Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ, συνέβησαν 17 γυναικοκτονίες μέσα στο 2021 και 12 μέσα στους 7 πρώτους μήνες του 2022.
Στέλιος Στυλιανίδης
Ένα από τα ορατά αποτελέσματα της πανδημίας είναι, όχι μόνο η αύξηση των ψυχιατρικών διαταραχών, αλλά και της βίας, της ενδοοικογενειακής βίας και, στη χώρα μας, των γυναικοκτονιών.
Η εγκυστωμένη ψυχοπαθολογία σε συνθήκες εγκλεισμού εκδηλώνεται ευχερέστερα.
Σύμφωνα με ανεπίσημα ακόμη στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ, το 2020 υπήρξαν 31 υποθέσεις απόπειρας ανθρωποκτονιών μεταξύ πρώτου βαθμού συγγενών, δηλαδή σε επίπεδο πυρηνικής οικογένειας, από τις οποίες κατέληξαν σε θάνατο οι 15. Το 2021 υπήρξαν 58 ανάλογες υποθέσεις, από τις οποίες κατέληξαν σε θάνατο 34.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ, συνέβησαν 17 γυναικοκτονίες μέσα στο 2021 και 12 μέσα στους 7 πρώτους μήνες του 2022.
Ο κόσμος, δικαιολογημένα, αναρωτιέται και απευθύνεται σε εμάς τους ειδικούς ψυχικής υγείας προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι αυτό που μπορεί να ωθήσει έναν άντρα να σκοτώσει τη σύζυγο ή τη σύντροφο του.
Σε μια πατριαρχική κοινωνία όπως η ελληνική, παρά τον δήθεν εξευρωπαϊσμό της, ιδιαίτερα στην επαρχία και στις κλειστές κοινότητες, το να υπόκειται μια γυναίκα σε ταπείνωση, εξευτελιστικό έλεγχο της ιδιωτικής της ζωής, σε φυσική κακοποίηση, ψυχολογική βία και απομόνωση από το κοινωνικό της περιβάλλον, αποτελούν θέματα ταμπού, γκρίζες ζώνες, αντικείμενο ντροπής και επομένως απρόσφορα για αποκάλυψη.
Το κοινωνικό στίγμα που συνοδεύει ακόμη σήμερα μια διαζευγμένη γυναίκα σε περιοχές της επαρχίας, με κακεντρεχή υπονοούμενα για την σεξουαλική της ζωή, αποτελεί μια διαρκή πηγή ντροπής αλλά και ασυνείδητης αυτοενοχοποίησης.
Συχνά σε αυτό το πρότυπο σαδομαζοχιστικής σχέσης, θύτη-θύματος, γίνονται θεατές τα ίδια τα παιδιά του ζευγαριού αλλά και το οικογενειακό-φιλικό περιβάλλον το οποίο με τη σιωπηρή συνενοχή του ανατροφοδοτεί αυτή την επικίνδυνη τοξικότητα.
Στο συλλογικό ασυνείδητο τέτοιων κλειστών κοινωνιών και στην κυρίαρχη κοινωνική αναπαράσταση για το ρόλο της γυναίκας, αυτή δεν μπορεί παρά να αποτελεί προέκταση ή εξάρτημα του κακοήθους ναρκισσισμού του άντρα, συνεπώς και αντικείμενο απόλυτου εξουσιαστικού ελέγχου.
Η πιθανή διαφοροποίηση της από αυτό το καταστροφικό μοτίβο της σχέσης μπορεί να επιφέρει την τελική λύση ως απάντηση: “Προκειμένου να φύγεις και να μη σε ελέγχω ή να ντροπιαστώ που δεν σε ελέγχω, τότε θα πάψεις να υπάρχεις”.
Το εσωτερικευμένο στίγμα σε συνδυασμό με τη συχνή απαίτηση του οικογενειακού περιβάλλοντος για “υπομονή και ανοχή στη βία” (μη διαλύσεις το σπίτι σου για λίγο ξύλο…) είναι τα πραγματικά και συχνά ανυπέρβλητα εμπόδια που αποτρέπουν μια γυναίκα να ζητήσει βοήθεια στις κοινοτικές υπηρεσίες και στους τοπικούς θεσμούς.
Αλλά ποιες υπηρεσίες και ποιους θεσμούς σήμερα στη χώρα μας;
Είναι ακριβές ότι η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων κα Μ. Συρεγγέλα, υπεύθυνη για την οικογενειακή πολιτική και τα θέματα ισότητας των φύλων, έχει κάνει κάποιες προσπάθειες για την κάλυψη του τεράστιου χάσματος μεταξύ πραγματικών αναγκών και θεσμικών απαντήσεων.
Η τηλεφωνική γραμμή 15900 και η γραμμή 197 του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), η δημιουργία των συμβουλευτικών κέντρων για τέτοια προβλήματα και οι λιγοστοί ξενώνες για φιλοξενία γυναικών στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη, είναι πρωτοβουλίες προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ωστόσο, παραμένουν αποσπασματικές, ανεπαρκείς για το σύνολο της επικράτειας και εν μέρει αναποτελεσματικές στο βαθμό που δεν συγκροτούν δίκτυο συνέργειας με τα 72 επιτελικά γραφεία ενδοοικογενειακής βίας της ΕΛ.ΑΣ τα οποία δυστυχώς δεν έχουν επιχειρησιακή δράση, αλλά απλώς εποπτεύουν τον τρόπο λειτουργίας των αστυνομικών τμημάτων για τέτοια θέματα και κάνουν μια αδρή στατιστική καταγραφή χωρίς έρευνα σε βάθος.
Τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο 2021 με την ίδρυση πέντε γραφείων-τμημάτων ενδοοικογενειακής βίας της ΕΛ.ΑΣ. στην Αθήνα και ενός στη Θεσσαλονίκη έγινε μια προσπάθεια να απαντηθεί ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα χωρίς άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό και με στελέχη τα οποία σε μεγάλο βαθμό υπηρετούν εκεί χωρίς τη θέληση τους (ΜΑΤ, τροχονόμοι κοκ).
Είναι προφανές ότι η σύντομη σεμιναριακού τύπου εκπαίδευση αυτών των στελεχών (όπως με την αξιόπιστη ΜΚΟ Διοτίμα) είναι ανεπαρκής προκειμένου να συνδεθούν με υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, τοπικής αυτοδιοίκησης, πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, ψυχικής υγείας, νομικής υποστήριξης.
Κυρίως οι υπάρχουσες δομές είναι αδύναμες να αποκωδικοποιούν τα αιτήματα, άμεσα και έμμεσα, φοβισμένων και καταπιεσμένων γυναικών που ζουν σε συνθήκες ακραίας ανασφάλειας. Πολύ περισσότερες είναι ανίκανες να παρέμβουν προκειμένου να αντιμετωπιστεί επιχειρησιακά και νομικά η εν δυνάμει επικινδυνότητα του δράστη.
Συμπέρασμα: Πρέπει να επικαιροποιηθεί επιχειρησιακά, επιστημονικά, εκπαιδευτικά και ερευνητικά το εθνικό σχέδιο για την έμφυλη βία, ενσωματώντας καλές πρακτικές του εξωτερικού και προχωρώντας σε προσλήψεις εξειδικευμένων στελεχών (ψυχολόγων, ψυχιάτρων, νομικών, κοινωνικών λειτουργών, αστυνομικών) με διεπιστημονική συνεργασία σε κάθε νομό της χώρας.
Τα ΜΜΕ, πέρα από την δραματοποιημένη παρουσίαση τέτοιων φοβερών συμβάντων, πρέπει, επιτέλους, να επιτελέσουν έναν ουσιαστικό παιδευτικό ρόλο αναλαμβάνοντας την κοινωνική τους ευθύνη και εγκαταλείποντας μια κουλτούρα προχειρότητας, επιδερμικότητας και εντυπωσιοθηρίας
Τηλεγραφικές παρεμβάσεις του λεπτού από ειδικούς και δήθεν τηλεδιαγνώσεις, πρέπει να αποτελέσουν παρελθόν.
Ούτε όλα συγχωρούνται, ούτε όλα συμψηφίζονται και ούτε όλα επιτρέπονται μέσα από μια φτηνή κομματική αντιπαράθεση με το μανδύα της δήθεν κοινωνικής ευαισθησίας.
(Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι καθηγητής κοινωνικής ψυχιατρικής, ψυχαναλυτής, ιδρυτής της ΕΠΑΨΥ)
Σημαίνει τεράστια αναστάτωση, κίνδυνο υποτροπής και αβάσταχτη ταλαιπωρία στο δημόσιο σύστημα υγείας που στενάζει από την επιβάρυνση της πανδημίας και έχει εκρηκτικά ελλείμματα στον τομέα της ψυχικής υγείας, λέει ο Στέλιος Στυλιανίδης.
Η απόφαση του υπουργείου Υγείας για απαγόρευση συνταγογράφησης φαρμάκων και παραπομπής σε εξετάσεις από ιδιώτες γιατρούς σε ανασφάλιστους προφανώς εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο άσκησης πίεσης στους άπορους και έχει ήδη προκαλέσει τις αντιδράσεις της ιατρικής κοινότητας.
Πολύ περισσότερο όταν το δημόσιο σύστημα υγείας είναι στα όριά του και δεν «χωράει» περισσότερα αιτήματα.
Οι πιο ευάλωτοι όλων είναι οι ψυχικά ασθενείς δεδομένου ότι η σχέση με το γιατρό τους είναι καθοριστική για την έκβαση της θεραπείας τους. Το χτύπημα είναι συντριπτικό για τα ΝΠΙΔ που προσφέρουν ψυχιατρική φροντίδα δωρεάν και που έχουν πλήθος ανασφάλιστων ωφελούμενων.
Μίλησα για το ζήτημα αυτό με τον καθηγητή κοινωνικής ψυχιατρικής στο Πάντειο (ψυχίατρο-ψυχαναλυτή) Στέλιο Στυλιανίδη που είναι ιδρυτής της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ) και μου εξήγησε τι σημαίνει αυτή η απόφαση για τους ανασφάλιστους ψυχικά ασθενείς.
Σημαίνει τεράστια αναστάτωση, κίνδυνο υποτροπής και αβάσταχτη ταλαιπωρία στο δημόσιο σύστημα υγείας που στενάζει από την επιβάρυνση της πανδημίας και έχει εκρηκτικά ελλείμματα στον τομέα της ψυχικής υγείας. Μου εξήγησε πόσο καταλυτική σημασία έχει η θεραπευτική σχέση για να μείνει συνεπής ο ασθενής στην αγωγή του και πόσο ευαίσθητη είναι αυτή η σχέση και μου θύμιζε ότι υπάρχουν νησιά στα οποία ο ασθενής θα πρέπει να πάει σε άλλο νησί για να εξασφαλίσει τη συνταγογράφηση του φαρμάκου που χρειάζεται. Μου περιέγραψε τη μάχη που δίνεται καθημερινά από τους ψυχιάτρους στις. δομές της ΕΠΑΨΥ για να βοηθήσουν πάσχοντες από βαριές ψυχικές νόσους να ζήσουν όμορφα και με αξιοπρέπεια. Και πόσο όλη αυτή η προσπάθεια υπονομεύεται όταν πρέπει ένας ανασφάλιστος ασθενής που παλεύει με την ψυχική οδύνη να μάθει ξαφνικά ότι στο εξής θα πρέπει να στηθεί σε κάποια ουρά δημόσιου νοσοκομείου ή κέντρου ψυχικής υγείας για να τον εξυπηρετήσει ένας άγνωστος γιατρός χωρίς να ξέρει τίποτα για το παρελθόν και τις ιδιαιτερότητές του.
Θέλω να πιστεύω ότι η υφυπουργός Υγείας, αρμόδια για θέματα ψυχικής υγείας, Ζωή Ράπτη από αμέλεια αποδέχθηκε μια τέτοια απόφαση. Μακάρι να μην κάνω λάθος.
Η Βασιλική Σιούτη συζητά με τον Στέλιο Στυλιανίδη, ψυχίατρο-ψυχαναλυτή και καθηγητή Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, για το συλλογικό τραύμα που μας αφήνει η πανδημία.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε το podcast ,εδώ Ή ακολουθώντας το παρακάτω link : https://www.lifo.gr/podcasts/lifo-politics/giati-tha-akoloythisei-pandimia-stin-psyhiki-ygeia?fbclid=IwAR3lWrPDTQ1E3FWv0DMYsgT7FZjNAXQVoUjWzd2WQ4BUeMZeHS6M2XgNXyY
Ο καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής μιλάει για τις επιπτώσεις της COVID στην ψυχική υγεία, ιδιαίτερα για τα άτομα σε δυσμενή οικονομική θέση, και προτείνει αντίδοτα για το βίωμα της εσωστρέφειας.
Η πανδημία της COVID-19, ο εγκλεισμός και το social distancing έχουν επιβαρύνει πολύ την ψυχική μας υγεία. Σύμφωνα με στοιχεία του Εργαστηρίου Αναλυτικής Χημείας του ΕΚΠΑ, τον πρώτο χρόνο της πανδημίας, μέχρι τον Μάρτιο του ’21, η αύξηση της χρήσης των αντικαταθλιπτικών άγγιζε το 31% και των αγχολυτικών το 77%, ενώ η χρήση κοκαΐνης είχε τριπλασιαστεί! Την ίδια στιγμή, η φοβία όχι τόσο για τον ίδιο τον ιό αλλά για τον «άλλον», τον οποίο κοιτάζουμε με καχυποψία, αναμένεται να είναι μακροπρόθεσμη και δεν θα λήξει με τον έλεγχο της πανδημίας. Αυτό αναφέρει ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης, ψυχίατρος – ψυχαναλυτής-ομαδικός αναλυτής, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ιδρυτής και επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ).
Τα τελευταία δύο χρόνια η ζωή και η καθημερινότητά μας άλλαξαν άρδην εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού. Πόσο έχουν επιβαρύνει την ψυχική μας υγεία ο εγκλεισμός και το social distancing;
«Η πανδημία αποτελεί ένα συλλογικό τραύμα, δοκιμασία για την ανθεκτικότητα όλων μας. Σε πολλούς αποτελεί όχι απλώς μια ριζική αλλαγή της ρουτίνας της «κανονικότητας» αλλά μια ρήξη στον ψυχισμό, ο οποίος αδυνατεί να επεξεργαστεί με θετικό τρόπο το σοκ μιας δυστοπικής κοινωνικής πραγματικότητας. Το πέρασμα από την ταχύτητα του σύγχρονου τρόπου ζωής στην κοινωνική αποστασιοποίηση, στον εγκλεισμό και στην ακινησία έθεσε σε επερώτηση την ψυχοσωματική μας ισορροπία. Στο πριν, κυριαρχούσαν ο ακραίος καταναλωτισμός, η εξιδανίκευση του πλούτου, η ισχύς του χρήματος ως άμυνα απέναντι στο άγχος θανάτου, η ικανοποίηση του αγοραίου ναρκισσισμού μέσα από τα πολλά likes στα social media και η κουλτούρα του κενού. Με την πανδημία υπάρχουν τεκμηριωμένες έρευνες και στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο που δείχνουν με διαφορετικές διαβαθμίσεις τη μεγάλη αύξηση των λεγόμενων κοινών ψυχικών διαταραχών (κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές, διαταραχές ύπνου, φοβίες, κρίσεις πανικού), επιδείνωση των διαταραχών χαρακτήρα και συμπεριφοράς (αυτοκαταστροφικές και ετεροκαταστροφικές συμπεριφορές), δραματική αύξηση (50% το 2021 σε σχέση με το 2020) της ενδοοικογενειακής βίας και των γυναικοκτονιών, αύξηση της κατανάλωσης ουσιών, της επιβλαβούς χρήσης αλκοόλ, των ψυχοτρόπων φαρμάκων. Σύμφωνα με στοιχεία του Εργαστηρίου Αναλυτικής Χημείας του ΕΚΠΑ, καταγράφεται τρεις φορές αύξηση της χρήστης κοκαΐνης από την αρχή της πανδημίας έως τον Μάρτιο του ’21, αύξηση 77% στην κατανάλωση της λοραζεπάμης (φαμακευτικής ουσίας με αγχολυτική δράση), αύξηση 31% των αντικαταθλιπτικών. Επίσης, η αλληλουχία των κρίσεων, από την οικονομική στην υγειονομική, επέτεινε τις ψυχοσωματικές εκδηλώσεις (κεφαλαλγία, άσθμα κ.λπ.) και τις διαταραχές πρόσληψης τροφής, δείκτης μιας βαθύτερης παροδικής ή πιο μόνιμης ψυχικής αποδιοργάνωσης. Στα παιδιά και στους εφήβους παρατηρείται αύξηση των βίαιων και επιθετικών συμπεριφορών στο ενδοσχολικό περιβάλλον, αύξηση της κατάθλιψης, της αυτοκτονικότητας και των εθισμών, με κυρίαρχη την εξάρτηση από το Διαδίκτυο».
Το θέμα της εφετινής Παγκόσμιας Ημέρας Ψυχικής Υγείας ήταν «Η ψυχική υγεία σε έναν άνισο κόσμο». Η πρόσβαση στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας παραμένει άνιση και φαίνεται ότι η πανδημία διεύρυνε αυτές τις ανισότητες. Ποια είναι η κατάσταση στην Ελλάδα;
«Η κραυγαλέα ανισότητα είναι η πρόσβαση των πλούσιων και των φτωχών χωρών στα εμβόλια. Ο ΠΟΥ υπογράμμισε σε συστηματικές αναφορές του ότι η πανδημία έβαλε σε δοκιμασία τα ήδη εύθραυστα συστήματα δημόσιας υγείας όχι μόνο των αναπτυσσόμενων χωρών αλλά και των χωρών του δυτικού κόσμου. Οι ευχές των πολιτικών ηγεσιών για ενίσχυση της χρηματοδότησης, των ανθρώπινων πόρων, της διαθεσιμότητας και πρόσβασης σε νέες υπηρεσίες Υγείας τονίζουν το δραματικό χάσμα μεταξύ αιτημάτων για σωματική και ψυχική φροντίδα και διαθέσιμων πόρων. Ο χώρος της ψυχικής υγείας πλήττεται ακόμα περισσότερο από την υποχρηματοδότηση γιατί για πολύ καιρό βρισκόταν χαμηλά στις προτεραιότητες, παρά τους τεκμηριωμένους δείκτες σε παγκόσμιο επίπεδο για αύξηση της κατάθλιψης, των αυτοκτονιών και των εξαρτήσεων. Στη χώρα μας, από προηγούμενες επιδημιολογικές έρευνες στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, προέκυπτε ότι μόνο ένας στους τέσσερις πολίτες που υπέφεραν από μια κοινή ψυχική διαταραχή είχε πρόσβαση σε βοήθεια, σε ψυχολογική-ψυχιατρική φροντίδα, και αυτή εν πολλοίς ανεπαρκής. Η αύξηση των ψυχικών διαταραχών στη διάρκεια της πανδημίας όξυνε ακόμα περισσότερο το έλλειμμα κοινοτικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας, τις ανισότητες στην πρόσβαση σε αξιόπιστες υπηρεσίες και συχνά φαινόμενα «αυτοθεραπείας» μέσα από την άλογη θεραπεία υπνωτικών, αγχολυτικών και αντικαταθλιπτικών. Οι ψυχιατρικές διαταραχές επιβαρύνουν άνισα τα άτομα που βρίσκονται σε δυσμενή κοινωνική και οικονομική θέση».
Η μεγαλύτερή μας φοβία παραμένει αυτή για τον «άλλον». Κοιταζόμαστε πλέον καχύποπτα. Ποιες θεωρείτε ότι θα είναι οι μακροχρόνιες επιδράσεις;
«Η γενικευμένη καχυποψία δημιουργεί παράλογους φόβους όχι μόνο μετάδοσης του ιού αλλά και απειλής του ανοίκειου που υπόρρητα ενυπάρχει στον ανθρώπινο ψυχισμό. Στην ουσία μιλάμε για τον φόβο όχι μόνο ενός εξωτερικού κινδύνου που εκπροσωπείται από τον ιό αλλά για τον φόβο μιας εσωτερικής κατάρρευσης, με αποτέλεσμα να εξασθενούν σημαντικά οι ψυχικές άμυνές μας. Η επίδραση αυτού του φόβου θα είναι μακροπρόθεσμη και δεν θα λήξει με τον έλεγχο της πανδημίας».
Οι επιδράσεις στην κοινωνική συνοχή; Ξαφνικά έχουμε διχαστεί και έχουμε αρχίσει να απομακρυνόμαστε. Αυτό μπορεί να μεταφραστεί και σε διάσπαση στην κοινωνία;
«Η διχοτόμηση μεταξύ εμβολιασμένων/αντιεμβολιαστών, σε συνδυασμό με την ατελέστατη εφαρμογή πειθούς και πολιτικών προαγωγής της ψυχικής υγείας, δημιουργεί μια ανεξέλεγκτη πόλωση, η οποία συμβάλλει στην εξασθένηση της ατομικής και συλλογικής ψυχικής άμυνας. Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει την τεράστια σημασία του κοινωνικού κεφαλαίου στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας μιας κοινότητας. Το οριζόντιο κοινωνικό κεφάλαιο είναι οι δεσμοί και τα δίκτυα μεταξύ μας, ο εθελοντισμός, η συμμετοχή στα κοινά, στις αξίες της αλληλεγγύης και της ανθρωπιάς, στοιχεία που ενισχύουν την κοινωνική συνοχή και τη διαπροσωπική εμπιστοσύνη. Το κάθετο κοινωνικό κεφάλαιο είναι η σχέση των πολιτών με τους θεσμούς. Νομίζω πώς έχουμε αποτύχει παταγωδώς στο δεύτερο, με το σοβαρότατο έλλειμμα βασικής εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους διαχειριστές της πανδημίας. Χωρίς πειθώ και εμπιστοσύνη ενισχύεται η αδιαφοροποίητη μάζα των αντιεμβολιαστών».
Τελικά η επιδημία του φόβου είναι εξίσου επικίνδυνη με την επιδημία του κορωνοϊού ή ενδεχομένως χειρότερη;
«Η επιδημία του φόβου συνοδεύεται από τη βαθύτερη ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το μέλλον. Η απειλή και το άγχος θανάτου ενισχύουν ψυχικούς μηχανισμούς εσωτερίκευσης του φόβου και μέσω της παραπληροφόρησης τροφοδοτούν έναν φαύλο κύκλο ελλείμματος ελπίδας και καχυποψίας, η οποία αγγίζει την παρανοειδή ετοιμότητα. Θα χρειαστεί πολύς χρόνος και ουσιαστική ενίσχυση των οργανωμένων παρεμβάσεων δημόσιας ψυχικής υγείας σε συνεργασία με τους θεσμούς για να μειωθούν η ψυχοκοινωνική οδύνη, το στρες, η δυσφορία και τελικά να σπάσει η παθογένεια που περιγράψαμε».
Ποιο θα μπορούσε να είναι το αντίδοτο απέναντι στην εσωστρέφεια που έχουν επιβάλει οι συνθήκες της πανδημίας, ώστε να διατηρήσουμε την ψυχική μας ισορροπία;
«Η ενίσχυση των κοινωνικών δεσμών, των ψυχικών και συναισθηματικών επενδύσεων καθενός, η συνειδητοποίηση και ο αναστοχασμός του τέλους της παντοδυναμίας μας και των ψευδών ναρκισσιστικών επιβεβαιώσεων μπορούν να αποτελέσουν αντίδοτο στο βίωμα της καχυποψίας και της εσωστρέφειας, μια επένδυση στην ελευθερία και στην ελπίδα χωρίς ψευδαισθητικό εξορκισμό του άγχους θανάτου»
Πώς μπορεί η ψυχιατρική να συμβάλει στη χειραφέτηση του ανθρώπου που πάσχει και πώς μπορεί να ξεπεραστεί η δυσφορία εντός της ψυχιατρικής που απορρέει κυρίως από την αναστολή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Ο Νίκος Τζαβάρας είναι ήδη μια ιστορική προσωπικότητα της ελληνικής ψυχιατρικής και ψυχανάλυσης. Υπήρξε πρόεδρος και της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας και της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Αυτή η σύζευξη, της ψυχιατρικής και της ψυχανάλυσης, καθόρισε την πορεία και τη σκέψη του. Προλόγισε το «Εγχειρίδιο Ψυχοδυναμικής Ψυχιατρικής» (εκδόσεις Τόπος) που επιμελήθηκε ο συνάδελφος και φίλος του Στέλιος Στυλιανίδης, γιατί μοιράζονται την ίδια αγωνία: Πώς μπορεί η ψυχιατρική να συμβάλει στη χειραφέτηση του ανθρώπου που πάσχει και πώς μπορεί να ξεπεραστεί η δυσφορία εντός της ψυχιατρικής που απορρέει κυρίως από την αναστολή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Το «Εγχειρίδιο ψυχοδυναμικής ψυχιατρικής» (εκδ. Τόπος), το οποίο προλογίσατε, είναι ένα πανεπιστημιακό σύγγραμμα; Απευθύνεται αποκλειστικά σε φοιτητές ή σε ευρύτερο κοινό;
Το συλλογικό αυτό σύγγραμμα είναι ένα διδακτικό και φιλόδοξο πόνημα το οποίο θέλει να καλύψει –και το επιτυγχάνει– το πλήθος των όψεων μιας ψυχοδυναμικά προσανατολισμένης ψυχιατρικής. Εντούτοις, το εύρος των επιμέρους εργασιών ορθώς υπερβαίνει τα όρια του βασικού του προσανατολισμού, καθώς τόσο οι παραδόσεις της κλασικής κλινικής ψυχοπαθολογίας όσο και ο πλέον προφανής συγκαθορισμός της ψυχιατρικής έρευνας από τη βιολογία υπό την ευρύτερη έννοια διεισδύουν και διαμορφώνουν τις απορίες της ψυχοδυναμικής θεώρησης. Αυτού του είδους ο πλουραλισμός, που εκκινεί και δεν αποκρύπτει έναν αρχικό σχεδιασμό, είναι απαραίτητος για τη μεθοδολογική θωράκιση και την εκπαιδευτική ενημέρωση των φοιτητριών και φοιτητών στους οποίους απευθύνεται. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως η σειρά των πραγματειών που περικλείει δεν θα συγκεντρώσουν το ενδιαφέρον ενός πολύ μεγαλύτερου αριθμού αναγνωστών, ψυχολόγων και ψυχιάτρων, καθώς πληρούν συχνά με εύληπτο τρόπο κενά της ελληνικής βιβλιογραφίας. Νομίζω πως αυτό το εύχρηστο, αλλά και σε ορισμένα του σημεία δύσκολο, εγχειρίδιο θα προσφέρει γενικότερους ερεθισμούς στον ψυχιατρικό διάλογο. Βέβαια, επιθυμία μιας ψυχιατρικής που αποβλέπει στη διαμόρφωση ενός διευρυμένου διαλόγου εντός της κοινωνίας γύρω από τον ψυχισμό των πολιτών είναι και η πρόσληψη της κριτικής που θα ασκηθεί κατά των αδυναμιών του έργου της. Τόσο των γενικότερων μεταβολών που προτείνει όσο όμως και των θεωρητικών της απόψεων που προβάλλονται όπως λ.χ. από αυτό το εγχειρίδιο. Ένας σημαντικότατος λόγος να διαβαστεί, και μπορεί να κατανοηθεί και από τους μη ειδικούς, ώστε να προκύψουν κριτικές απορίες. Είναι λάθος να εγκλωβίζουμε την ψυχιατρική στην απομόνωση της επιστημονικής αυθεντίας. Τα επιμέρους κεφάλαια δεν απλουστεύουν τα θέματα που θίγουν, εντούτοις εκθέτουν με σαφήνεια στους αναγνώστες καταστάσεις που τους αφορούν.
Είναι σωστό να πει κανείς ότι επιχειρείται η σύνθεση του ατομικού με το κοινωνικό στην ψυχιατρική;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως αυτή η σύνθεση που ορθά υπαινίσσεστε δεν είναι απλώς και μόνον ένα ιδεολόγημα προοδευτισμού, αλλά αποτελεί μια αδήριτη μεθοδολογική προϋπόθεση για τη συγκρότηση του συνόλου της ψυχιατρικής. Η κοινωνική διάσταση των ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων –όπως κατ’ επανάληψη υποδηλώνει ο κλινικός και θεωρητικός ορίζοντας του εγχειριδίου– δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περιγραφής δίχως τη χρήση της ατομικής ψυχολογίας – και αντιστρόφως. Άλλωστε, όπως υπογραμμίζει ο Φρόυντ στην «Ψυχολογία των Μαζών», η ίδια η ψυχανάλυση είναι εξαρχής κοινωνική ψυχολογία. Κατ’ αναλογία, ήδη στη «Γενική Ψυχοπαθολογία» του Γιάσπερς, μαθητή του κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ, όπως και στους Μπλόυλερ και Κρέπελιν, η με τις κοινωνικές ανάγκες συναλλασσόμενη ψυχιατρική υποχρεώνεται να διαπιστώνει τις τραγικές όψεις της δικής της ιστορίας, κυρίως της ιστορίας των ασύλων, όπως και τις ελλείψεις θεωρητικών εποικοδομημάτων που αναπτύχθηκαν κάτω από όρους βάρβαρου αποκλεισμού των «τρελών». Ωστόσο, μολονότι κατά τον 19ο αιώνα υπεισέρχεται στην ψυχιατρική μια ορθολογική, εν μέρει θετικιστική αντίληψη σύμφωνα με την οποία ψυχικές νόσοι εδράζονται στον εγκέφαλο, η περαιτέρω εξέλιξή της καταδεικνύει τους κινδύνους που περικλείει ο βιολογισμός που επικρατεί ως ιδεολογία σε μεγάλη έκταση. Παράλληλα με την υποσχόμενη πρόοδο ανθρωπιστικών μεταβολών στο ασυλιακό πλαίσιο ιδιοποιείται μορφές κοινωνικού δαρβινισμού και της ευγονικής, η οποία μάλιστα, όπως έχει καταγραφεί από ιστορικούς της ψυχιατρικής, δεν αφήνει ανέπαφη τη σκέψη ούτε καν της ψυχιατρικής πρωτοπορίας. Ο ρατσισμός, οι δολοφονίες των έγκλειστων ψυχασθενών στη διάρκεια του εθνικοσοσιαλισμού, έχουν, τουλάχιστον μερικώς, εκεί τις καταβολές τους. Βλέπετε, η αλληλεπίδραση κοινωνικών, ιστορικών, ενδοοικογενειακών συνθηκών με την εξελισσόμενη υποκειμενικότητα του κάθε ατόμου δεν πρέπει να μελετάται και να ερμηνεύεται με αποκλειστική προοπτική τη συμπλήρωση επιστημονικών εργαλείων, αλλά και με τη διαρκή αποκάλυψη προκαταλήψεων και ιδεολογιών που διαδίδονται εντός της ίδιας της ψυχιατρικής.
Αυτή η «σύγχυση» των αξιών θα αποτελέσει αντικείμενο στοχαστών της μεταπολεμικής κοινωνικής ψυχιατρικής, οι οποίοι θα εγκαταστήσουν στον μεταρρυθμιστικό διάλογο που επιβάλλουν οι ιστορικές συνθήκες την κριτική των ιδεολογιών. Δηλαδή την αποκάλυψη των αντινομικών πλευρών με τις οποίες συνυπάρχουν επιστημονικές ανακαλύψεις και πρακτικές.
Στον πρόλογο μιλάτε για «δυσφορία εντός της ψυχιατρικής». Τι ακριβώς εννοείτε;
Πρόκειται για μια έμμεση και κατά την κρίση μου αξιοποιήσιμη αναφορά στην πραγματεία του Φρόυντ «Η δυσφορία εντός του πολιτισμού» που δημοσιεύτηκε το 1930. Οι συνειρμοί που ήδη ο τίτλος προξενεί είναι ποικίλοι και παραπέμπουν πράγματι σε μια υπερκαθορισμένη πρόθεση. Κατ’ αναλογία και μόνο στον πρόλογο πρόκειται για τη δυσφορία που εκτρέφεται εντός των ψυχιατρικών θεσμών, εντός των κλινικών, κατά την πρόσκρουση σε διαδοχικές και μη πάντα υπερβάσιμες θεραπευτικές δυσχέρειες, στη συχνή αίσθηση της ματαιοπονίας που κατακλύζει τους εργαζόμενους, για την αποκρυπτόμενη ή και ενσυνείδητη επιθετικότητα ενάντια στους μη επηρεαζόμενους ασθενείς, για τη δυσανεξία που καλλιεργείται από τις παραδόσεις που διατρέχουν την ψυχιατρική πραγματικότητα και προπάντων για την αναστολή των αναμενόμενων μεταρρυθμίσεων που χρονίζουν. Οι μεγάλες συμφιλιώσεις με την ιστορική πραγματικότητα της ψυχιατρικής είναι λιγοστές, ενώ επανέρχεται στην καθημερινότητά της η εμπειρία της αποξένωσης. Ένας από τους βασικούς λόγους, περιγραφόμενους στο «Εγχειρίδιο», για την απαραίτητη ψυχική φροντίδα, την «εποπτεία», εκείνων που εργάζονται στους θεσμούς της και ακόμη και για εκείνους εξυφαίνουν νέες θεωρητικές προοπτικές.
Απόρροια αυτής της αποξενωτικής εμπειρίας υπήρξε και το μεταπολεμικό ανατρεπτικό κίνημα κατά της εδραιωμένης παραδοσιακής ψυχιατρικής. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 έχουμε μια τεράστια εισβολή φιλοσοφικών ρευμάτων στην ψυχιατρική σκέψη, που αναζητά την υπέρβαση της αποξένωσης τόσο των ψυχικά περιθωριοποιημένων όσο και της δικής της υπόστασης. Από τον Μαρξ έως τον Χάιντεγκερ, από τη Σχολή της Φρανκφούρτης έως τον Φουκώ, προσδοκώνται οι οριστικές ρήξεις με το ψυχιατρικό παρελθόν. Πέραν των υπερβολικών ανατρεπτικών διατυπώσεων που οι ριζοσπαστικότερες φωνές εκείνης της εποχής διεκδικούν και που πολλές φορές δείχνουν να αγνοούν ή να παραγνωρίζουν την απλή, ουσιαστική, δύσκολη κλινική πραγματικότητα, νομίζω πως μία θέση του Φουκώ δείχνει να συμπυκνώνει το τι υποβάλλει η «δυσφορία εντός της ψυχιατρικής»: το ότι ο ίδιος ο Ορθός Λόγος, που παρεμβαίνει ως επιστημονική υπόδειξη, επικυρώνει τα όρια ανάμεσα στους κοινωνικούς θεσμούς και στην «παραφροσύνη». Την ορθολογική εκτίμηση της Τρέλας διατρέχει ο κίνδυνος ενός νέου εγκλεισμού και αποκλεισμού των παραφρόνων όταν η ίδια η κατανόησή τους ανακόπτεται μπροστά στην εξέταση της κοινωνικής τους διαδρομής και του ιστορικού βάθους της συνεχιζόμενης αποξένωσής τους. Σε αυτή την ακατάλυτη διαπίστωση προσέκρουσε ένα ελπιδοφόρο κίνημα, το οποίο αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη μέθη του ριζοσπαστισμού του. Όμως οι πυρήνες, τα ίχνη του, θα παραμείνουν αντικείμενο μελέτης της πεφωτισμένης καθηγεσίας και των μαθητευομένων της, γιατί εκφράζει τη μεγάλη ουτοπική ελπίδα για την απόλυτη χειραφέτηση των έως τώρα ψυχασθενών, την πλήρη συμφιλίωση των πολιτών μαζί τους.
Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στο βιοϊατρικό μοντέλο και στην ψυχοκοινωνική προσέγγιση;
Σήμερα κυριαρχεί ένα προσωρινό κατά την κρίση μου μεταμοντέλο μιας βιο-ψυχο-κοινωνικής προσέγγισης κάθε συγκεκριμένου ασθενούς, αλλά και των γενικότερων διλημμάτων της ψυχιατρικής θεωρίας και πολιτικής. Ο κίνδυνος που διαφαίνεται στην υιοθέτησή του αφορά την ιδεατή προβολή μιας γενικευμένης πρόθεσης, η οποία μπορεί όμως να ολισθήσει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση εξαιτίας ενός δεδομένου επιστημονικού περιβάλλοντος. Δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί η παρατήρηση πως η σημερινή θεραπεία των ψυχικών παθήσεων εξελίσσεται υπό την επήρεια βιολογικών προτιμήσεων. Στη σύγχρονη ψυχοφαρμακολογία πιστοποιείται η προώθηση παρασκευασμάτων –όπως λ.χ. των νευροληπτικών– που έχουν, τουλάχιστον για τις ψυχώσεις, οικουμενική εμβέλεια. Όμως η διαρκής γενικεύουσα στατιστική τεκμηρίωση των αποτελεσμάτων χορήγησής τους έχει –μεταξύ άλλων– ως συνεπακόλουθο το ότι μετατρέπεται σε χαρακτηριστικό των ψυχιατρικών ανακοινώσεων η απουσία παρουσιάσεων μεμονωμένων ασθενών που θα καθιστούσαν εύληπτους τους διαγνωστικούς και θεραπευτικούς χειρισμούς με γνώμονα το τρισδιάστατο μοντέλο. Μια άλλη αδυναμία για τη μη αποτελεσματική εφαρμογή του προέρχεται από τον ζήλο της κοινωνικής ψυχιατρικής να απεμπολεί τον απαραίτητο διάλογο με την ψυχοφαρμακολογία, όπως και συχνά να αποφεύγει την ίδια την ψυχοθεραπεία που εξακολουθητικά επικαλείται. Επίσης, έλλειψη εμπεδωμένων κλινικών γνώσεων παρεκτρέπει τη διάγνωση σε υπερεκχειλίζοντες ψυχολογισμούς που αποφεύγουν τη διάκριση των ουσιαστικών παθολογικών φαινομένων. Υπαινισσόμενος μόνο ορισμένες αδυναμίες που σχετίζονται με το εύηχα προβαλλόμενο τρίπτυχο επιδιώξεων, θα ήθελα να αναφέρω τη ρήση ενός μεγάλου φιλοσόφου ότι η κατάδυση στο συγκεκριμένο ψυχικό ζήτημα διευκολύνει την εφαρμογή αξιοκρατικά ουδέτερων κριτηρίων. Με άλλα λόγια, η ενασχόληση με ένα συγκεκριμένο υποκείμενο επιτρέπει τον έλεγχο της καταλληλότητας των κλινικών και θεωρητικών εργαλείων που εφαρμόζονται κατά τη διερεύνηση ασθενών και προτρέπει προς τον διεπιστημονικό διάλογο, που συμπληρώνει και διορθώνει μονομερείς ατέλειες. Δεν πρέπει ποτέ να λησμονείται πως η ψυχιατρική φέρει στην ενσυνείδητη και ασυνείδητη μνήμη της παραδοσιακές ταυτίσεις με προκαταλήψεις που δρουν, όπως και στην ίδια την κοινωνία, κατά της αποδοχής των ψυχασθενών και χρειάζονται καθαυτές μια συνεχιζόμενη επεξεργασία.
Και η κλινική;
Δεν είναι καθόλου συμπτωματικό για τη μεθοδολογική τάση αυτού του πονήματος το εκτενές κεφάλαιο που ακολουθεί την εισαγωγή: η Κλινική Εκτίμηση του Ασθενούς. Τόσο η ψυχιατρική διερεύνηση όσο και η ψυχοδυναμική συνέντευξη έχουν ως στόχο να διαμορφώσουν απαρχής τις συνθήκες πολλαπλών προσεγγίσεων του πάσχοντος ατόμου. Η ακριβής καταγραφή των ψυχολογικών και ψυχοπαθολογικών ιδιομορφιών, όπως και η πρώτη προσπάθεια ταύτισης με τον ασθενή, αποτελεί μια δοκιμασία για την οξυδερκή παρατήρηση και για την ενσυναισθητική λειτουργία, των οποίων ο συνδυασμός επιτρέπει πρώτες διαγνωστικές υποψίες. Πάντως, εκείνο που προέχει είναι η εσωτερική ετοιμότητα του εξεταστή να αναθεωρεί αναπαραστάσεις του που προέρχονται από εξωτερικές, εμπειρικές λεπτομέρειες σχετιζόμενες με την αισθητηριακή εκφραστικότητα του ασθενούς – όπως και να καταγράφει με αυθορμησία και ειλικρίνεια τις συγκινησιακές διαμοιβές που προέρχονται από τη διυποκειμενική επικοινωνία μαζί του. Αυτές οι διαισθητικές συναλλαγές είναι που στην ψυχανάλυση ανάγονται στις δύο θεμελιακές έννοιες της μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης και στη φαινομενολογία εμφανίζονται ως η κατανοούσα πράξη με την οποία επιδιώκεται η μεταφορά του ενός Εγώ στην περιοχή του άλλου.
Δηλαδή, αξιοποιείται η κλινική εμπειρία των ειδικών για να προκύψουν θεωρητικά συμπεράσματα;
Κατά την περιγραφή του πλήθους των Διαταραχών της Προσωπικότητας η συστηματική διεξοδική εκδίπλωση των κλινικών εικόνων επιτυγχάνει να ανταποκριθεί στους στόχους της εισαγωγής. Γίνεται εύληπτη η μεθοδολογική πρόθεση της εκμετάλλευσης ψυχοδυναμικών προτύπων για την καταλληλότερη σύγχρονη ανάδειξη μιας πολύχρονης ερευνητικής-κλινικής πορείας. Τα κείμενα, των οποίων η απαραίτητη οργανική συνάφεια υποβοηθά μια πειστική ενιαία αντίληψη, προέρχονται όχι αποκλειστικά από δόκιμους ψυχαναλυτές αλλά και από νεότερους συγγραφείς – με τους οποίους γνωρίζει να συνεργάζεται ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης. Το φάσμα των διαγνωστικών κατηγοριών στις οποίες επικεντρώνονται οι εργασίες προδίδει την αμερόληπτη επιλογή τους από την κλινική ψυχιατρική παράδοση –ως επί το πλείστον των ιδεατών ψυχοπαθητικών τύπων κατά Κουρτ Σνάιντερ– όπως και από τις αναθεωρήσεις τους που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια των δεκαετιών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως, αρχικώς από τους Χάιντς Κόχουτ και Όττο Κέρνμπεργκ.
Τα όσα εκτίθενται για την Ψυχοδυναμική Ψυχιατρική Κλινική αποτελούν μια συνεπή συνέχεια του κεφαλαίου για τις διαταραχές προσωπικότητας, για τις οποίες, θα πρόσθετα, ότι προσφέρονται για τη διαφοροποιημένη επισήμανση ομοιοτήτων, αλλά και ιδιαιτεροτήτων, στην ψυχοπαθολογία των αποκαλούμενων οριακών και των ψυχωτικών. Τα μεγάλα διλήμματα, τα οποία παραμένουν αναπόφευκτα, κατά την ψυχοδυναμική θεραπεία ψυχωτικών δεν αποκρύπτονται ούτε διασκεδάζονται λ.χ. στις δύο μελέτες της κ. Χρυσής Γιαννουλάκη, όπως συχνά συμβαίνει μέσω μιας ζοφερής ψυχαναλυτικής ρητορικής με την οποία επικαλύπτονται οι αδυναμίες της πράξης. Όλα τα μέρη αυτής της ενότητας συνθέτουν ένα πλέγμα κλινικών εμπειριών οι οποίες και εδώ προσφέρουν –και αυτό είναι το ευεργετικό διδακτικό γνώρισμα του εγχειριδίου– την αίσθηση μιας συνεχούς συγγραφικής προσπάθειας υπέρ μιας συνολικής θεώρησης της ψυχιατρικής.
Σε σχέση με τη θεραπευτική προσέγγιση, παίρνει θέση το βιβλίο;
Στα τελευταία μέρη του «Εγχειριδίου» οδηγούμαστε στην προβληματική των Θεραπευτικών Προσεγγίσεων, που δεν μπορεί παρά να αποκαλύπτει εκ νέου τις προτιμήσεις εκείνου που έχει επιμεληθεί την έκδοση με γνώμονα το ότι απευθύνεται στις φοιτήτριες και στους φοιτητές της Ψυχολογίας. Αντιπαρέρχομαι τις ατομικές ψυχοθεραπείες –που εισάγονται από γνωστούς πεπειραμένους κλινικούς– για να επιμείνω στην Ομαδική Ψυχοθεραπεία. Δυστυχώς, οι δυνατότητές της, ιδιαίτερα για ασθενείς των ψυχιατρικών κλινικών και γενικότερα θεσμών που επιλαμβάνονται των ψυχικά πασχόντων, δεν εφαρμόζονται σε μεγάλη έκταση, μολονότι, πλην της αδιαμφισβήτητης θεραπευτικής αποτελεσματικότητας που προέρχεται από την υποστήριξη του Εγώ των ασθενών, διανοίγεται η προοπτική της Κοινωνικής Ψυχιατρικής: δηλαδή η πιο ολοκληρωμένη κατανόηση της ψυχοπαθολογικής ή αποκλίνουσας συμπεριφοράς εντός των διαδραματιζόμενων κοινωνικών ρόλων, αλλά και η παράλληλη ενσωμάτωση όλων εκείνων που εμπλέκονται στις διαδικασίες θεραπείας και στους στόχους αποκατάστασης στο κοινό πλέγμα συναισθηματικών συναλλαγών. Αυτή η καθολικότερη προοπτική υπέρ της Αλληλεγγύης, που συντηρείται παρά τις κοινωνικές προκαταλήψεις και αντιστάσεις, είναι εν κατακλείδι ο προσανατολισμός αυτού του εγχειριδίου, στο οποίο ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης και οι συνεργάτες συνάδελφοί του εκφράζουν την πεποίθησή τους ότι η ψυχιατρική μπορεί να συμβάλει στη χειραφέτηση του ανθρώπου που πάσχει.
Ο Νίκος Τζαβάρας είναι Νευρολόγος-Ψυχίατρος, Διδάσκων Ψυχαναλυτής, Μέλος της Ελληνικής, Γερμανικής και Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας (IPA)