Γράφουν οι Στέλιος Στυλιανίδης και Αλέξιος Αρβανίτης
Στο ζήτημα της αναδοχής ή και της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, μία μετριοπαθής αρνητική στάση εδράζεται στο επιχείρημα ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι έτοιμη για τέτοιες αλλαγές, ακόμη κι αν αυτή είναι η διεθνής πρακτική. Αυτή η στάση αποτυπώνει ουσιαστικά τη θέση της Νέας Δημοκρατίας στη συζήτηση. Στην εύλογη αυτή ανησυχία θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε ευσύνοπτα.
Η έρευνα της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας στην επιστήμη της ψυχολογίας, που φέραμε στο προσκήνιο μία ομάδα 69 (αρχικά 55) πανεπιστημιακών ψυχολόγων δείχνει συστηματικά ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός των γονιών δεν επηρεάζει αρνητικά το παιδί σε μια σειρά κρίσιμων δεικτών, όπως είναι η κοινωνική προσαρμογή, το άγχος, η αυτοεκτίμηση, η κατάθλιψη, τα προβλήματα συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, δεν είναι από τη φύση τους τα ομόφυλα ζευγάρια ακατάλληλα να μεγαλώσουν παιδί. Η κριτική που μπορεί να ασκηθεί σε αυτό το συμπέρασμα είναι ότι δεν έχουν γίνει αντίστοιχες έρευνες στην Ελλάδα και άρα μπορεί τα παιδιά να έχουν προβλήματα με την ψυχική υγεία τους εξαιτίας του αρνητικού κοινωνικού περίγυρου και του στίγματος.
Πράγματι, η Ελλάδα δεν είναι η πιο προοδευτική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με στοιχεία του ευρωβαρόμετρου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στοιχεία του 2012), μέλη της ΛΟΑΤ κοινότητας αναφέρουν παρενόχληση σε ποσοστό 48% (μέσος όρος ΕΕ: 47%). Ειδικά η παρενόχληση από το προσωπικό του σχολείου ή του πανεπιστημίου ανέρχεται στο 25% (μέσος όρος ΕΕ: 18%). Aρνητικά σχόλια προς ΛΟΑΤ μαθητές αναφέρονται σε ποσοστό 96% (μέσος όρος ΕΕ: 91%) ενώ προς ΛΟΑΤ καθηγητές σε ποσοστό 81% (μέσος όρος ΕΕ: 72%). Τα ΛΟΑΤ άτομα αποκρύπτουν την ταυτότητά τους σε ποσοστό 76% (μέσος όρος ΕΕ: 67%). Το ποσοστό καταγγελίας διακρίσεων είναι μόλις 6% (μέσος όρος ΕΕ: 10%). Η Ελλάδα λοιπόν είναι κάτω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους περισσότερους δείκτες διακρίσεων, χωρίς όμως να είναι αγεφύρωτες οι διαφορές.