Ετικέτα: ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ

Από το AIDS στην Covid-19 : Ελλείμματα διαχείρισης και μελλοντικές προκλήσεις.

Στέλιος Στυλιανίδης

Ο αγώνας ενάντια στο AIDS έδειξε ότι η ποινικοποίηση των συμπεριφορών κινδύνου δεν διασφαλίζει την αποφυγή τους και εμποδίζει καθοριστικά την υιοθέτηση συμπεριφορών πρόληψης. Παρατηρούμε το ίδιο σήμερα με τη συμβολική και πραγματική ποινικοποίηση των ανεμβολίαστων.

Η δράση φέρνει αντίδραση, ο καταναγκασμός χωρίς πειθώ οδηγεί σε ενίσχυση του ανορθολογισμού και της υποτίμησης του πραγματικού κινδύνου μέσα από την παρηγοριά που προσφέρει η ενίσχυση του αντισυστημισμού.

Η ποινικοποίηση των οροθετικών στην πρώτη φάση της εξάπλωσης του AIDS έδινε την εντύπωση μιας ψευδούς ασφάλειας στον υπόλοιπο πληθυσμό όπως σήμερα στους εμβολιασμένους. Ωστόσο, η πανδημία συνεχίζει να προελαύνει εις βάρος και των εμβολιασμένων, όπως σε προηγούμενες δεκαετίες σε βάρος των αδιάγνωστων οροθετικών.

Η εμπειρία του AIDS δείχνει ότι η ποινικοποίηση συγκεκριμένων συμπεριφορών συμβάλλει στην ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων, στην έκθεση σε κίνδυνο των περισσότερο ευάλωτων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δομικές διαστάσεις της εξάπλωσης της πανδημίας (χαμηλή χρήση τεστ, υποχρηματοδότηση ΕΣΥ-ΠΦΥ, κοινωνικού κράτους, έρευνας, στοχευμένων δράσεων προαγωγής της υγείας και της ψυχικής υγείας.)

Η ανάδυση του AIDS δημιούργησε στην αρχή έναν “ηθικό πανικό” με ενοχοποίηση των ΛΟΑΤΚΙ+ με κλείσιμο των γκέι μπαρ, με αποκλεισμό των ασθενών μέσα στα ίδια τα νοσοκομεία. Η κατηγοριοποίηση των ομάδων κινδύνου 5H (homosexuels, heroinomanes, Haitiens, hookers, hemophiles) στιγμάτισε κοινωνικά τους πιο αδύναμους. Οι ασθενείς αντί να προκαλούν οίκτο κρίνονταν ως υπαίτιοι, αν όχι ένοχοι, της νόσησής τους.

Κινδυνεύουμε να ζήσουμε ανάλογες ρατσιστικές συμπεριφορές και με τη μετάλλαξη Ο για όποιον προέρχεται από τη νότια Αφρική, αρνούμενοι τις συνέπειες και τους κινδύνους της παγκοσμιοποίησης.

Η κοινωνία μας μετά το συλλογικό τραύμα της πανδημίας δεν θα είναι πλέον ίδια: Το εντύπωμα της ασώματης επαφής, οι αλλαγές στην κοινωνική και ερωτική συμπεριφορά, η εξατομίκευση, η καχυποψία απέναντι στον άλλο, ο διάχυτος φόβος και το άγχος θα καθορίσουν για καιρό το μέλλον μας.

Η αυταπάτη ότι μπροστά στον κορονοίό είμαστε όλοι ίσοι είναι επικίνδυνη για την κοινωνική συνοχή (γιατί δεν προσφέρουμε αυτά που πρέπει στους αδύναμους) και για την πρόληψη μελλοντικών βίαιων εκφορτίσεων ειδικά από τις νεότερες ηλικίες.

Η πανδημία τροφοδοτεί όχι μόνο την έννοια της διακινδύνευσης (Beck) αλλά και διάχυτους φόβους και άγχος αφανισμού, ορισμένες φορές ανεξέλεγκτους, μέσα σε μια ήδη προϋπάρχουσα κοινωνική ανασφάλεια (Castel) και στην υγρή πραγματικότητα (Bauman) της μετανεωτερικής κοινωνίας.

Η εξάπλωση της πανδημίας αποτελεί μεταξύ άλλων ένα ισχυρό ρήγμα στη ναρκισσιστική παντοδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου και στην ιδέα της διαγενεακής γραμμικής προόδου της ανθρωπότητας.

Το AIDS τον 20 αιώνα και η Covid-19 τον 21ο αιώνα θέτουν τις κοινωνίες απέναντι σε κοινά διλήμματα κοινωνικά, πολιτικά, επιστημονικά και ηθικά με όρους διαχείρισης της επιστημονικής αβεβαιότητας, της ατομικής και συλλογικής ευθύνης, της φροντίδας στους πιο ευάλωτους και κυρίως της πρόληψης.

Η ιστορία της διαχείρισης των μεταδοτικών επιδημιών είναι μακρά και ίσως μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημερινή πολύπλοκη κατάσταση.

Ο φόβος μόλυνσης μπορεί να εγκαταστήσει στον συλλογικό ψυχισμό την “αντιεπιστημονική λογική του λεκέ” (S. Sontag, 1989 ) και να δημιουργήσει “πολεμικές” μεταφορές στη διαχείριση οι οποίες στιγματίζουν τα άτομα που έχουν προσβληθεί ή αυτά που εκτιμώνται ως υψηλού κινδύνου.

Ο Μichel Foucault είχε ήδη προσδιορίσει δυο μοντέλα διαχείρισης των πανδημιών  μέσα από δυο παραδείγματα: 1) Λέπρα (Μεσαίωνας) κατά την οποία επικράτησε μια λογική εγκλεισμού και απομάκρυνσης, δηλαδή ένα μοντέλο δικαστικό-νομικό (διαχωρισμός, απαγόρευση, αποκλεισμός) 2) Πανώλη (17ος) όπου επιβλήθηκε ένα πειθαρχικό μοντέλο( κοινωνικός έλεγχος, επιτήρηση, εξατομίκευση).

Συνοψίζοντας: Ο λεπρός ήταν ανώνυμος μέσα στη μάζα και διαχωρισμένος ενώ ο πάσχων από πανώλη ταυτοποιημένος και επιτηρούμενος.

Αναλογίες και διαφορές:

-Χρόνος εμφάνισης:. Ο κορονοϊός υπάρχει από τον Δεκέμβρη του 2019 στη Γουχάν, ενώ στο τέλος Ιανουαρίου 2020 υπήρχαν τεχνικές έγκαιρης διάγνωσης. Το AIDS εμφανίστηκε το 1985 στην Αφρική και προκάλεσε επικές επιστημονικές διαμάχες μέχρι να εμφανιστούν οι πρώτες εκστρατείες ενημέρωσης στο τέλος του 1986.

-Κοινωνικές αντιδράσεις: Στην αρχή της πανδημίας, η αντίδραση ήταν ο στιγματισμός των “ξένων” (Κινέζοι, ο κίτρινος ιός του Τράμπ). Ο ιός του AIDS έγινε αντιληπτός σαν “του Άλλου” γιατί μεταφέρθηκε από Αϊτινούς στις ΗΠΑ και από Κογκολέζους στο Βέλγιο και στην Ευρώπη προκαλώντας έκδηλα ρατσιστικές αντιδράσεις.

-Τρόποι μετάδοσης: Φυσική επαφή στην πρώτη περίπτωση, μετάδοση μέσα από σταγονίδια στη δεύτερη. Ενώ το AIDS επηρέασε καθοριστικά την σεξουαλική ελευθερία και έφερε στιγματισμό των ομοφυλόφιλων και των τρανς, η πανδημία θέτει σε αμφιβολία την ίδια τη δυνατότητα να αναπνέουμε ελεύθερα. Δεν αλλάζει μόνο τις ερωτικές μας σχέσεις αλλά το σύνολο των κοινωνικών επαφών και την καθημερινότητα.

-Αντιμετώπιση: Ο πανικός της εποχής του AIDS έδωσε σήμερα τη θέση του στην πρωτοκαθεδρία της ιατρικής έρευνας, των θεραπευτικών πρωτοκόλλων που βασίζονται σε τεκμήρια και την ταυτόχρονη αρχική  ηρωοποίηση των υγειονομικών.

-Ανισότητες: Οι φτωχοί πέθαιναν από AIDS, ενώ για τους πλούσιους εφαρμόζονταν πειραματικές θεραπείες με τα τότε νέα αντιικά φάρμακα που σήμερα αποτελούν θεραπεία ρουτίνας. Σήμερα οι πλούσιες χώρες στερούν από τις φτωχές τα εμβόλια και το βιοτικό επίπεδο επηρεάζει το επίπεδο προστασίας.

Ο επιστημονικός χρόνος δεν είναι πολιτικός χρόνος αλλά ο πρώτος επιταχύνεται από τον δεύτερο.

Η καλλιέργεια ψευδών προσδοκιών φέρνει την ήττα της ιδέας ότι θα μπορούσαμε να ελέγξουμε έναν ιό “από έξω” χωρίς να τίθενται σε ουσιαστική επερώτηση -πολιτική, ηθική, επιστημονική- οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, της κλιματικής κρίσης και των ζωωνόσων.

Είναι βασικό να παραδεχτούν οι ελίτ ότι ο κορονοϊός είναι ιός της ανισότητας, λόγω της άνισης πρόσβασης σε ελλιπή συστήματα υγείας και πρόνοιας, σε συνάρτηση με τους δείκτες φτώχειας, κοινωνικού αποκλεισμού και μοναξιάς.

Η πανδημία είναι μια ιστορική ευκαιρία να τα σκεφτούμε και να τα σχεδιάσουμε όλα από την αρχή. Να ανακαλύψουμε εκ νέου τη σημασία των εννοιών της κοινοτικής υγείας, της δημόσιας υγείας, του κοινωνικού ΄κράτους, της αδήριτης ανάγκης το “εγώ” να μετακινηθεί ψυχικά προς το “εμείς”.

Βιώνουμε την επιστροφή του απωθημένου των βασικών αυτών προταγμάτων τα οποία ακύρωσε στην πράξη -όχι μόνο ιδεολογικά και πολιτικά- το νεοφιλελεύθερο δόγμα. Ο αναγκαίος επίπονος συλλογικός αναστοχασμός οφείλει να στηρίζεται στην υπόθεση ότι ο φόβος του Άλλου δεν μπορεί να αποτελεί πολιτική δημόσιας υγείας.

Στέλιος Στυλιανίδης: Καταναγκασμός ή πειθώ για τους ανεμβολίαστους; – Το λάθος δίλημμα (iEidiseis.gr)

Πηγή: iEidiseis.gr

Η προσωπική μου εμπειρία διαχείρισης δύσκολων ψυχιατρικών περιστατικών στην κοινότητα δείχνει ότι οι αντιστάσεις δεν κάμπτονται με την καταγγελία «ρατσιστικών» συμπεριφορών και με «ηρωικές» διακηρύξεις για τα δικαιώματα και το πολιτικά ορθό, αλλά με υπομονετική διαπραγμάτευση, σκληρή δουλειά, σεβασμό στο αξιακό σύστημα του άλλου, κατανόηση του ανοίκειου στην κοινότητα.

Στη χώρα μας, όπως και σε ολόκληρο τον πλανήτη, παρατηρείται μεγάλος δισταγμός, αμφιθυμία, σκεπτικισμός, ακόμη και απόλυτη άρνηση, απέναντι στον εμβολιασμό προκειμένου να χτιστεί το επιθυμητό και αναγκαίο τείχος ανοσίας.

Δυστυχώς, στη δημόσια συζήτηση παρατηρείται έλλειψη διαφοροποίησης της μάζας των ανεμβολίαστων μεταξύ επιφυλακτικότητας, αμφιβολίας, δυσπιστίας, ελλείμματος εμπιστοσύνης και οργανωμένων θεωριών συνωμοσίας και καθολικής άρνησης.

Είναι μείζον λάθος στην ανάλυση αυτών των συμπεριφορών η ομογενοποίηση τους με αποτέλεσμα τη στοχοποίηση και τον διασυρμό όσων δεν συμμορφώνονται και κατά συνέπεια την ενίσχυση των αντιστάσεων στον ορθολογισμό.

Ο εθισμός της ελληνικής κοινωνίας σε απλουστευτικές διχοτομήσεις και διχαστικά διλήμματα αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο την κατανόηση των συναισθηματικών αντιδράσεων των συμπολιτών μας που δεν εμβολιάζονται και διαβρώνει την καχεκτική εμπιστοσύνη μεταξύ θεσμών και πολιτών για τα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας.

Με βάση ερευνητικά εργαλεία της κοινωνικής ψυχολογίας, σχετικά με το φαινόμενο της πειθούς και τη μειονοτική επιρροή, έχουν παρατηρηθεί -με ερευνητική τεκμηρίωση-, σχηματικά, τα εξής:

-Υπάρχει μεγάλη διαφορά στη μετάδοση ενός μηνύματος ανάλογα με την αντίληψη για την πηγή: Σημαντική επίδραση έχουν η ανυστεροβουλία της πηγής, το target group στο οποίο απευθύνεται, η πρόθεσή της να πείσει και όχι να υποχρεώσει. Ολα αυτά μπορούν να ενεργοποιήσουν μια στάση μεταξύ αποδοχής και απόρριψης και ανάμεσά τους να μεσολαβεί ένα μεγάλο περιθώριο αδιαφορίας (Παπαστάμου, 2008).

-Συνεπώς, όταν χρησιμοποιείται ως επιχείρημα ο φόβος ή η απειλή, όπως αυτή της πανδημίας, αυτό αυξάνει τις πιθανότητες να παραμείνει το ακροατήριο σε κατάσταση συγκινησιακής έντασης, την οποία οι καθησυχαστικές συμβουλές και η επίκληση της «θρησκείας της επιστήμης» μπορεί να μην κατορθώσουν να ανακουφίσουν.

-Αν δεν λάβουμε υπόψη στη διαδικασία πειθούς το περιθώριο αδιαφορίας, όταν προκαλείται ένας δυνατός φόβος, ο οποίος δεν καταπραΰνεται από καθησυχαστικά μηνύματα, τότε το ακροατήριο θα αποκτήσει κίνητρα για να αγνοήσει ή να ελαχιστοποιήσει τη σημασία της απειλής.

-Σε αυτή την ελαχιστοποίηση προστίθεται και το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και ιδιαίτερα προς την κυβέρνηση για τη χρήση των προσωπικών δεδομένων η οποία μπορεί να γίνει εις βάρος των ατομικών ελευθεριών και της δημοκρατίας.

Η κυρίαρχη αντίληψη στον κόσμο, περισσότερο στις προηγμένες χώρες, είναι ότι δεν του αρέσει να τον μετρούν και να τον καταλογοποιούν.

Παρατηρείται το παράδοξο σε σχέση με την πολιτική των εμβολιασμών, εκεί όπου υπάρχει υψηλό μορφωτικό επίπεδο και ανεπτυγμένα συστήματα υγείας, πχ στη Γαλλία, να εκδηλώνεται μεγαλύτερη διστακτικότητα και αμφιθυμία ως προς τη χρήση των προσωπικών δεδομένων και την εκμετάλλευση τους από την Big PHARMA και τις πολυεθνικές.

Αξίζει να προσθέσουμε την ισχυρή έλξη την οποία παράγουν τέτοιες συμπεριφορές «αντί» σε μια κοινωνική μειονότητα μέσα σε ένα πλειοψηφικό ρεύμα, η οποία έτσι καθίσταται ορατή μέσα στο κοινωνικό σώμα και ενισχύει τη συνεκτικότητα της με ακλόνητη αυτοπεποίθηση και σιγουριά, ειδικότερα όταν εμφανίζεται να απορρίπτει δημοσίως την κυρίαρχη θέση.

Άτομα με ρευστή κοινωνική ταυτότητα τα οποία κατακλύζονται από καταδιωκτικά άγχη, αβεβαιότητα και ανασφάλεια για το μέλλον είναι πιο επιρρεπή στο να εξουσιοδοτήσουν τους χαρισματικούς «αρχηγούς» της μειοψηφίας ώστε να υποστηρίξουν τη μειονοτική θέση και επομένως την «ηθική δικαίωση» τους.

Απέναντι σ αυτές τις θορυβώδεις μειοψηφίες η έννομη και ενεργή πλειοψηφία μπορεί να υιοθετήσει δύο αντιθετικές στάσεις:

-Μια στάση εχθρότητας ή απόρριψης και μια στάση σαγήνης και έλξης.

Συνεπώς, οι ενεργές μειονότητες θα μπορούσαν να προκαλέσουν αμφιθυμία και στα ίδια τα μέλη τους και στο ακροατήριο τους και η αμφιθυμία αυτή θα ενίσχυσε τον κρυφό τους αντίκτυπο (Moscovici, 1994).

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις, το ερώτημα είναι πώς μπορούν να οικοδομηθούν επίπεδα εμπιστοσύνης απέναντι στις θεμελιώδες παρανοήσεις-καχυποψία-στρεβλώσεις.

Η εμπιστοσύνης εξαρτάται από τις εξής παραμέτρους:

-Επιστημονική ενημέρωση.

-Επίδραση των μεγάλων πολυεθνικών-φαρμακευτικών.

-Εμπλοκή των επαγγελματιών υγείας.

-Κυβερνήσεις

Το χτίσιμο μιας αλυσίδας εμπιστοσύνης εξαρτάται από τη συνοχή των μηνυμάτων τα οποία εκπέμπονται σε αυτά τα τέσσερα επίπεδα.

Το ελληνικό παράδειγμα

Ενώ η διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας υπήρξε υποδειγματική, με την εμβληματική συμβολή του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, ο οποίος όχι μόνο εξέπεμπε ένα καθαρό και αξιόπιστο επιστημονικό μήνυμα αλλά το πλαισίωνε με ισχυρή συναισθηματική νοημοσύνη και ενσυναίσθηση, στη συνέχεια τα μηνύματα και τα μέτρα έγιναν αντιφατικά, συγχυτικά, ασαφή, με βαθύ έλλειμμα νοηματοδότησής τους.

Αυτό που συστηματικά παρατηρήθηκε και βιώθηκε ως ασυναρτησία είχε δραματική επίδραση στην πειθώ και συνέτεινε στην έλλειψη κατανόησης των αντιστάσεων των πολιτών (ο θόρυβος, οι φήμες και οι θεωρίες συνωμοσίας έφεραν αρνητική συγκινησιακή επιμόλυνση σε σύγκριση με την αρχική καθαρότητα των μηνυμάτων).

Η στοχοποίηση των ανεμβολίαστων, ως κοινωνικά ανεύθυνων, «ψεκασμένων» ή αρνητών της πανδημίας, ενισχύει το διχασμό, τον στιγματισμό, την οργή και τις άλογες συναισθηματικές αντιδράσεις.

Ποια είναι μια σύγχρονη αποτελεσματική στρατηγική για να αντιμετωπιστεί ένα τόσο πολύπλοκο κοινωνικό πρόβλημα το οποίο έχει άμεσες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία;

Είναι πολύτιμη η εμπειρία της Αμερικανίδας κοινωνικής ανθρωπολόγου Hedi Larson (New Yorker, 12/6/2021) η οποία έχει συνεργαστεί συστηματικά με τον ΠΟΥ και με κυβερνήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών στο πλαίσιο του «vaccine confidence project:

-Η οικοδόμηση μιας αλυσίδας εμπιστοσύνης (και όχι συμμόρφωσης) απαιτεί την συμμετοχή όλης της κοινωνίας μέσα από μια διεπιστημονική προσέγγιση, η οποία να χρησιμοποιεί τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα της digital science, πολιτικής επιστήμης, τεχνητής νοημοσύνης, ψυχολογίας, στατιστικής, επιδημιολογίας και experts των social media και των ΜΜΕ.

-Τα μηνύματα τα οποία πρέπει να εκπέμπονται ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο και μέσα από την ενίσχυση της επικοινωνιακής επίδρασης των τοπικών «influencers» (οικογενειακοί γιατροί, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, ιερείς, στελέχη τοπικής αυτοδιοίκησης, πρόσωπα δημοφιλή ή υψηλού κύρους και εκπρόσωποι μειονοτήτων) πρέπει να είναι μηνύματα πειθούς, αλληλεγγύης, αγάπης και κατανόησης, όχι μηνύματα εξαναγκασμού και εκφοβισμού,

-Αυτοί οι πολύτιμοι κοινωνικοί διαμεσολαβητές-influencers πρέπει να αποδομούν με ήπιο τρόπο τα ανορθολογική επιχειρήματα χωρίς ωστόσο να αποδίδουν «θρησκευτική» απόλυτη ισχύ στα επιστημονικά δεδομένα. Η τακτική πόρτα-πόρτα σε τοπικό επίπεδο είναι η μόνη πραγματικά αποτελεσματική, εφόσον την προσωπική επαφή αναλαμβάνουν τα κατάλληλα πρόσωπα με το κατάλληλο μήνυμα,

Η οικοδόμηση της εμπιστοσύνης είναι η προϋπόθεση για την οικοδόμηση του τείχους ανοσίας.

Καλές πρακτικές σε τοπικό επίπεδο υπάρχουν στη χώρα μας (τα ποσοστά εμβολιασμού ανά περιοχή δείχνουν πολλά) ερήμην της κεντρικής εξουσίας και των μεγαλοπαραγόντων που κάνουν ατελέσφορα κηρύγματα καλλιεργώντας πόλωση και διχασμό.

Η προσωπική μου εμπειρία διαχείρισης δύσκολων ψυχιατρικών περιστατικών στην κοινότητα δείχνει ότι οι αντιστάσεις δεν κάμπτονται με την καταγγελία «ρατσιστικών» συμπεριφορών και με «ηρωικές» διακηρύξεις για τα δικαιώματα και το πολιτικά ορθό, αλλά με υπομονετική διαπραγμάτευση, σκληρή δουλειά, σεβασμό στο αξιακό σύστημα του άλλου, κατανόηση του ανοίκειου στην κοινότητα

(Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι Καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πάντειο, Ψυχίατρος, Ψυχαναλυτής)

Πανδημία ψυχικής υγείας στη μετά COVID εποχή, του Στέλιου Στυλιανίδη (TO BHMA)

Η πανδημία COVID-19 αποτελεί για τον πλανήτη αλλά και για την Ελλάδα μια τεράστια δοκιμασία, η οποία επηρέασε όλες τις σφαίρες της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Μεταξύ άλλων, η ανάδυση των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας έχει τεκμηριωθεί σε μια σειρά από μελέτες, τόσο διεθνείς όσο και ελληνικές.

Οι πιο συχνές ψυχικές διαταραχές ύστερα από μια καταστροφή είναι η μείζων κατάθλιψη, το μετατραυματικό στρες, οι αγχώδεις διαταραχές, η αύξηση στη χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών, καθώς και η αύξηση της οικογενειακής βίας (Mari & Oquendo, 2020).

Οι συνέπειες στην ψυχική υγεία

Η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει ότι τουλάχιστον 5 διαφορετικές συνέπειες της πανδημίας θα έχουν επιπτώσεις στην ψυχική υγεία:

1. Η εικόνα των ερημωμένων πόλεων και περιοχών ενεργοποίησε οξείες αντιδράσεις στρες, όπως η αγωνία μήπως μολυνθεί κάποιος ή μολύνει άλλους, καθώς και φόβο και άγχος θανάτου.

2. Η δεύτερη συνέπεια προέρχεται από την ανάγκη εγκλεισμού, η οποία οδήγησε σε εκτεταμένα βιώματα ανημποριάς, βαρεμάρας, άγχους, αγωνίας, ευερεθιστότητας και θυμού απέναντι στην απώλεια της ελευθερίας. Αυτές οι αντιδράσεις μπορεί να είναι απλά μια προσαρμογή στις νέες συνθήκες και όχι απαραίτητα παθολογικές.

3. Η τρίτη συνέπεια είναι οι πολυάριθμοι νεκροί από την COVID-19 στα υπερφορτωμένα νοσοκομεία. Νεκροί οι οποίοι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ενεργοποίησαν περιπτώσεις περιπεπλεγμένου πένθους με κατάθλιψη και κίνδυνο αυτοκτονίας σε οικεία άτομα.

4. Οι επιζήσαντες από νοσηλεία ύστερα από COVID-19 σε ΜΕΘ μπορεί να παρουσιάσουν μελλοντικά επεισόδια μείζονος κατάθλιψης, μετατραυματικού στρες και άλλες ψυχιατρικές διαταραχές.

5. Τέλος, οι οικονομικές απώλειες, η ανεργία, η ανασφάλεια τροφής και οι αυξανόμενες κατά τη διάρκεια της πανδημίας κοινωνικές ανισότητες μπορούν να ενεργοποιήσουν οξύ στρες, το οποίο κινδυνεύει να μεταβληθεί σε μια κατάσταση χρόνιου στρες, σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού και κατά συνέπεια να αποτελέσει υπέδαφος για την ανάπτυξη νέων ψυχιατρικών διαταραχών.

Ελληνικά ερευνητικά δεδομένα για την πανδημία

Μια σειρά από πρόσφατες έρευνες στη χώρα μας (Giannopoulou & Tsobanoglou, 2020, Peppou, Economou, Skali & Papageorgiou, 2020, Parlapani et al., 2020, Fountoulakis et al., 2021, Papadopoulou et al., 2021, Skapinakis et al., 2020) τεκμηριώνουν τις σοβαρές ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις που παρατηρούνται στο σύνολο του πληθυσμού, είτε έχουν νοσήσει είτε όχι.

Μεταξύ πολλών άλλων ευρημάτων, αναδεικνύεται η αύξηση συμπτωμάτων αγχώδους διαταραχής έως και 45%, η κλινική κατάθλιψη στον γενικό πληθυσμό σε ποσοστό έως 9,31%, με ένα πλέον 8,5% να αντιμετωπίζει σοβαρή δυσφορία. Αυξημένο άγχος και συναισθήματα κατάθλιψης, συμπεριλαμβανομένων και των υποκλινικών περιπτώσεων, υπήρχαν σε περισσότερο από το 40% του πληθυσμού, όπως επίσης και υποτροπές σε άτομα που εμφάνιζαν ψυχιατρική νοσηρότητα πριν από την έναρξη της πανδημίας.

Το άμεσο και έμμεσο κόστος των ψυχικών διαταραχών

Το άμεσο κόστος των ψυχικών διαταραχών συχνά αναφέρεται στο «ορατό κόστος» που συνδέεται με τη διάγνωση και τη διάγνωση και τη θεραπεία εντός του συστήματος Υγείας: φαρμακευτική αγωγή, ιατρικές επισκέψεις, ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες, νοσηλείες κλπ. Αντίθετα, το έμμεσο κόστος αφορά το «αόρατο κόστος» που σχετίζεται με τις απώλειες εισοδήματος λόγω θνησιμότητας, αναπηρίας και αναζήτησης ιατρικής φροντίδας, συμπεριλαμβανομένης της απώλειας σε παραγωγικότητα λόγω απουσίας από την εργασία ή/και πρόωρης συνταξιοδότησης.

Το κενό στη θεραπεία για τις ψυχιατρικές διαταραχές είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο σε κάθε άλλον ιατρικό τομέα. Η πρόσβαση στην ψυχιατρική φροντίδα είναι γενικώς περιορισμένη λόγω της έλλειψης προσωπικού και υποδομών, ενώ δεν προσφέρονται αποτελεσματικές, ερευνητικά τεκμηριωμένες προσεγγίσεις. Σημαντικότερα, υπάρχει ιδιαίτερη έλλειψη σε εστιασμένες παρεμβάσεις, ακόμα και σε χώρες υψηλού εισοδήματος (Trautmann, Rehm & Wittchen, 2016).

Παγκοσμίως, 1 στα 2 άτομα αντιμετωπίζουν ψυχιατρική διαταραχή κάποια στιγμή στη ζωή τους. Ανά πάσα στιγμή, ψυχική ασθένεια αντιμετωπίζουν 1 στους 5 (OECD, 2019). Η απώλεια παραγωγικότητας ως αποτέλεσμα του άγχους και της κατάθλιψης στοιχίζει στην παγκόσμια οικονομία 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως. Συνολικά, η χαμηλή ποιότητα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας εκτιμάται πως στοίχιζε για την παγκόσμια οικονομία περίπου 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως σε ελλείμματα υγείας και απώλεια παραγωγικότητας το 2010, ενώ αυτό το κόστος προβλέπεται να ανέρχεται σε 6 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2030 (Lancet, 2020).

Σύμφωνα με τον Χάρτη Ψυχικής Υγείας του ΠΟΥ για το 2017 (WHO Mental Health Atlas 2017), η μέση κρατική δαπάνη για την ψυχική υγεία αφορά λιγότερο από το 2% των προϋπολογισμών υγείας των διαφόρων κρατών. Στην παρούσα φάση, το κόστος της φροντίδας ψυχικής υγείας μπορεί να φτάνει έως και το 4% του ΑΕΠ (OECD, 2019). Το οικονομικό κίνητρο για επένδυση στην ψυχική υγεία είναι, ωστόσο, υψηλό: για κάθε 1 δολάριο που επενδύεται στην αναβάθμιση της φροντίδας για την κατάθλιψη και το άγχος, υπάρχει επιστροφή 4 δολαρίων λόγω της βελτίωσης της υγείας και της αύξησης της παραγωγικότητας (Lancet, 2020).

Στη χώρα μας, σε προηγούμενες έρευνες, το χάσμα ψυχικής υγείας (ανάγκες – μη θεραπευόμενη νοσηρότητα Vs θεραπείας – ψυχοκοινωνική φροντίδα) είναι 1 προς 4. Δηλαδή μόνο 1 στους 4 λαμβάνει κάποια μορφή βοήθειας, έστω και ελλειμματικής.

Αρκετά από τα εμπόδια απέναντι στην πρόοδο και στη βελτίωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας μπορούν να ανατραπούν μέσα από τη δημιουργία πολιτικών που προωθούν την προσβάσιμη και ανθρωπιστική φροντίδα ψυχικής υγείας (Christensen et al., 2020). Αρα, αν δεν αλλάξουμε την πολιτική ατζέντα επένδυσης στην ψυχική υγεία, το προβλεπόμενο συνολικό κόστος θα είναι υπερτετραπλάσιο της επένδυσης σε cost – effective παρεμβάσεις, ιδιαίτερα για τις κοινές ψυχικές διαταραχές (άγχος, κατάθλιψη).

Συμπεράσματα

Η πανδημία έχει αναδείξει με τον πιο δραματικό τρόπο τη σημασία του κοινωνικού κράτους και ενός ισχυρού συστήματος δημόσιας Υγείας. Σε αυτό το άρθρο μιλήσαμε για οικονομικό κόστος. Ωστόσο, το συναισθηματικό – ψυχικό κόστος και η οδύνη τόσο των ασθενών όσο και των οικογενειών τους δεν μετριούνται σε ευρώ. Τα καταλαβαίνουμε μόνο όταν αναμετρηθούμε με το βίωμά τους.

Για να μπορέσει να υπάρξει ανάκαμψη μετά την πανδημία, απαιτείται ένα συγκροτημένο εθνικό σχέδιο με ισχυρή διακομματική συναίνεση μακριά από μικροκομματικές σκοπιμότητες, στο πλαίσιο μιας whole society approach σύμφωνα με τις συστάσεις του ΠΟΥ.

Σε μια χώρα που φθίνει δημογραφικά, δεν είναι αρκετό ένα κράτος πρόνοιας που να στηρίζεται απλά και μόνο σε επιδόματα. Εάν δεν απαντήσουμε ορθολογικά στα σωστά ερωτήματα για τη διαχείριση των πόρων και για τη μελλοντική προοπτική της κοινωνικής συνοχής, του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης και του μοντέλου του κοινωνικού κράτους, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να βρούμε αποδοτικές και έξυπνες λύσεις για τις διαρκώς διογκούμενες ανάγκες.

Προτάσεις για την επικαιροποίηση της μετέωρης και ασθμαίνουσας ψυχιατρικής μεταρρύθμισης υπάρχουν τεκμηριωμένες εδώ και μια 10ετία (Μαυρέας & Στυλιανίδης, 2011, ΨΥΧΑΡΓΩΣ Γ’), όπως επίσης και ολοκληρωμένο σχέδιο για νέες, καινοτόμες παρεμβάσεις στην κοινότητα (έγκαιρη παρέμβαση στην ψύχωση, κατ’ οίκον φροντίδα, κινητές μονάδες). Υπάρχει άραγε η πολιτική βούληση για την υλοποίησή τους;

Αν όχι τώρα, πότε;

Ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης είναι ψυχίατρος – ψυχαναλυτής, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, καθώς και ιδρυτής και επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ).

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ

Στέλιος Στυλιανίδης: «300% πάνω τα ψυχοφάρμακα την περίοδο της πανδημίας» (ert.gr)

Για «έκρηξη» της χρήσης των ψυχοφαρμάκων κατά τη διάρκεια της πανδημίας μίλησε ο καθηγητής του Παντείου και ψυχίατρος, Στέλιος Στυλιανίδης στο Πρώτο Πρόγραμμα και τον Θάνο Σιαφάκα. « Κατά 300% αυξήθηκε η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών κατά την περίοδο της υγειονομικής κρίσης» είπε χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι οι πολίτες καταφεύγουν σε αυτά ευκολότερα, επειδή αισθάνονται στρες, άγχος και αβεβαιότητα για το μέλλον.

Αναφερόμενος στην «χρονιά της … Μαρμότας», ο διακεκριμένος καθηγητής εξήγησε: «Αυτό που συχνά λέμε βαριέμαι, ενδέχεται να έχει δραματικές συνέπειες. Το βαριέμαι επί της ουσίας σημαίνει αποσύρομαι». Και συνέχισε: η παρατεταμένη βαρεμάρα επηρεάζει σημαντικά τις διατροφικές μας συνήθειες, ενισχύει τη ροπή μας προς λιπαρά φαγητά και junk food και συχνά περιορίζει την επιθυμία μας για σωματική άσκηση». Ο ίδιος μίλησε για θεραπεία από ειδικούς αλλά και για τη δυνατότητα αυτογνωσίας μέσα από την επικοινωνία, το διάβασμα και τη μουσική.

Πηγή: ert.gr
Ηχητικό απόσπασμα εντός του συνδέσμου

Στέλιος Στυλιανίδης στο iEidiseis: Βρισκόμαστε μπροστά σε μια πανδημία ψυχικής υγείας

Πηγή: ieidiseis.gr

Συνέντευξη στον Βασίλη Σκουρή

Δραματική προειδοποίηση από τον κορυφαίο καθηγητή κοινωνικής ψυχιατρικής στο Πάντειο, ψυχίατρο-ψυχαναλυτή και επιστημονικό σύμβουλο της ΕΠΑΨΥ.

«Τα μέτρα πρέπει να βγάζουν νόημα για να μπορούν να εσωτερικευθούν», τονίζει ο καθηγητής κοινωνικής ψυχιατρικής στο Πάντειο, ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, επιστημονικός σύμβουλος ΕΠΑΨΥ Στέλιος Στυλιανίδης.

Παρουσιάζει τα πιο πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα για την ψυχική υγεία τον καιρό της πανδημίας και σημειώνει ότι έχουμε αργήσει πολύ για τη διαμόρφωση στρατηγικής πρόληψης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης της πανδημίας ψυχικής υγείας που έρχεται.

Τι σημαίνει το δεύτερο lockdown για τον συλλογικό ψυχισμό;

Κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας της ΔιαΝΕΟσις, οι Ελληνες παρουσίασαν εντυπωσιακά υψηλά ποσοστά αισιοδοξίας. Πάνω από το 86% του πληθυσμού είχε αίσθηση αυτοπεποίθησης απέναντι σε ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο, την πανδημία, αισιοδοξία και ταυτόχρονα αφέλεια: Ανάμεσα από τις γραμμές αναδυόταν η συλλογική αυταπάτη ότι κατά τον Σεπτέμβριο του 2020 θα είχαμε ξεμπερδέψει.

Ένας άλλος παράγοντας είναι καθοριστικός για την ερμηνεία των τότε αποτελεσμάτων: Η πεποίθηση ότι για την πανδημία δεν φταίμε εμείς αλλά ένας εξωτερικός εχθρός τον οποίο ενωμένοι αντιμετωπίζουμε με ενισχυμένη συλλογική συνοχή και αυτοπεποίθηση.

Τώρα, στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, με στοιχεία της ΔιαΝΕΟσις τον Σεπτέμβριο το ποσοστό της αισιοδοξίας μειώνεται κατακόρυφα στο 57% με εμφανή μείωση της εμπιστοσύνης, αύξηση φόβου μόλυνσης και διχασμό απέναντι στις αποφάσεις για τα μέτρα. Στοιχεία από την ίδια έρευνα δείχνουν ότι το 55,4% έχει χειρότερη ψυχολογική διάθεση, το 76% έχει μειώσει καθοριστικά τη συμμετοχή σε κοινωνικές εκδηλώσεις και συναναστροφές.

Πριν από το τωρινό lockdown είχε ήδη βαθύνει η συνειδητοποίηση της διάρκειας και της έκτασης του φαινομένου, όπως και ο φόβος για την αβέβαιη παράταση μέχρι την οριστική αντιμετώπισή του

Συμπερασματικά: Πριν από το τωρινό lockdown είχε ήδη βαθύνει η συνειδητοποίηση της διάρκειας και της έκτασης του φαινομένου, όπως και ο φόβος για την αβέβαιη παράταση μέχρι την οριστική αντιμετώπισή του.

Έχω τη στέρεη πεποίθηση ότι αυτά τα ποσοστά θα χειροτερεύουν με την πάροδο του χρόνου, με αύξηση του άγχους, του φόβου, της αβεβαιότητας, της οικονομικής ανασφάλειας και του στρες

Έχω τη στέρεη πεποίθηση ότι αυτά τα ποσοστά θα χειροτερεύουν με την πάροδο του χρόνου, με αύξηση του άγχους, του φόβου, της αβεβαιότητας, της οικονομικής ανασφάλειας και του στρες.

Παίζει ρόλο η ποιότητα διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης;

Ασφαλώς. Η αντιφατικότητα, οι παλινωδίες, οι ανακολουθίες και η ασυνέπεια στις αναγγελίες των μέτρων μειώνουν την ανθεκτικότητα του πληθυσμού, εμποδίζουν την εσωτερίκευσή τους μέσα από μια επαρκή λειτουργία νοηματοδότησης και ενισχύουν την καχυποψία που μπορεί να φτάσει μέχρι και σε θεωρίες συνωμοσίας, την απαισιοδοξία, τον θυμό, τον φόβο και την αβεβαιότητα. Για παράδειγμα, η ανεπαρκής ενίσχυση των ΜΜΜ σε όλο το διάστημα που μεσολάβησε από το πρώτο lockdown, ο αριθμός των μαθητών ανά σχολική αίθουσα και οι ελλείψεις προσωπικού για τον καθαρισμό των σχολείων, τα χαμηλά ποσοστά τηλεργασίας, συνωστισμός σε εκκλησίες, τα πολύ χαμηλά ποσοστά χρησιμοποίησης στοχευμένων τεστ σε ευπαθείς ομάδες πληθυσμού, το κόστος πραγματοποίησής τους, οι τραγικές ελλείψεις μόνιμου προσωπικού στο ΕΣΥ για την κάλυψη και των ΜΕΘ, η μη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της επαγγελματικής εξουθένωσης (burn out) του υγειονομικού προσωπικού μετά τους ύμνους στους «ήρωες», όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που επηρεάζουν καθοριστικά τη στάση της κοινωνίας.

Τι θα έπρεπε να κάνει η κυβέρνηση;

Απέναντι σε ένα διαρκές τραυματικό γεγονός, όπως αυτό της πανδημίας, το οποίο εγκαθίσταται σε ένα ήδη κουρασμένο από τη δεκαετή κρίση κοινωνικό σώμα, η πολιτεία οφείλει με ειλικρίνεια και διαφάνεια να προτείνει μια δέσμη συνεκτικών μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας τα οποία να βγάζουν νόημα. Όταν οι κοινωνικοί δεσμοί αδυνατίζουν, η επικοινωνία γίνεται «ασώματη», τα εξωτερικά σημεία αναφοράς ρευστά και αβέβαια, η σχέση με το άγχος θανάτου καθημερινή, τότε είναι καθοριστική η σημασία μιας αποφασιστικής ηγεσίας που να ακολουθεί στο σωστό χρόνο τις εισηγήσεις των ειδικών. Ούτε πριν ούτε μετά. Διαφορετικά, η διάχυτη καχυποψία υπερβαίνει τις δυνατότητες του ψυχισμού να επεξεργαστεί τόσο μεγάλη εντροπία και ασάφεια.

Ο χώρος και ο χρόνος, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, ανατρέπονται, συγχέονται, δεν αποτελούν πια τα καθημερινά σημεία αναφοράς τα οποία λειτουργούν ως αυτο-ηρεμιστική διαδικασία, και ατομικά και συλλογικά.

Η μαζική έξοδος του κόσμου στους δρόμους την Παρασκευή φαίνεται ότι είναι δείκτης ισχυρής εκφόρτισης ενός συλλογικού άγχους και φόβου πριν από το κλείσιμο και μιας προσωρινής υπομανιακής ψυχικής κίνησης η οποία ενισχύει την αυταπάτη μιας δήθεν κανονικότητας. Όλα, έστω για μια μέρα, είναι όπως πριν

Η μεγάλη κίνηση στους δρόμους την παραμονή του lockdown τι δείχνει;

Η μαζική έξοδος φαίνεται ότι είναι δείκτης ισχυρής εκφόρτισης ενός συλλογικού άγχους και φόβου πριν από το κλείσιμο και μιας προσωρινής υπομανιακής ψυχικής κίνησης η οποία ενισχύει την αυταπάτη μιας δήθεν κανονικότητας. Όλα, έστω για μια μέρα, είναι όπως πριν. Θα λέγαμε ότι, στιγμιαία, είναι μια προσπάθεια επιφανειακής επούλωσης του συλλογικού τραύματος. Βέβαια, αυτή η συμπεριφορά δείχνει και έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι στο σύστημα που υπαγορεύει τη συνθήκη εγκλεισμού.

Η πανδημία, σε τελική ανάλυση, ποιες επιπτώσεις έχει στην ψυχική υγεία;

Υπάρχουν πρόσφατες μελέτες, όπως η πανευρωπαϊκή COH-FIT η οποία διεξάγεται και στη χώρα μας με πρωτοβουλία της Β Ψυχιατρικής κλινικής του ΑΠΘ υπό τον καθηγητή ψυχιατρικής Β. Μποζίκα (το διάστημα από 26-4 έως τέλος Ιουνίου σε 7.467 άτομα, με διάμεση ηλικία αντρών τα 42 έτη και γυναικών τα 40).

Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της μελέτης υπό τον καθηγητή Μποζίκα δείχνουν εντυπωσιακή αύξηση των επιπέδων του στρες και στα δύο φύλα κατά 20 μονάδες τις τελευταίες δύο εβδομάδες συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία. Υψηλότατα είναι τα ποσοστά του στρες στους ηλικιωμένους άνω των 65 ετών (96,32%)

Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα δείχνουν εντυπωσιακή αύξηση των επιπέδων του στρες και στα δύο φύλα κατά 20 μονάδες τις τελευταίες δύο εβδομάδες συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία. Υψηλότατα είναι τα ποσοστά του στρες στους ηλικιωμένους άνω των 65 ετών (96,32%).

Άλλα ενδιαφέροντα ευρήματα αυτής της μελέτης είναι η αύξηση των επιπέδων της μοναξιάς του πληθυσμού με επιδείνωση που αγγίζει το 69,62%, με εντυπωσιακή αύξηση στα ηλικιωμένα άτομα (96,15%).

Επίσης, η αύξηση των επιπέδων του θυμού με επιδείνωση κατά 71% σε σύγκριση με το ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία. Υψηλότερα είναι τα επίπεδα θυμού στους νεαρούς ενήλικες και ακόμη περισσότερο στους ηλικιωμένους άνω των 65 ετών.

Για να πούμε και κάτι αισιόδοξο, παρατηρήθηκε βελτίωση της κοινωνικά επωφελούς συμπεριφοράς (αλληλεγγύης) σε σύγκριση με την προ πανδημίας περίοδο.

Σημειώνεται, εξάλλου, ότι η αύξηση της χρήσης του ίντερνετ, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ΜΜΕ άγγιξε το 84,7%.

Από διάφορες έρευνες στο εξωτερικό συγκλίνουν τα ευρήματα αύξησης του άγχους, της κατάθλιψης, της χρήσης ουσιών και της ενδοοικογενειακής βίας, αλλά επίσης της αυτοκτονικότητας των νέων.

Οι κοινωνικές ανισότητες, η εργασιακή ανασφάλεια, η φτωχοποίηση και η οικονομική δυσπραγία συνδέονται με την αύξηση του χρόνιου στρες το οποίο εγκαθίσταται σε προϋπάρχον έδαφος από την οικονομική κρίση.

Χρόνια νοσήματα όπως η υπέρταση, η παχυσαρκία, οι δυσλιπιδαιμίες, ο διαβήτης τύπου 2, τα αυτοάνοσα νοσήματα, το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης και πόνου, οι διαταραχές διατροφής, οι σωματοποιήσεις του στρες μπορεί να συνδυάζονται με την προαναφερθείσα ψυχιατρική παθολογία. Κάποιες φορές συμπλέκονται με επικίνδυνες κα παραβατικές συμπεριφορές (επιθετικότητα, επικίνδυνη οδήγηση, αντικοινωνική συμπεριφορά). Όλα αυτά μαζί, στοιχεία μιας γενικότερης ψυχοσωματικής ευαλωτότητας, συνθέτουν την απαισιόδοξη πρόβλεψη έκλυσης μιας πανδημίας ψυχικής υγείας.

Τι να κάνουμε;

Στο πρώτο κύμα της πανδημίας αποδείχτηκαν σαν αποτελεσματικές στρατηγικές αυτά που όλοι ξέρουμε: Άσκηση, ελεγχόμενη χρήση διαδικτύου, χόμπι, άμεση κοινωνική επαφή με αποστάσεις, εργασία στο σπίτι, υπεύθυνη ενημέρωση και, κυρίως, ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης και της φροντίδας προς τον συνάνθρωπο.

Η υγειονομική κρίση σε συνδυασμό με την ισχυρή οικονομική στήριξη από την ΕΕ μας δίνει τη δυνατότητα να επανασχεδιάσουμε και να ενισχύσουμε το δημόσιο σύστημα υγείας δίνοντας έμφαση και σε στοχευμένες δράσεις ψυχικής υγείας

Η υγειονομική κρίση σε συνδυασμό με την ισχυρή οικονομική στήριξη από την ΕΕ μας δίνει τη δυνατότητα να επανασχεδιάσουμε και να ενισχύσουμε το δημόσιο σύστημα υγείας δίνοντας έμφαση και σε στοχευμένες δράσεις ψυχικής υγείας. Για παράδειγμα, ενίσχυση των ανεπαρκών κοινοτικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας (κέντρα ψυχικής υγείας, κέντρα ημέρας, κινητές μονάδες αστικού και αγροτικού τύπου), δράσεις προαγωγής και αγωγής ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα για παιδιά και εφήβους, στοχευμένες δράσεις με πρότυπο καλές πρακτικές της ΕΕ για αντιμετώπιση της κατάθλιψης και πρόληψη της αυτοκτονικότητας και, τέλος, συστηματική ψυχολογική στήριξη των λειτουργών του συστήματος υγείας. Έχουμε ήδη αργήσει πολύ.

Το βασικό πρόταγμα είναι η στρατηγικής της «whole society approach», όπως προτείνει και ο ΠΟΥ, δηλαδή της δημιουργίας ισχυρών κοινοτικών δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης.

Δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική ανάκαμψη χωρίς γενναία επένδυση στην υγεία, στην ψυχική υγεία και στην καινοτομία.