκπαίδευσης επαγγελματιών σύμφωνα με τεκμηριωμένα πρότυπα, φαίνεται να είναι επίσης απούσα, δημιουργώντας γκρίζες ζώνες ως προς την ποιότητα της εκπαίδευσης και το επίπεδο των ανθρώπων που θα λάβουν την καθόλα βαρύνουσα ταυτότητα του ψυχοθεραπευτή.

Πριν από κάθε παραπομπή για ψυχολογική ή ψυχοθεραπευτική βοήθεια, ο ενήμερος πολίτης πρέπει να αξιολογήσει το βιογραφικό, την τεκμηριωμένη εκπαίδευση, την κλινική εμπειρία, τη σχολή ή επιστημονική εταιρία στην οποία ανήκει ο/η ψυχοθεραπευτής/τρια

Συνοψίζοντας, θεωρούμε εξαιρετικής σημασίας την αναδιάρθρωση των σπουδών ψυχολογίας στη χώρα μας, η οποία οφείλει ωστόσο να βασίζεται στην επιστημονική γνώση, σε καλές πρακτικές διεθνούς αποδοχής και στην οικονομική και κοινωνική ιδιαιτερότητα της ελληνικής πραγματικότητας.

Η προστασία της δημόσιας υγείας δεν χωράει συμβιβασμούς και προχειρότητες, αλλά οφείλει να είναι προϊόν συνεργατικής, διεπιστημονικής διεργασίας λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία και τις συστάσεις των ίδιων των επαγγελματιών, όπως και την αξιολόγηση της ικανοποίησης των ίδιων των θεραπευομένων. Πριν από κάθε παραπομπή ή αίτημα για ψυχολογική ή ψυχοθεραπευτική βοήθεια, ο ενήμερος πολίτης πρέπει να αξιολογήσει το βιογραφικό, την τεκμηριωμένη εκπαίδευση, την κλινική εμπειρία, τη σχολή ή επιστημονική εταιρία στην οποία ανήκει ο/η ψυχοθεραπευτής/τρια, χαρακτηριστικά τα οποία απέχουν πολύ από την «σαγήνη» που ασκούν οι όποιες παρεμβάσεις δημόσιων σχέσεων και κοινωνικού marketing.

Αρχείο Αρθρογραφίας σε Έντυπα Μέσα

Παιδοκτονία-αυτοκτονία: μετά το σοκ, των Σ. Στυλιανίδη & Γ. Τζεφεράκου

Πηγή: Athens Voice

    Ο Στέλιος Στυλιανίδης, Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής Παντείου Παν/μίου, ψυχαναλυτής, ομαδικός αναλυτής, και ο Γιώργος Τζεφεράκος, Ψυχίατρος, Διευθυντής ΜΟΘΕ ΟΚΑΝΑ, Επιστημονικός Συνεργάτης του Τμήματος Ψυχολογίας – Πάντειο Πανεπιστήμιο, Πρόεδρος του κλάδου Ψυχιατροδικαστικής της ΕΨΕ, Γραμματέας του κλάδου Ψυχιατρικής, Νόμου και Δεοντολογίας της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρείας, γράφουν με αφορμή το θλιβερό συμβάν στο Νέο Κόσμο.

Μια νέα γυναίκα – μητέρα αυτοκτόνησε, αφού πρώτα σκότωσε το παιδί της. Ειδήσεις σαν και αυτή σε αφυπνίζουν με ένα τραγικό τρόπο από μια καθημερινότητα με τα μικρά και τα μεγάλα προβλήματά της. Σε μια κοινωνία, που έχει συθέμελα κλυδωνιστεί για πολλά χρόνια με την κοινωνική και οικονομική κρίση και η οποία προσπαθεί με αγωνία να ξαναϋφάνει τους κοινωνικούς της δεσμούς και να θεμελιώσει στέρεους πυλώνες κοινωνικής αλληλεγγύης, αναπηδούν αμείλικτα τα ερωτήματα «τι πήγε στραβά;», «τι έπρεπε να είχε γίνει», «τι πρέπει να γίνει;». Ένα τέτοιο περιστατικό δεν είναι μια απλή καταγραφή αστυνομικού συμβάντος. Μετά το αρχικό σοκ και το πάγωμα της σκέψης που μας προκαλεί , η τραγωδία αυτή θέτει ουσιώδη ερωτήματα τόσο για την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και ψυχοπαθολογίας, όσο και για την ρεαλιστική δυνατότητα ενός δημόσιου συστήματος υπηρεσιών ψυχικής υγείας να προλάβει, να παρέμβει, να θεραπεύσει, να μάθει από τα κενά του , να αναστοχαστεί πάνω στις επιστημονικές δυνατότητες του και στην βούληση της πολιτείας και της κοινωνίας να επενδύσει ουσιαστικά και μακροπρόθεσμα στην συνοχή και συνέχεια της κοινοτικής φροντίδας ψυχικής υγείας.

Ερωτήματα που ζητούν επιτακτική απάντηση. Απάντηση οργανωμένη, ψύχραιμη, σταθερή και επιστημονικά τεκμηριωμένη, μακριά από επικοινωνιακές, μετεωρικές φωτοβολίδες. Φωτοβολίδες, οι οποίες όταν σβήσουν, αφήνουν μια τρομαχτική σιωπή, η οποία καλύπτει θεσμικά ελλείμματα, οργανωτικά σφάλματα, κοινωνικά στερεότυπα και ανεξίτηλα στίγματα.

Για την αντιμετώπιση όλων των προαναφερθέντων χρειάζεται κατ’ αρχάς έρευνα, αναζήτηση, διερεύνηση μακριά από προκαταλήψεις, κοινωνικά στεγανά, σιωπή και ψευδο-βεβαιότητες για την απόλυτη επιστημονική αλήθεια. Αναζήτηση, που πρέπει να χαρακτηρίζεται από ειλικρινή επιθυμία για την αλήθεια και η οποία να εδράζεται επί της παραδοχής ότι τίποτα στον κόσμο δεν είναι απόλυτα καλό ή απόλυτα κακό και ότι μέσα στον κάθε άνθρωπο διαλαμβάνει χώρα μια συνεχής δυναμική εξισορρόπηση μεταξύ καταστροφικών και δημιουργικών δυνάμεων.

Παρόλη την κοινωνική εικόνα της μητρότητας, η οποία παρουσιάζεται ως ονειρική και εξιδανικευμένη, η πραγματικότητα της περιγεννητικής περιόδου και της λοχείας παρουσιάζουν αυξημένο ρίσκο για την εκδήλωση σοβαρών ψυχιατρικών προβλημάτων, τα οποία προϋπάρχουν αλλά παραμένουν σε λανθάνουσα μορφή, συμπεριλαμβανομένων αυτών της περιγεννητικής κατάθλιψης με η χωρίς ψυχωτικά στοιχεία, της αυτοκτονίας και της βρεφοκτονίας. Η περίοδος της εγκυμοσύνης επιφέρει ραγδαίες αλλαγές στο σώμα, την ταυτότητα και την αντίληψη του εαυτού της γυναίκας και δύναται να διακινήσει σημαντικά τραύματα αναφορικά με τον δεσμό της νέας μητέρας τόσο με τη δική της μητέρα όσο και με τα δικά της παιδιά, σε μια διαδικασία διαγενεακής μετάδοσης του τραύματος. Υπάρχει συντριπτική κοινωνική και οικογενειακή πίεση για την γυναίκα να νιώθει πληρότητα, ολοκλήρωση και ευτυχία στον ρόλο της ως μητέρα ενώ οτιδήποτε αποκλίνει από το ιδεώδες αυτό πρότυπο απορρίπτεται και διαψεύδεται τόσο από το ίδιο το άτομο, σε μια διαδικασία αυτό-στιγματισμού, όσο και από την οικογένεια και την ευρύτερη κοινωνία. Το φαινόμενο της μη ευτυχισμένης μητέρας, της μητέρας που δυσκολεύεται ή αποποιείται τον ρόλο της, της μητέρας που εγκαταλείπει τα παιδιά της για οποιονδήποτε λόγο αποτελούν κοινωνικά ταμπού που απειλούν την οικογενειακή και κοινωνική συνοχή και συχνά παθολογικοποιούνται, στιγματοποιούνται και συγκαλύπτονται από την οικογένεια και την κοινωνία. Δυστυχώς, τραγικές περιπτώσεις παιδοκτονίας συχνά επισημαίνουν τα βαθιά κοινωνικά αυτά προβλήματα, τα οποία όμως δαιμονοποιούνται, δραματοποιούνται και ανάγονται σε προβληματικές σύγχρονων Μηδειών, αντί να καθίστανται αντικείμενα μελέτης, προβληματισμού και ανάλυσης, προκειμένου να αναγνωριστούν οι ευθύνες και τα αίτια τόσο ψυχιατρικά όσο και κοινωνικό-οικονομικά.

Σε μία προσπάθεια ενημέρωσης και αποδόμησης των προκαταλήψεων και των νοσηρών στερεοτύπων είναι σημαντική η παράθεση επιστημονικών δεδομένων, που αντλούνται από την διεθνή βιβλιογραφία. Η μητρική παιδοκτονία αναφέρεται συχνά ως υποκινούμενη από αλτρουιστικά κίνητρα προς το ίδιο το παιδί, αποφυγή και «τελική λύση» μιας χρόνιας ανίατης νόσου του παιδιού, χρόνια οξεία ψυχωτική συνδρομή της μητέρας, γέννηση ενός ανεπιθύμητου παιδιού, κακοποίηση της μητέρας ή του τέκνου από τον σύντροφο ή εκδίκηση προς τον πατέρα του παιδιού. Οι μητέρες αυτές, πέραν από προϋπάρχουσες πλην όμως λανθάνουσες ψυχιατρικές ή ψυχολογικές δυσκολίες, συχνά αντιμετωπίζουν πληθώρα ψυχοπιεστικών παραγόντων όπως οικονομικά προβλήματα, ανεργία ή οικονομική εξάρτηση από τον σύντροφο, κοινωνικό αποκλεισμό, απώλεια οποιουδήποτε άλλου επαγγελματικού ρόλου πέραν του μητρικού- φροντιστικού, ένδο-οικογενειακή βία ή συγκρουσιακές σχέσεις με τον σύντροφο, τους φίλους και την οικογένεια και έλλειψη υποστηρικτικού κοινωνικού δικτύου. Ένα σημαντικό 16-29% των παιδοκτονιών ολοκληρώνονται με την αυτοκτονία της μητέρας.

Αντίθετα με την κοινή αντίληψη, η εν γένει παραβατική συμπεριφορά και εγκληματικότητα δεν φαίνεται να συσχετίζεται με την μητρική παιδοκτονία αλλά με την παρουσία ψυχιατρικών προβλημάτων στην μητέρα από την προ- και περί-γεννητική περίοδο και μετά. Διεθνείς μελέτες συσχετίζουν τόσο τον παιδοκτονικό ιδεασμό όσο και την μητροκτονία ακολουθούμενη από αυτοκτονία (πέρασμα στην πράξη) με την παρουσία μεγάλης βαρύτητας κατάθλιψης με ή χωρίς ψυχωτικά στοιχεία στην μητέρα, σε ένα ποσοστό 41%. Από την άλλη πλευρά, παιδιατρικές μελέτες στον γενικό πληθυσμό, χωρίς αναφερόμενα ψυχιατρικά προβλήματα, καταδεικνύουν ότι το 70% των μητέρων με βρέφη που υποφέρουν από κολικούς, αναφέρουν σαφείς επιθετικές σκέψεις προς τα βρέφη τους με ένα συντριπτικό 25% από αυτές να αναφέρουν ρητές σκέψεις παιδοκτονίας κατά την διάρκεια επεισοδίων κολικών των παιδιών τους. Οι μελέτες αυτές επισημαίνουν επίσης την σημαντική δυσκολία γυναικολόγων, παιδιάτρων και γενικών ιατρών να ανιχνεύσουν πρώιμα σημάδια δυσφορίας, αποδιοργάνωσης της συμπεριφοράς αλλά και της συχνότητας αυτοκαταστροφικού ή ετεροκαταστροφικού ιδεασμού σε νέες μητέρες.

Ο κάθε άνθρωπος και η κοινωνία κατ’ επέκταση πρέπει να έχει το κουράγιο και την ωριμότητα να αναγνωρίσει την σκοτεινή της πλευρά. Εξ άλλου η προκατάληψη, το στίγμα και τα απλουστευτικά στερεότυπα στηρίζονται και ανατροφοδοτούνται από την ανεπεξέργαστη ψυχικά σκοτεινή πλευρά της εσωτερικής μας πραγματικότητας. Στέρεοι κοινωνικοί και ψυχικοί δεσμοί κτίζονται όταν δεν εξοβελίζεται η (ψυχική) αρρώστια, η αδυναμία, η ιδιαιτερότητα ως κάτι βδελυρό και αποτρόπαιο, αλλά γίνεται αποδεκτό στην ολότητα του , ώστε έτσι να βοηθιέται και να φροντίζεται.

Πέραν της αλλαγής, όμως, της στάσης απέναντι στην ψυχική αρρώστια, η οποία εκκινεί από τις παρυφές της ατομικής υποκειμενικότητας και υπερακοντίζεται στον πυρήνα της κοινωνικής θεμελίωσης, είναι απαραίτητη η οργάνωση αντίστοιχων δομών ψυχικής υγείας.

Οι δομές αυτές θα πρέπει να έχουν κάποια θεμελιώδη χαρακτηριστικά. Αναγκαία συνθήκη και προϋπόθεση για την αποτελεσματικότερη λειτουργία τους είναι η ουσιαστική ενσωμάτωση τους στην κοινότητα. Οι ψυχιατρικές δομές, αντί για αποθήκες ψυχών και πλαίσια διαιώνισης του κοινωνικού αποκλεισμού, πρέπει να αποτελούν ένα ζωντανό ενδοκοινοτικό κόμβο και σημείο αναφοράς για την πληροφόρηση, πρόληψη και αντιμετώπιση της ψυχικής διαταραχής. Η επιτυχία, δε, αυτού του εγχειρήματος εδράζεται στην μαζική και βέλτιστη κινητοποίηση, χρήση και αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων έμψυχων και υλικών κοινοτικών πόρων.

Μια άλλη παράμετρος επιτυχίας των δομών αυτών είναι η ευκολία πρόσβασης αλλά και η απενοχοποίηση της χρήσης τους. Είναι, πραγματικά τραγικό και εξοργιστικό, η έκκληση για βοήθεια ενός ανθρώπου να αρθρώνεται με ένα λόγο απολογητικό, γεμάτο ντροπή και φόβο. Τα συναισθήματα αυτά κατοπτρίζονται ανάγλυφα στα λόγια, που με αγωνία μας λένε οι ασθενείς μας: «Γιατρέ, βάλε με τελευταίο ραντεβού. Δεν θέλω να με δουν οι άλλοι. Δεν θέλω να ξέρουν ότι έρχομαι εδώ». Καθίσταται αδήριτη η ανάγκη της θέασης της ψυχικής υγείας και της ψυχικής νόσου σαν ένα συνεχές, ένα φάσμα που αφορά όλους μας, παρά σαν μια διχοτόμηση που διαχωρίζει «εμάς» από τους «άλλους» (ψυχικά ασθενείς).

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθίσταται επιτακτική η ανάγκη πρώιμης ανίχνευσης ψυχολογικών ή ψυχιατρικών δυσκολιών στην μητέρα από την προγεννητική κιόλας περίοδο καθώς και των παραγόντων που αυξάνουν το ρίσκο ένδο-οικογενειακής βίας, με την έλευση ενός νέου μέλους στην οικογένεια. Άλλοι σημαντικοί στόχοι που αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο για την όποια επιτυχή παρέμβαση είναι η απρόσκοπτη πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας στην κοινότητα, η ρεαλιστική σκιαγράφηση της μητρότητας καθώς και ο αποστιγματισμός των γυναικών αυτών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον ρόλο αυτό μέσω επιμορφωτικών προγραμμάτων τόσο των επαγγελματιών υγείας που εμπλέκονται στην φροντίδα της νέας μητέρας (γυναικολόγοι, παιδίατροι, μαίες, νοσηλευτές) όσο και της ευρύτερης κοινωνίας.

Η επανάληψη των ίδιων επισημάνσεων για χρόνια, με αφορμή άλλη μια ανθρώπινη τραγωδία, φθείρει και ματαιώνει και τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας και την κοινωνία, όταν δεν προτάσσεται ένα νέο όραμα και σχέδιο δράσης για την ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στη χώρα μας.