Είναι γνωστό ότι η πανδημία έχει επηρεάσει την ψυχική υγεία εκατομμυρίων ανθρώπων. Ισχυρές ενδείξεις από τις μέχρι τώρα διεθνείς και ελληνικές έρευνες τεκμηριώνουν ότι έχουμε και θα έχουμε συνεχή αύξηση των αγχωδών διαταραχών, της κατάθλιψης, των εξαρτήσεων και της ενδοοικογενειακής βίας.
Θα αποτελέσει, άραγε, η παγκόσμια κρίση σε επίπεδο ψυχικής υγείας μια νέα πανδημία;
Τα δεδομένα δεν εμπνέουν αισιοδοξία:
1. Σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχουν έρευνες που δείχνουν χάσμα μεταξύ των τεράστιων αναγκών για ψυχιατρική φροντίδα και ψυχολογική υποστήριξη και των παρεχόμενων απαντήσεων. Πρόσφατες έρευνες στην Ινδία και στην Κίνα αποδεικνύουν ότι το 80% των ατόμων που πάσχουν από οποιουδήποτε τύπου ψυχιατρική διαταραχή δεν δέχεται καμία θεραπεία. Στη χώρα μας, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 25%. 2. Οταν η θεραπεία είναι προσβάσιμη, η ποιότητά της είναι φτωχή. Πρόσφατα στοιχεία του ΠΟΥ δείχνουν ότι μεταξύ των ατόμων που πάσχουν από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή έχουν μια έστω και ελάχιστη θεραπευτική απάντηση σε ποσοστά 22,4% για τις αναπτυγμένες χώρες, 11,4% για τις αναπτυσσόμενες και 3,7% για τις χώρες με το χαμηλότερο ΑΕΠ. Στην ουσία, οι άνθρωποι μένουν χωρίς θεραπεία, κάτι που αποδεικνύει “δεν υπάρχει υγεία χωρίς ψυχική υγεία” είναι κενό περιεχομένου. 3. Οταν μιλάμε για θεραπεία δεν αναφερόμαστε μόνο στη φαρμακευτική αγωγή λόγω της επικράτησης του βιοϊατρικού μοντέλου, αλλά αναφερόμαστε σε ψυχοθεραπεία και σε πολλαπλές μορφές ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και αποκατάστασης. 4. Οι πόροι που επενδύονται στην ψυχική υγεία εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά πενιχροί. Μόνο το 1% του προϋπολογισμού της υγείας και πρόνοιας προορίζεται για υπηρεσίες ψυχικής υγείας παγκοσμίως. 5. Οι παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε ψυχιατρικά πλαίσια αποτελούν μέχρι σήμερα ένα στίγμα για τον παγκόσμιο πολιτισμό. Για παράδειγμα, στη χώρα μας 50-65% του συνόλου των ψυχιατρικών νοσηλειών γίνονται με εισαγγελική παραγγελία και ένας στους τέσσερις ασθενείς, βάσει πρόσφατων ερευνητικών στοιχείων, καθηλώνεται μηχανικά.
Ποια είναι τα εμπόδια που μπορούν να εξηγήσουν τη θλιβερή αυτή εικόνα;
Οι κοινωνικές παράμετροι παραμένουν βάσει παγκόσμιων μελετών καθοριστικές για την επιδείνωση της ψυχικής υγείας: Οι κοινωνικές ανισότητες, η απόλυτη και σχετική φτώχεια, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, το μεταναστευτικό και προσφυγικό πρόβλημα, η ταχεία και ανεξέλεγκτη αστικοποίηση.
Η πολιτική βούληση παραμένει εκτός ορισμένων εξαιρέσεων πολύ περιορισμένη για την ατζέντα της ψυχικής υγείας: Τα κινήματα των οικογενειών των ασθενών και των επαγγελματιών που υπερασπίζονται την υπόθεση της ψυχικής υγείας παραμένουν κατακερματισμένα, με αντιφατικά αιτήματα και χωρίς αποτελεσματικό συντονισμό. Οι λήπτες υπηρεσιών ψυχικής υγείας δεν είναι οργανωμένοι σε ομάδες πίεσης ισχυρές και αποτελεσματικές. Η πλειοψηφία των πολιτικών, των διοικητικών ακόμη και των δωρητών συνεχίζουν να πιστεύουν, λανθασμένα, ότι οι επενδύσεις για καινοτόμες παρεμβάσεις στην ψυχική υγεία δεν είναι cost-effective.
Οι πόροι είναι ανεπαρκείς δεδομένου ότι το ειδικό βάρος των ψυχιατρικών παθολογιών έχει αυξηθεί κατά 50% τα τελευταία 25 χρόνια. Οι λιγοστοί πόροι επενδύονται συχνά με τρόπο αναποτελεσματικό (πχ διατήρηση κοστοβόρων ψυχιατρικών ασύλων παράλληλα με κοινοτικό σύστημα ψυχικής υγείας) και οι υπηρεσίες παραμένουν συγκεντρωμένες στις μεγάλες πόλεις και τα μεγάλα ιδρύματα. Η επιτροπή του περιοδικού Lancet για την Παγκόσμια Ψυχική Υγεία προτείνει ότι ο προϋπολογισμός για την ψυχική υγεία πρέπει να υπερβαίνει το 5-10% σε σχέση με το συνολικό budget για την υγεία.
Αυτό που διεθνώς ορίζεται ως “moral case”, δηλαδή το ηθικό πρόβλημα παραβιάσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων, παραμένει υποβαθμισμένο παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες χώρες έχουν συνυπογράψει τη σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (CRPD, 2012). Εκτός από νησίδες ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στον κόσμο, οι ασθενείς που πάσχουν από σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα παραμένουν ευάλωτοι, στιγματισμένοι, θύματα διακρίσεων, αποκλεισμένοι, εγκαταλελειμμένοι, εγκλεισμένοι
Η προσπάθεια σύνδεσης και απαρτίωσης των υπηρεσιών της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας ως πύλης εισόδου των ψυχιατρικών ασθενών στο σύστημα υγείας με τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας παραμένει προβληματική. Οι λειτουργοί της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας έχουν τεράστιο φορτίο, καθημερινά, και δεν απολαμβάνουν της υποστήριξης και εποπτείας απο την πλευρά των λειτουργών ψυχικής υγείας.
Η επένδυση, ποσοτική και ποιοτική, στις κοινοτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας προκειμένου να αντικαταστήσουν πλήρως τη λειτουργία των ασύλων και να μειώσουν τις υποτροπές, το βάρος των οικογενειών και τις αναγκαστικές νοσηλείες παραμένει ανεπαρκέστατη. Η μακρόχρονη παράλληλη λειτουργία ασυλικού και κοινοτικού συστήματος ψυχιατρικής φροντίδας δίνει ένα λανθασμένο μήνυμα: Τις αποτυχίες των κοινοτικών υπηρεσιών τις ξεφορτώνουμε στα ψυχιατρικά άσυλα οι λειτουργοί των οποίων δικαίως παραπονιούνται ότι γίνονται αποθήκες ψυχών λόγω της δυσλειτουργίας του συστήματος.
Συμπερασματικά:
Οι προκλήσεις είναι μπροστά μας και μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε σε πλανητικό και εθνικό επίπεδο, επενδύοντας έξυπνα και δημιουργικά τα δημοσιονομικά περιθώρια που δημιουργούνται λόγω της πανδημίας. Οι προϋποθέσεις για να γίνει μια ιστορική αλλαγή είναι οι εξής:
Η εγκατάλειψη του βιοϊατρικού μοντέλου προς όφελος μιας πολυδιάστατης ψυχοκοινωνικής προσέγγγισης.
Η προαγωγή πολιτικών πρόληψης και αγωγής ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα σε παιδιά και εφήβους.
Η υιοθέτηση καινοτόμων πρακτικών κοινοτικής ψυχιατρικής φροντίδας στη βάση τεκμηριωμένων διεθνών καλών πρακτικών: Εγκαιρη παρέμβαση στην ψύχωση, κατ οίκον ψυχιατρική φροντίδα, πρακτικές κοινωνικής και εργασιακής επανένταξης, ενίσχυση των τοπικών συστημάτων υγείας και ψυχικής υγείας σε συνεργασία με την αυτοδιοίκηση.
Οριστική κατάργηση και μετασχηματισμός των ασύλων σε ένα σύγχρονο δίκτυο κοινοτικής ψυχιατρικής.
Προαγωγή της συμμετοχής στα κέντρα λήψης αποφάσεων, στην αξιολόγηση και παρακολούθηση της ποιότητας φροντίδας των οργανωμένων συλλόγων των ληπτών υπηρεσιών ψυχικής υγείας και των οικογενειών τους.
ΥΓ: Ελπίζω ότι οι προτάσεις που εκφράζονται από ομάδα εργασίας της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας για ένα μελλοντικό σχέδιο νόμου που θα επιτρέπει ακούσιες νοσηλείες με εκτίμηση και πιστοποίηση από ιδιώτες ψυχιάτρους που εργάζονται σε ιδιωτικές κλινικές δεν θα γίνουν αποδεκτές.
Αυτές είναι οι προτάσεις του Στέλιου Στυλιανίδη, εκ των κορυφαίων καθηγητών κοινωνικής ψυχιατρικής στο Πάντειο, ψυχιάτρου-ψυχαναλυτή, στην νέα υφυπουργό Υγείας για την ψυχική υγεία.
Δεν υπάρχει υγεία χωρίς ψυχική υγεία. Η ψυχική υγεία είναι κάτι περισσότερο από την απουσία ψυχικής διαταραχής, συνδέεται με την σωματική υγεία και την κοινωνική συμπεριφορά.
Η δημιουργία χαρτοφυλακίου για την ψυχική υγεία θα μπορούσε να είναι μια καλή είδηση εφόσον η κυβέρνηση δείχνει έτσι τη βούλησή της να δώσει σημασία σ αυτόν τον εξαιρετικά ευαίσθητο χώρο. Αλλά αυτό θα φανεί στην πράξη εφόσον υπάρχει η ικανότητα και ο σχεδιασμός να αντιμετωπιστούν τόσο οι ευρύτερες προκλήσεις όσο και πάγια εξειδικευμένα αιτήματα.
Ας αρχίσουμε από τις ευρύτερες προκλήσεις που καθορίζουν την πολιτική ψυχικής υγείας και επηρεάζουν την ατομική και συλλογική ψυχική υγεία. Για όλες τις παρατηρήσεις οι οποίες διατυπώνονται εδώ υπάρχει ισχυρή επιστημονική τεκμηρίωση, εθνική και διεθνής και η σύνδεσή τους με την 35χρονη εμπλοκή του υπογράφοντος στην ψυχιατρική μεταρρύθμιση στη χώρα μας και στην Ευρώπη:
-Η φτώχεια, η οικονομική δυσπραγία, η ανεργία, ιδιαίτερα τα χρέη των νοικοκυριών, το αίσθημα εφήμερου και ρευστού ειδικά στα αστικά κέντρα, η συχνή παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των ψυχικά ασθενών, το μεταναστευτικό-προσφυγικό πρόβλημα, οι κοινωνικές ανισότητες, το φύλο, η χαμηλή πρόσβαση στην εκπαίδευση, σε υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας και υπηρεσίες υγείας, οι χαμηλής ποιότητας κατοικίες, η αστεγία, ο στιγματισμός της ψυχικής ασθένειας που οδηγεί συχνά σε αποκλεισμό είναι κοινωνικές μεταβλητές που, μαζί με βιολογικούς και ψυχολογικούς άλλους παράγοντες, καθορίζουν το επίπεδο ψυχικής υγείας ενός πληθυσμού.
-Το ευρύτερο πλαίσιο για την ανάπτυξη μιας νέας μεταρρυθμιστικής πολιτικής στην ψυχική υγεία στη χώρα μας καθορίζεται από τις νέες συνθήκες ανταγωνισμού στην Ευρώπη και στον κόσμο, από την τεχνολογική εξέλιξη, από την επικρατούσα γνώση, όπου αυτή είναι επαρκώς τεκμηριωμένη, από πιλοτικές καινοτόμες δράσεις, από τα συσσωρευμένα προβλήματα της χώρας (πχ χρέη, φθίνουσα ανταγωνιστικότητα, δημογραφικό, ασφαλιστική κατάρρευση).
-Τόσο διεθνώς, όσο ακόμη περισσότερο στη χώρα μας, υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα ψυχικής υγείας (mental health gap) μεταξύ αναγκών του πληθυσμού και διαθέσιμων πόρων για την αντιμετώπιση των ψυχικών διαταραχών. Το χάσμα είναι τόσο μεγάλο που πολλοί συμπολίτες μας (περίπου 3/4 των ανθρώπων που έχουν ανάγκη) δεν λαμβάνουν ούτε στοιχειώδη ψυχιατρική θεραπεία και ψυχοκοινωνική φροντίδα, με αποτέλεσμα τη σοβαρή επιβάρυνση τόσο των ίδιων όσο και των οικογενειών τους.
-Παρά το μετέωρο βήμα και τις ανεπάρκειες της, η ψυχιατρική μεταρρύθμιση στη χώρα μας, σύμφωνα με εκθέσεις ξένων εμπειρογνωμόνων-αξιολογητών αποτελεί, ιστορικά, από την εποχή της Λέρου μέχρι σήμερα, μία από τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις που έχουν συντελεστεί. Σύμφωνα με την διεθνή και εθνική εμπειρία, οι προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης είναι οι εξής:
1. Εξεύρεση πόρων και αποτελεσματική επένδυσή τους.
2. Εθνικό σχέδιο δράσης με συγκεκριμένους στόχους, χρονοδιαγράμματα, παρακολούθηση και αξιολόγηση.
3. Πολιτική βούληση ικανή να διασφαλίσει τα προαναφερθέντα και τις αναγκαίες ρήξεις απέναντι στα συντεχνιακά κεκτημένα και ενδεχόμενες τοπικές αντιδράσεις.
4. Ηθική που διέπει τους μεταρρυθμιστικούς στόχους.
5. Εμπλοκή ληπτών υπηρεσιών ψυχικής υγείας, οικογενειών και των ίδιων των τοπικών κοινοτήτων.
6. Αλλαγή στάσης των επαγγελματιών ψυχικής υγείας ώστε να υπερβούν τις αντιστάσεις που προέρχονται από επαγγελματικές και συντεχνιακές δεσμεύσεις.
-Η πανδημία έχει επηρεάσει την ψυχική υγεία εκατομμυρίων ανθρώπων. Ισχυρές ενδείξεις από τις μέχρι τώρα έρευνες δείχνουν ότι θα έχουμε αύξηση των αγχωδών διαταραχών, της κατάθλιψης, των εξαρτήσεων και της ενδοοικογενειακής βίας. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, είναι αναμενόμενο ότι την υγειονομική κρίση θα ακολουθήσει μια παγκόσμια κρίση σε επίπεδο ψυχικής υγείας. Η κρίση του Covid-19 στη χώρα μας αποτελεί μια νέα κρίση μέσα στην παλιά κρίση. Η γραμμή 10306, παρά την επιτυχή λειτουργία της, δεν επαρκεί να καλύψει τις τεράστιες ανάγκες ψυχοκοινωνικής υποστήριξης. Είναι εμφανές ότι προκύπτει επείγουσα ανάγκη για επέκταση και ενίσχυση των δομών ενός ολοκληρωμένου δικτύου υπηρεσιών ψυχικής υγείας καθώς και ανάπτυξη εξειδικευμένων μονάδων και δράσεων στην κοινότητα για την αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων από τον Covid-19 σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού (μακροχρόνια άνεργοι, μονογονεϊκές οικογένειες, παιδιά, ηλικιωμένοι).
Τι να κάνουμε
Ένα συγκροτημένο σχέδιο δράσης για την ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης θα πρέπει να ορίζεται από τους ακόλουθους άξονες με χρονοδιάγραμμα, ιεράρχηση προτεραιοτήτων, και συνεχή αξιολόγηση:
1. Ενίσχυση των δομών ψυχικής υγείας για παιδιά, εφήβους και ενήλικες στο πλαίσιο της τομεοποίησης και των ειλημμένων υποχρεώσεων της χώρας στο πλαίσιο του προγράμματος ΨΥΧΑΡΓΩΣ το οποίο χρηματοδοτήθηκε αδρά από την ΕΕ. Η καθυστέρηση του μετασχηματισμού των εναπομεινάντων ψυχιατρικών νοσοκομείων (ΨΝΑ, Δρομοκαΐτειο, ΨΝΘ) σε ένα δίκτυο κοινοτικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας και δημιουργίας νέων ψυχιατρικών τμημάτων στα γενικά νοσοκομεία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα.
2. Το χρόνιο αίτημα ενίσχυσης της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας θα πρέπει να ενσωματώσει οργανικά δράσεις και υπηρεσίες ψυχικής υγείας σύμφωνα με τις οδηγίες του ΠΟΥ.
3. Η συνηγορία και η ενδυνάμωση των συλλόγων ληπτών υπηρεσιών ψυχικής υγείας και των οικογενειών σε συνεργασία με την ΕΣΑΜΕΑ θα πρέπει να ενισχυθεί μέσα από τη συμμετοχή τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων και στην αξιολόγηση της ποιότητας φροντίδας τους. Το γεγονός ότι η χώρα μας κατέχει θλιβερό αρνητικό ρεκόρ στα υψηλά ποσοστά των αναγκαστικών νοσηλειών σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (55-60% επί του συνόλου στη χώρα μας, 3% στην Πορτογαλία) αποτελεί συστημικό πρόβλημα και σηματοδοτεί κατάφωρη παραβίαση των στοιχειωδών συνταγματικών δικαιωμάτων συμπολιτών μας. Πόσο μάλλον όταν χρησιμοποιείται τόσο συχνά το μέτρο των μηχανικών καθηλώσεων κατά τη νοσηλεία που αποτελεί στίγμα τόσο για την ψυχιατρική κοινότητα όσο και για τον πολιτισμό μας.
4. Επικαιροποίηση θεσμικού πλαισίου για την ψυχική υγεία, ιδιαίτερα του ισχύοντος νομικού καθεστώτος για τις αναγκαστικές νοσηλείες.
5. Σχεδιασμός εξειδικευμένων δράσεων για προαγωγή και πρόληψη ψυχιατρικών διαταραχών στο γενικό πληθυσμό, ιδιαίτερα παιδιών και εφήβων.
6. Εφαρμογή πιλοτικών προγραμμάτων της ήδη καλής πρακτικής που εφαρμόζεται στη χώρα μας για την έγκαιρη παρέμβαση στην ψύχωση (ΕΠΙΨΥ) και καλών πρακτικών κατ οίκον παρέμβασης σε σοβαρά ψυχιατρικά περιστατικά στην κοινότητα (πρόληψη υποτροπών, αποφυγή ακούσιας νοσηλείας).
7. Δημιουργία ανεξάρτητου μηχανισμού συνεχούς παρακολούθησης (monitoring), λογοδοσίας και αξιολόγησης της ποιότητας φροντίδας τόσο των υπηρεσιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα όσο και των ιδιωτικών κλινικών.
8. Κανονιστικό πλαίσιο για την άσκηση κλινικής και ψυχοθεραπευτικής πρακτικής ψυχολόγων, συμβούλων ψυχικής υγείας, life coaches, “εναλλακτικών θεραπευτών” προκειμένου να περιοριστούν δραστικά πρακτικές που υλοποιούνται από ανεκπαίδευτους και χωρίς πιστοποίηση δήθεν ειδικούς.
9. Ανάγκη ενίσχυσης στοχευμένων κοινοτικών παρεμβάσεων για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας και την προαγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου τοπικά για την πολύπλευρη αντιμετώπιση των ψυχιατρικών, ιατρικών και κοινωνικών παθολογιών οι οποίες είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους.
10. 10. Η παροχή υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε πρόσφυγες και μετανάστες, σύμφωνα με τις οδηγίες της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ και τα παραδείγματα των καλών διεθνών πρακτικών, πρέπει να αποτελεί μέρος του εθνικού σύστημα υγείας και όχι παράλληλο σύστημα εξειδικευμένων δράσεων από ΜΚΟ, ώστε να αποφεύγεται ο κατακερματισμός και η αναποτελεσματικότητα λόγω της μη συνέργειας με το υπάρχουν σύστημα. Συμπερασματικά: Η νέα υφυπουργός Υγείας Ζωή Ράπτη με αρμοδιότητα την ψυχική υγεία οφείλει μέσα από τη συνεργασία με τους επαγγελματικούς, επιστημονικούς και κοινωνικούς εταίρους να ανακτήσει την τρωθείσα εμπιστοσύνη που αποτελεί προϋπόθεση προόδου και ολοκλήρωσης της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης. Δεν θα είναι εύκολο, θα απαιτηθούν τομές και συναινέσεις, μακριά από πελατειακές λογικές και συντηρητική νοοτροπία, αλλά είναι επιτακτικά αναγκαίο.
(Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι καθηγητής κοινωνικής ψυχιατρικής Παντείου Πανεπιστημίου, ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, επιστημονικός σύμβουλος ΕΠΑΨΥ)
Στο όνομα της «αποσυμφόρησης των νησιών» από την 1η Ιουνίου ξεκίνησε η διαδικασία έξωσης 11.237 προσφύγων οι οποίοι (οι 8.000 περίπου μάλλοι άμεσα) πετιούνται έξω από τα διαμερίσματα, τα ξενοδοχεία και τις δομές, όπου τώρα διαμένουν. Με την απώλεια της στέγης διακόπτεται και η οικονομική τους ενίσχυση από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Estia II» που τους συντηρούσε. Επιπλέον, όπως σημειώνει η οργάνωση ΑΡΣΙΣ στην απεγνωσμένη επιστολή της προς το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, «εκατοντάδες παιδιά θα υποχρεωθούν να διακόψουν τη φοίτησή τους στα σχολεία τους, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το ψυχισμό τους».
* Γράφουν οι Μιχάλης Λάβδας1, Καθ. Στέλιος Στυλιανίδης2
Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, οι άνθρωποι αυτοί καλούνται, αφού μάθουν ελληνικά, να βρουν δουλειά, σπίτι και σχολείο για να στείλουν τα παιδιά τους, χωρίς εδώ και 3 χρόνια να έχει εφαρμοστεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο κοινωνικής ενσωμάτωσής τους με κοινοτικούς πόρους, όπως έχει συμβεί σε άλλες λίγες χώρες της Ε.Ε, με φωτεινό παράδειγμα την Πορτογαλία, η οποία μπορεί με το μέγεθος και το ΑΕΠ της να συγκριθεί με εμάς.
Αυτοί οι άνθρωποι θα περιφέρονται στα σοκάκια του κοινωνικού αποκλεισμού αβοήθητοι. Για εμάς, τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, που παλεύουμε για να τους βοηθήσουμε να επουλώσουν τα εσωτερικά τους τραύματα, η δοκιμασία στην οποία υποβάλλονται, η “τιμωρία” τους, αποτελεί δραματική ακύρωση της προσπάθειάς μας. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι χωρίς δικαιώματα και ως βάρος, πετιώνται σαν σκουπίδια έξω στο δρόμο. Ορίζονται μέσα από τη «γυμνή ζωή» του Agamben ως άνθρωποι που λειτουργούν ως εξιλαστήρια θύματα μιας κοινωνίας σε κρίση.
«Δεν υπάρχει υγεία χωρίς ψυχική υγεία» υποστηρίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας στηριζόμενος στις έρευνες που ανέδειξαν την επιβάρυνση που δημιουργούν οι ψυχικές διαταραχές και πώς μπορούν συνολικά να επηρεάσουν τη ζωή ενός ατόμου, της οικογένειάς του και της κοινωνίας ευρύτερα. Το 2019, ο Dainius Pūras με το ρόλο του Special Rapporteur για τα Ηνωμένα Έθνη μιλά για το πώς η ψυχική υγεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Αναφέρει πώς υπάρχει ένα σημαντικό κενό στη δράση με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα για τους ψυχοκοινωνικούς λόγους που δημιουργούν δυσφορία και επιβαρύνουν την ψυχική υγεία όπως και για τα δομικά χαρακτηριστικά ενός συστήματος «φροντίδας» που μάλλον επιβαρύνει παρά υποστηρίζει τη θεραπευτική διαδικασία.
Αυτοί οι λόγοι δεν είναι άλλοι από την πρόσβαση σε κατάλληλη στέγαση, την πρόσβαση σε εργασία, την ουσιαστική ενσωμάτωση για την οποία δεν έχει αναπτυχθεί κεντρική πολιτική για τους μετακινούμενους πληθυσμούς τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση ευρύτερα.
Είναι τεκμηριωμένο πλέον το γεγονός ότι όσοι έχουν βιώσει συγκρούσεις εμφανίζουν σημαντικά αυξημένα ποσοστά προβλημάτων ψυχικής υγείας (Charlson et al., 2019) τα οποία επιβαρύνονται περισσότερο από τις συνθήκες «υποδοχής» στις χώρες που οι άνθρωποι φτάνουν. Λένε οι Sundram και Ventevogel (2017) πώς περιοριστικά μέτρα που εφαρμόζονται άνισα σε προσφυγικό πληθυσμό και οι δομές κράτησης ή περιορισμού όπως είναι τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, οι καταυλισμοί ευρύτερα που βρίσκονται απομονωμένοι από κάθε δυνατότητα ενσωματώσης, επιδρούν αρνητικά στην ψυχική υγεία του πληθυσμού.
Ενός πληθυσμού στον οποίο ζητάται η τεκμηρίωση της «ευαλωτότητας» για να μπορεί να έχει πρόσβαση στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Στο να μπορεί να μη χρειάζεται να μοιράζεται μια τουαλέτα ανά 70 άτομα όπως ανέφεραν στην έκθεσή τους οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα (9.2018) για το διαβόητο (πλέον) καταυλισμό στη Μόρια.
Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με την αβεβαιότητα του «πού θα κοιμηθώ αύριο ή σε ένα μήνα» και «αν θα μπορώ να επιβιώσω και με τι κόστος», τότε οι παρεμβάσεις ψυχικής υγείας παύουν πλέον να έχουν την αποτελεσματικότητα που θα έπρεπε. Αντί να αντιμετωπίσουμε τους λόγους που «δημιουργούν» προβλήματα ψυχικής υγείας, οι ειδικοί ψυχικής υγείας καλούνται συχνά να γίνουν αυτοί που θα κάνουν τους ανθρώπους «να υποφέρουν ήσυχα». Αυτό ανατρέπει την ουσία της παρέμβασης στην ψυχική υγεία και ειδικά των παρεμβάσεων που διέπονται από τις αρχές της κοινοτικής ψυχιατρικής. Αρχές που λένε πως δεν υπάρχει θεραπεία έξω από την κοινότητα και πώς αν δε σου επιτρέπουν να ζήσεις, τότε η ψυχική σου υγεία είναι επόμενο να επηρεαστεί.
Οι ειδικοί ψυχικής υγείας καλούμαστε πλέον να μιλήσουμε και να ενώσουμε και τη δική μας φωνή με όσες φωνές «δεν ακούγονται» όσο θα έπρεπε. Να μιλήσουμε για τους ανθρώπους που βιώνουν μια κατάσταση μακράς αναμονής που βγάζει στην αστεγία, για τους ανθρώπους και τις νέες ανισότητες που δημιουργούνται τόσο μέσα στους καταυλισμούς όσο και έξω από αυτούς και τελικά στο σύνολο μιας κοινωνίας που φοβάται.
O Robert Castel σε μια από τις τελευταίες ομιλίες του στην Τεργέστη (2010) έλεγε για το διαρκή κίνδυνο μέσα στον οποίο ζουν οι σύγχρονες κοινωνίες. «Το να χάνεις την εμπιστοσύνη σου στο μέλλον σημαίνει πως ζεις μια διαρκή απειλή και έναν διαρκή κίνδυνο. Αυτό πλέον έχει φτάσει σε εκρηκτικά επίπεδα και έχει οδηγήσει σε μια κοινωνία κινδύνου. Ο φόβος ότι θα χάσουμε ό,τι ψήγματα ασφάλειας έχουν ξεμείνει, βάζει σε κίνδυνο την ίδια τη δημοκρατία. Δε μπορεί κανείς να ζει σε δημοκρατία κάτω από μια μόνιμη απειλή».
Σε μερικές ημέρες θα δημοσιευτεί από το Πανεπιστήμιο της Νοτιοανατολικής Νορβηγίας (University of South East Norway) η έκθεση των εξωτερικών αξιολογητών του προγράμματος παρέμβασης στην ψυχική υγεία προσφύγων της ΕΠΑΨΥ όπου με κινητές μονάδες επαγγελματιών και διερμηνέων παρέχουμε από το Μάρτιο του 2018 υπηρεσίες σε πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο που διαμένουν στο πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ που διαχειρίζεται η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.
Βασικό σημείο της αποτελεσματικότητας ενός προγράμματος που ως τώρα έχει εξυπηρετήσει περισσότερους από 250 πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο με σοβαρά ψυχοκοινωνικά προβλήματα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, είναι η δυνατότητα παρέμβασης στο σπίτι των εξυπηρετουμένων όπου παρέχονται υπηρεσίες ψυχικής υγείας με στόχο την ενίσχυση της ελπίδας για το μέλλον και την ενδυνάμωση τους ώστε να προχωρούν ψυχικά και σωματικά. Μέσα από τη θεραπευτική σχέση ενισχύεται η εμπιστοσύνη προς τους άλλους και η δυνατότητα κάθε ανθρώπου να αντέχει στις αντιξοότητες.
Όταν ωστόσο η αβεβαιότητα αυξάνεται και αυτό οφείλεται στην πολιτική που ακολουθείται με τις εξώσεις που θα συμβαίνουν πλέον σε μηνιαία βάση, αλλά και στους στόχους αποτροπής και όχι ενσωμάτωσης, τότε οι παρεμβάσεις για την ψυχική υγεία χάνουν την αποτελεσματικότητά τους. Στον άνθρωπο που λέει πως «χάνει κάθε του ελπίδα» σε μια μακροχρόνια αναμονή που εν τέλη οδηγεί στην αστεγία, η απάντηση βρίσκεται στο τι δομικές αλλαγές μπορούν να γίνουν ώστε να διευκολυνθεί η ένταξη, να διασφαλιστεί η πρόσβαση στην εργασία και τη στέγη, να διευκολυνθεί η λήψη κατάλληλων υπηρεσιών υγείας και ψυχικής υγείας από το ευρύτερο σύστημα, να δημιουργηθούν γέφυρες ανάμεσα στα υπάρχοντα προγράμματα στήριξης και ένταξης, να παραταθεί η στήριξη όπως άλλωστε υπογράφουν εξηντα μία οργανώσεις στην επιστολή τους προς τις αρμόδιες αρχές (29.5.2020) στην Ελλάδα αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το αίτημα της κοινωνικής και επαγγελματικής ενσωμάτωσης των υπό έξωση προσφύγων δυναμιτίζεται συστηματικά από τα ξενοφοβικά και ρατσιστικά αντανακλαστικά, άμεσα η συγκαλυμμένα, διαφόρων αξιωματούχων οι οποίοι απευθύνονται βέβαια στο δικό τους κομματικό ακροατήριο και δεν ενδιαφέρονται για κοινοτικές παρεμβάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να απαλύνουν την ανασφάλεια, το φόβο και τη ψυχική οδύνη των απελπισμένων αυτών ανθρώπων.
Η συνέχεια του δράματος θα παιχτεί στην νέα διαπραγμάτευση με τους θεσμούς της Ε.Ε. και την Υπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. Από αυτό το πεδίο δεν πρέπει να είμαστε απόντες. Μια κοινωνία στην οποία οι μειοψηφίες υποφέρουν είναι μια κοινωνία σε κίνδυνο.
«Οι συνθήκες απομόνωσης μπορεί να ευνοούν την ενδοοικογενειακή βία και ενδέχεται να υπάρξει περαιτέρω αύξηση της επιθετικότητας εφόσον αυστηροποιηθούν τα μέτρα περιορισμού», προειδοποιεί ο καθηγητής του Παντείου Στέλιος Στυλιανίδης. Η ρηξικέλευθη πρόταση να προστεθεί εκπρόσωπος των νοσοκομειακών ιατρών στην καθημερινή ενημέρωση με τον Σωτ. Τσιόδρα.
Σαφή προειδοποίηση για τις επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει τυχόν αυστηροποίηση των μέτρων περιορισμού απευθύνει με συνέντευξή του στο iEidiseis ο Στέλιος Στυλιανίδης.
«Οι συνθήκες απομόνωσης μπορεί να ευνοούν την ενδοοικογενειακή βία και ενδέχεται να υπάρξει περαιτέρω αύξηση της επιθετικότητας εφόσον αυστηροποιηθούν τα μέτρα περιορισμού», επισημαίνει ο καθηγητής κοινωνικής ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και εκ των κορυφαίων ψυχιάτρων-ψυχαναλυτών, ομαδικός αναλυτής, ενώ απευθύνει και μια ρηξικέλευθη πρόταση για την ενίσχυση της ενημέρωσης του Σωτήρη Τσιόδρα.
Ο Στέλιος Στυλιανίδης τονίζει μεταξύ άλλων στο iEidiseis:
ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΕΥΑΛΛΩΤΟΙ: «Ας μην ξεχνάμε ότι ο κορονοϊόςμπορεί να προσβάλει αδιάκριτα όλες τις κοινωνικές τάξεις αλλά οι επιπτώσεις ψυχικής υγείας δεν είναι ίδιες για όλους. Τα ηλικιωμένα και τα μοναχικά άτομα, οι ευπαθείς ομάδες, οι άστεγοι, οι εξαρτημένοι, οι ασθενείς με χρόνια νοσήματα, έχουν χαμηλότερο επίπεδο ψυχικής ανθεκτικότητας και επομένως μπορούν να παρουσιάσουν πιο εύκολα ψυχιατρικά προβλήματα».
ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΙΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ, ΤΟ ΚΟΛΥΜΠΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ ΤΩΝ ΤΕΣΤ: «κάθε μέτρο απαγόρευσης για να εσωτερικευθεί και να ενεργοποιήσει την προσωπική ευθύνη κάθε πολίτη θα πρέπει να νοηματοδοτηθεί και να τεκμηριωθεί επαρκώς προκειμένου να θωρακιστεί συλλογικά η προστασία της δημόσιας υγείας. Οι πολίτες πρέπει να πειστούν ότι τα μέτρα έχουν νόημα, έχουν καθολική και ισότιμη εφαρμογή και δεν υπάρχουν διακρίσεις. Για παράδειγμα, η γενική απαγόρευση του κολυμπιού ήταν ένα παράλογο μέτρο και γι αυτό διορθώθηκε μερικώς μετά την κατακραυγή. Είναι άδικο να κάνει διαγνωστικό τεστ στον ιδιωτικό τομέα όποιος έχει την οικονομική δυνατότητα (με κόστος από 160 έως 300 ευρώ) και οι υπόλοιποι να καλούνται να μείνουν σπίτι όταν τα σύμπτώματά τους δεν είναι πολύ σοβαρά και για μια αβέβαιη περίοδο».
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΑΣΙΑΚΗΣ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ: «Υπάρχει σαφής επιστημονική τεκμηρίωση ότι η ανεργία, η οικονομική δυσπραγία, η επισφάλεια και ιδιαίτερα τα χρέη επιδρούν αρνητικά στην ψυχική υγεία και ιδιαίτερα στην παρατηρούμενη αύξηση της κατάθλιψης. Πρέπει να αναλογιστούμε ότι σε συνθήκες κρίσης και για όσους εργάζονται, υπάρχει αύξηση της ανασφάλειας και της πίεσης, ενώ πολλοί χάνουν την κοινωνική τους θέση και την ταυτότητά τους με την απώλεια της εργασίας τους. Το καινοφανές σε αυτό που ζούμε είναι ότι η μια κρίση διαδέχεται την άλλη: Από τα χρόνια του μνημονίου καταλήγουμε στην καραντίνα με προβλέψεις για βαθύτατη ύφεση χωρίς σαφές χρονοδιάγραμμα ανάκαμψης. Αυτό δημιουργεί μια τεράστια επισφάλεια για το σχέδιο ζωής καθενός και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων».
ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ: «Η παρούσα κρίση θέτει επιτακτικά το συνολικό πρόβλημα της αναδιοργάνωσης, επανασχεδιασμού και ισχυρής χρηματοδότησης του συστήματος δημόσιας υγείας στη χώρα μας. Το τρομακτικό έλλειμμα σε κλίνες ΜΕΘ, σε εξειδικευμένο προσωπικό, σε εργαστηριακές εξετάσεις αποτελεί σοβαρή απειλή για την ανθεκτικότητα του δημόσιου συστήματος υγείας. Το αντιπαράδειγμα της Λομβαρδίας, με τις συστηματικές περικοπές σε πόρους και προσωπικό του δημόσιου συστήματος υγείας, την κατάρρευση εκεί της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και τις “επιλεκτικές” συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, πρέπει να μας διδάξει πολλά για την επόμενη μέρα. Είναι σημαντικό να μην φύγουμε από την κουλτούρα του επείγοντος και να επανασχεδιάσουμε το ΕΣΥ με σύγχρονους όρους μάνατζμεντ, αποδοτικότητας και, επιτέλους, αποτελεσματικής παροχής υπηρεσιών στις αυξανόμενες ανάγκες του πληθυσμού ιδιαίτερα σε συνθήκες μελλοντικής ύφεσης(…) Η επιβράβευση των “ηρώων με τις άσπρες και τις πράσινες μπλούζες” δεν μπορεί να είναι ευκαιριακή αλλά προϋποθέτει γενναία χρηματοδότηση της δημόσιας υγείας και των αμοιβών των λειτουργών της».
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ: «Οι συνέπειες στην ψυχική υγεία θα αξιολογηθούν και κλινικά και ερευνητικά, όχι βραχρυπρόθεσμα, αλλά σε ορίζοντα από ένα έως τρία χρόνια. Μετά την πρώτη αντίδραση υψηλού stress, η οποία οδήγησε σε συμπεριφορές αλληλεγγύης, ηρωισμού για τους λειτουργούς υγείας και σε κάποιες περιπτώσεις κοινοτικής συνοχής και υπευθυνοποίησης, είναι πιθανό να παρατηρήσουμε μεσοπρόθεσμα αισθήματα απογοήτευσης, επεξεργασίας πένθους, ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι όπως πριν, επανεργοποίηση παλιών τραυματικών συμβάντων και αναμνήσεων που συνδέονται με την πανδημία».
ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΟΜΑΔΕΣ «ΕΠΙΖΩΝΤΩΝ» ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ: «Σχηματικά θα λέγαμε ότι υπάρχουν τρεις τύποι “επιζώντων” στο πεδίο:
Μια πλειοψηφία ατόμων που κατάφεραν να υπερβούν το συλλογικό αυτό τραύμα με θετικές αντιδράσεις και ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους.
Μια άλλη κατηγορία ατόμων η οποία παρουσίασε ήπιες αντιδράσεις δυσφορίας (γνωστικές, συναισθηματικές, βιολογικές, κοινωνικές).
Μια τρίτη, μικρότερη, κοινωνική ομάδα η οποία μπορεί να παρουσιάσει σοβαρές βλάβες μέχρι ανικανότητα (πχ κατάθλιψη, απάθεια, αυτοκτονικότητα, απελπισία, σύγχυση, μειωμένη γνωστική ικανότητα, διαταραχή μετατραυματικού στρες, μόνιμους ψυχαναγκασμούς για τον περιορισμό πιθανής μόλυνσης, παρορμητικότητα, “αυτοθεραπεία” με αλκοόλ, ουσίες, κατάχρηση μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων, ακόμη και σοβαρές ψυχοσωματικές αντιδράσεις).
Η δεύτερη και ιδιαίτερα η τρίτη ομάδα πρέπει να τύχει αναγνώρισης, αξιολόγησης και παρακολούθησης αυτών των ψυχολογικών διαταραχών. Η δε τρίτη ομάδα, πέρα από τη συστηματική αξιολόγηση, θα πρέπει να τύχει και εξειδικευμένης ψυχοκοινωνικής στήριξης».
ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ: «Πέρα από τις δράσεις για την ψυχοκοινωνική στήριξη των ατόμων με διαγνωσμένα προβλήματα ψυχικής υγείας, των ηλικιωμένα, των ατόμων με αναπηρίες και χρόνιες ασθένειες, τα οποία καθίστανται ιδιαίτερα ευάλωτα σε μια τέτοια συγκυρία, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον προσφυγικό πληθυσμό. Μιλάμε για ευπαθείς ομάδες οι οποίες έχασαν απότομα την πρόσβαση σε βασικά αγαθά όπως τρόφιμα, φαρμακευτική αγωγή, πληροφόρηση. Είναι γνωστό ότι οι προσφυγικοί καταυλισμοί τύπου Μόριας αποτελούν εκτός των άλλων και υγειονομικές ωρολογιακές βόμβες».
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΗ ΤΣΙΟΔΡΑ: «Θα πρέπει στην καθημερινή ενημέρωση να παίρνουν μέρος εκπρόσωποι των νοσοκομειακών γιατρών για να αναδεικνύουν τα προβλήματα των νοσοκομείων και το υπουργείο Υγείας να υποχρεώνεται να δώσει άμεσα απαντήσεις. Επίσης, θα πρέπει να συμπεριληφθεί στην ενημέρωση η αντιμετώπιση των προβλημάτων στους προσφυγικούς καταυλισμούς, η διαδικασία προμήθειας διαγνωστικών τεστ σε ευρύτατη κλίμακα σύμφωνα με την οδηγία του ΠΟΥ και, τέλος, η προβολή ιστορικών ανάκαμψης ανθρώπων που προσβλήθηκαν από τον Covid-19 και ανάρρωσαν».
Αναλυτικά η συνέντευξη του Στέλιου Στυλιανίδη έχει ως εξής:
Τελικά κ. Στυλιανίδη τι θα αφήσει πίσω της η κρίση του κορονοϊού στην ψυχική υγεία;
Η κρίση αυτή αποτελεί ένα συλλογικό ψυχικό τραύμα, η επεξεργασία του οποίου θα είναι διαφορετική σε ατομικό, κοινωνικό και πλανητικό επίπεδο. Με την έναρξη της πανδημίας, περάσαμε από τη φάση της αρχικής διάψευσης-άρνησης, ελαχιστοποίησης της επικινδυνότητας της επιδημίας στην απόλυτη επαγρύπνηση, η οποία σηματοδοτήθηκε με αυστηρά μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας. Αυτή η παγκόσμια επαγρύπνηση άγγιξε ορισμένες φορές τα όρια του συλλογικού φόβου, του ακραίου πανικού και στιγματισμού συμπολιτών μας, ακόμη και αποκλεισμό λειτουργών υγείας και από τους οικείους τους επειδή βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή.
Οι συνέπειες στην ψυχική υγεία θα αξιολογηθούν και κλινικά και ερευνητικά, όχι βραχρυπρόθεσμα, αλλά σε ορίζοντα από ένα έως τρία χρόνια. Μετά την πρώτη αντίδραση υψηλού stress, η οποία οδήγησε σε συμπεριφορές αλληλεγγύης, ηρωισμού για τους λειτουργούς υγείας και σε κάποιες περιπτώσεις κοινοτικής συνοχής και υπευθυνοποίησης, είναι πιθανό να παρατηρήσουμε μεσοπρόθεσμα αισθήματα απογοήτευσης, επεξεργασίας πένθους, ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι όπως πριν, επανεργοποίηση παλιών τραυματικών συμβάντων και αναμνήσεων που συνδέονται με την πανδημία.
Σχηματικά θα λέγαμε ότι υπάρχουν τρεις τύποι «επιζώντων» στο πεδίο:
– Μια πλειοψηφία ατόμων που κατάφεραν να υπερβούν το συλλογικό αυτό τραύμα με θετικές αντιδράσεις και ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους.
– Μια άλλη κατηγορία ατόμων η οποία παρουσίασε ήπιες αντιδράσεις δυσφορίας (γνωστικές, συναισθηματικές, βιολογικές, κοινωνικές).
– Μια τρίτη, μικρότερη, κοινωνική ομάδα η οποία μπορεί να παρουσιάσει σοβαρές βλάβες μέχρι ανικανότητα (πχ κατάθλιψη, απάθεια, αυτοκτονικότητα, απελπισία, σύγχυση, μειωμένη γνωστική ικανότητα, διαταραχή μετατραυματικού στρες, μόνιμους ψυχαναγκασμούς για τον περιορισμό πιθανής μόλυνσης, παρορμητικότητα, “αυτοθεραπεία” με αλκοόλ, ουσίες, κατάχρηση μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων, ακόμη και σοβαρές ψυχοσωματικές αντιδράσεις).
Η δεύτερη και ιδιαίτερα η τρίτη ομάδα πρέπει να τύχει αναγνώρισης, αξιολόγησης και παρακολούθησης αυτών των ψυχολογικών διαταραχών. Η δε τρίτη ομάδα, πέρα από τη συστηματική αξιολόγηση, θα πρέπει να τύχει και εξειδικευμένης ψυχοκοινωνικής στήριξης.
Το ερώτημα είναι αν το υπάρχον δημόσιο σύστημα ψυχικής υγείας είναι επαρκές να αντιμετωπίσει στοιχειωδώς μία ροή νέων αιτημάτων και περιστατικών τα οποία θα αναδυθούν μετά την παρέλευση της πανδημίας λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υπάρχουσες υπηρεσίες είναι ανεπαρκείς, ασυντόνιστες, με προβλήματα χρηματοδότησης και επαγγελματικής εξουθένωσης των επαγγελματιών ψυχικής υγείας.
Αν τα μέτρα περιορισμού καταστούν αυστηρότερα, τι νέα προβλήματα εκτιμάται πως θα αναδειχτούν;
Ο κόσμος έρχεται αντιμέτωπος με μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Οι συνθήκες απομόνωσης μπορεί να ευνοούν την ενδοοικογενειακή βία και ενδέχεται να υπάρξει περαιτέρω αύξηση της επιθετικότητας εφόσον αυστηροποιηθούν τα μέτρα περιορισμού. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ο κορονοϊός μπορεί να προσβάλει αδιάκριτα όλες τις κοινωνικές τάξεις αλλά οι επιπτώσεις ψυχικής υγείας δεν είναι ίδιες για όλους. Τα ηλικιωμένα και τα μοναχικά άτομα, οι ευπαθείς ομάδες, οι άστεγοι, οι εξαρτημένοι, οι ασθενείς με χρόνια νοσήματα, έχουν χαμηλότερο επίπεδο ψυχικής ανθεκτικότητας και επομένως μπορούν να παρουσιάσουν πιο εύκολα ψυχιατρικά προβλήματα.
Ωστόσο, κάθε μέτρο απαγόρευσης για να εσωτερικευθεί και να ενεργοποιήσει την προσωπική ευθύνη κάθε πολίτη θα πρέπει να νοηματοδοτηθεί και να τεκμηριωθεί επαρκώς προκειμένου να θωρακιστεί συλλογικά η προστασία της δημόσιας υγείας. Οι πολίτες πρέπει να πειστούν ότι τα μέτρα έχουν νόημα, έχουν καθολική και ισότιμη εφαρμογή και δεν υπάρχουν διακρίσεις.
Για παράδειγμα, η γενική απαγόρευση του κολυμπιού ήταν ένα παράλογο μέτρο και γι αυτό διορθώθηκε μερικώς μετά την κατακραυγή.
Είναι άδικο να κάνει διαγνωστικό τεστ στον ιδιωτικό τομέα όποιος έχει την οικονομική δυνατότητα (με κόστος από 160 έως 300 ευρώ) και οι υπόλοιποι να καλούνται να μείνουν σπίτι όταν τα συμπτώματά τους δεν είναι πολύ σοβαρά και για μια αβέβαιη περίοδο.
Η εργασιακή αβεβαιότητα, με τις πρωτοφανείς διαστάσεις που λαμβάνει μετά το πρώτο κιόλας διάστημα εκδήλωσης της κρίσης, σε τι βαθμό επιδρά στην ψυχική υγεία;
Υπάρχει σαφής επιστημονική τεκμηρίωση ότι η ανεργία, η οικονομική δυσπραγία, η επισφάλεια και ιδιαίτερα τα χρέη επιδρούν αρνητικά στην ψυχική υγεία και ιδιαίτερα στην παρατηρούμενη αύξηση της κατάθλιψης. Πρέπει να αναλογιστούμε ότι σε συνθήκες κρίσης και για όσους εργάζονται, υπάρχει αύξηση της ανασφάλειας και της πίεσης, ενώ πολλοί χάνουν την κοινωνική τους θέση και την ταυτότητά τους με την απώλεια της εργασίας τους.
Το καινοφανές σε αυτό που ζούμε είναι ότι η μια κρίση διαδέχεται την άλλη: Από τα χρόνια του μνημονίου καταλήγουμε στην καραντίνα με προβλέψεις για βαθύτατη ύφεση χωρίς σαφές χρονδιάγραμμα ανάκαμψης. Αυτό δημιουργεί μια τεράστια επισφάλεια για το σχέδιο ζωής καθενός και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων.
Η πολιτεία τι μέτρα πρέπει να λάβει για την ψυχική υγεία εν μέσω κρίσης και κυρίως για το διάστημα μετά από αυτή;
Πέρα από τις δράσεις για την ψυχοκοινωνική στήριξη των ατόμων με διαγνωσμένα προβλήματα ψυχικής υγείας, των ηλικιωμένα, των ατόμων με αναπηρίες και χρόνιες ασθένειες, τα οποία καθίστανται ιδιαίτερα ευάλωτα σε μια τέτοια συγκυρία, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον προσφυγικό πληθυσμό. Μιλάμε για ευπαθείς ομάδες οι οποίες έχασαν απότομα την πρόσβαση σε βασικά αγαθά όπως τρόφιμα, φαρμακευτική αγωγή, πληροφόρηση. Είναι γνωστό ότι οι προσφυγικοί καταυλισμοί τύπου Μόριας αποτελούν εκτός των άλλων και υγειονομικές ωρολογιακές βόμβες.
Συνολικότερα για την υγεία, το στοίχημα της επόμενης μέρας ποιο κατά τη γνώμη σας είναι;
Η παρούσα κρίση θέτει επιτακτικά το συνολικό πρόβλημα της αναδιοργάνωσης, επανασχεδιασμού και ισχυρής χρηματοδότησης του συστήματος δημόσιας υγείας στη χώρα μας. Το τρομακτικό έλλειμμα σε κλίνες ΜΕΘ, σε εξειδικευμένο προσωπικό, σε εργαστηριακές εξετάσεις αποτελεί σοβαρή απειλή για την ανθεκτικότητα του δημόσιου συστήματος υγείας. Το αντιπαράδειγμα της Λομβαρδίας, με τις συστηματικές περικοπές σε πόρους και προσωπικό του δημόσιου συστήματος υγείας, την κατάρρευση εκεί της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και τις “επιλεκτικές” συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, πρέπει να μας διδάξει πολλά για την επόμενη μέρα.
Είναι σημαντικό να φύγουμε από την κουλτούρα του επείγοντος και να επανασχεδιάσουμε το ΕΣΥ με σύγχρονους όρους μάνατζμεντ, αποδοτικότητας και, επιτέλους, αποτελεσματικής παροχής υπηρεσιών στις αυξανόμενες ανάγκες του πληθυσμού ιδιαίτερα σε συνθήκες μελλοντικής ύφεσης.
Στο πλαίσιο της διαχείρισης της πανδημίας έγκυροι διεθνείς οργανισμοί ψυχικής υγείας προτείνουν για την ενίσχυση των ατομικών και συλλογικών παραγόντων ανθετικότητας τη στρατηγική της “wholeofsocietyapproach” , δηλαδή τη συνολική προσέγγιση της κοινωνίας προκειμένου να γίνουν αποτελεσματικότερα τα μέτρα δημόσιας υγείας.
Ελπίζω ότι με την εμπειρία διαχείρισης της πανδημίας έγινε κατανοητό σε όλους ότι δεν μπορούμε να δαπανάμε για εξοπλιστικά περισσότερα απ ό,τι για τα δημόσια νοσοκομεία. Η επιβράβευση των “ηρώων με τις άσπρες και τις πράσινες μπλούζες” δεν μπορεί να είναι ευκαιριακή αλλά προϋποθέτει γενναία χρηματοδότηση της δημόσιας υγείας και των αμοιβών των λειτουργών της.
Την ενημέρωση που γίνεται από τους κ. Τσιόδρα και Χαρδαλιά πώς την κρίνετε;
Είναι πολύ σημαντικό που έχει αναλάβει ένας ειδικός, ο καθηγητής κ. Τσιόδρας, την ευθύνη της ενημέρωσης. Είναι επίσης σημαντικό ότι ο συγκεκριμένος ειδικός είναι ήρεμος, έχει ευαισθησία, προσφέρει επιστημονικά τεκμηριωμένη ενημέρωση, βρίσκεται σε διαρκή σύνδεση με ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού και εκτελεί τα καθήκοντά του με νηφαλιότητα και αξιοπιστία.
Ωστόσο, θα πρέπει στην καθημερινή ενημέρωση να παίρνουν μέρος εκπρόσωποι των νοσοκομειακών γιατρών για να αναδεικνύουν τα προβλήματα των νοσοκομείων και το υπουργείο Υγείας να υποχρεώνεται να δώσει άμεσα απαντήσεις. Επίσης, θα πρέπει να συμπεριληφθεί στην ενημέρωση η αντιμετώπιση των προβλημάτων στους προσφυγικούς καταυλισμούς, η διαδικασία προμήθειας διαγνωστικών τεστ σε ευρύτατη κλίμακα σύμφωνα με την οδηγία του ΠΟΥ και, τέλος, η προβολή ιστορικών ανάκαμψης ανθρώπων που προσβλήθηκαν από τον Covid-19 και ανάρρωσαν.
Η τηλεφωνική γραμμή υποστήριξης 10306
Από το Σάββατο 4 Απριλίου 2020 τέθηκε σε λειτουργία η τηλεφωνική γραμμή ψυχοκοινωνικής υποστήριξης 10306από το Υπουργείο Υγείας με την συνεργασία του Πανεπιστημίου της Αθήνας (Α’ Πανεπιστημιακή Κλινική Αιγινίτειου Νοσοκομείου), του Χαμόγελου του Παιδιού και της Ομοσπονδίας Φορέων Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης και Ψυχικής Υγείας ΑΡΓΩ.
Η γραμμή παρέχει δωρεάν πληροφόρηση, ψυχοκοινωνική υποστήριξη και δυνατότητα παραπομπής σε ειδικές υπηρεσίες την περίοδο της πανδημίας του Covid19.
Η υποστήριξη παρέχεται 24 ώρες το 24ωρο δωρεάν προς όλους τους πολίτες, ενήλικες αλλά και παιδιά και εφήβους, σε άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας, άτομα με αναπηρία, ηλικιωμένους, γονείς και επαγγελματίες υγείας.
Στελεχώνεται από 150 ψυχολόγους, 20 ψυχιάτρους, 30 κοινωνικούς λειτουργούς.
«Το σοκ που προκαλείται από τον Covid-19 επιφέρει, εκτός των άλλων συνεπειών, μια επιδημία του φόβου και, αντίστροφα, της άρνησης του πραγματικού κινδύνου», εξηγεί ο καθηγητής κοινωνικής ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ψυχίατρος-ψυχαναλυτής-ομαδικός αναλυτής,Στέλιος Στυλιανίδης, τονίζοντας παράλληλα ότι «εν μέσω πανδημίας πρέπει να γίνει συνείδηση ότι η κοινωνική απόσταση και η αποφυγή των κοινωνικών επαφών είναι μέτρα αναπόφευκτα και αναγκαία για τη δημόσια υγεία και αποτελούν κομμάτι της ατομικής ευθύνης και αυτοπειθαρχίας.Ωστόσο, η κοινωνική αυτή απόσταση δεν σημαίνει ούτε μοναξιά ούτε παθητικότητα».
Ο Στέλιος Στυλιανίδης επισημαίνει, ακόμα ότι «αυτή η αναγκαστική συνθήκη αναδεικνύει -πολλές φορές με δραματικό τρόπο- τα ελλείμματα ουσιαστικών κοινωνικών και ψυχικών δεσμών, τη σαθρότητα σχέσεων, το “δήθεν” των κοινωνικών δικτύων που στη δύσκολη περίοδο μοιάζουν ανήμπορα να προσφέρουν κάτι αυθεντικό και ουσιώδες για την αποφυγή της κατακρήμνισης του άλλου στη μαύρη τρύπα της απελπισίας και της κατάθλιψης».
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
–Τις τελευταίες εβδομάδες λόγω του κορωνοϊού βιώνουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Σταδιακά λαμβάνονται μέτρα από τις κυβερνήσεις στην Ευρώπη για να προστατευθούμε. Και σε αυτές τις συνθήκες βλέπουμε εκείνους που έχουν την αυταπάτη ότι δεν θα τους συμβεί τίποτα και κάποιους άλλους που από υπερβολική αγωνία πιστεύουν ότι θα προσβληθούν από την ασθένεια του κορωνοϊού και θα αντιμετωπίσουν σοβαρές δυσκολίες. Πώς μπορούμε να ισορροπήσουμε σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση;
Το σοκ που προκαλείται από τον Covid-19 επιφέρει, εκτός των άλλων συνεπειών, μια επιδημία του φόβου και, αντίστροφα, της άρνησης του πραγματικού κινδύνου. Η επιθετικότητα στη διασπορά του κορωνοϊού θέτει τον άνθρωπο της νεωτερικότητας σε μια a priori αντιφατική θέση: Από τη μία πλευρά εξακολουθεί να υπάρχει η φαντασίωση της παντοδυναμίας κι ενός σκληρά ναρκισσιστικού εαυτού, με την έννοια ότι μπορεί να προβλέψει, να ελέγξει και να τιθασεύσει ορθολογικά κάθε κίνδυνο.
Από την άλλη, ο άνθρωπος δοκιμάζεται από μια επώδυνη διάψευση της παντοδυναμίας του μέσα από την κατάρρευση της ιδέας μίας συνεχούς προόδου και ανάπτυξης, μιας εικόνας χωρίς ρωγμές.
Αν κάτι ενδιαφέρον θέτει στο προσκήνιο η πανδημία αυτή είναι η αναγκαιότητα επένδυσης της σκέψης και της κατανόησης όχι μόνο των βαθύτερων αιτίων του κακού, δηλαδή την οικολογική καταστροφή και τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και του συστήματος δημόσιας υγείας, αλλά επίσης την ανάγκη επένδυσης του εσωτερικού μας κόσμου, την προτεραιότητα που πρέπει να δώσουμε στο χτίσιμο και τη διατήρηση κοινωνικών και ψυχικών δεσμών οι οποίοι περιθωριοποιούνται ή συσκοτίζονται μέσα στην ατέρμονη ρευστότητα της καθημερινότητας. Ο φόβος του θανάτου και το αίσθημα μοναξιάς ως κοινό βίωμα του σύγχρονου ανθρώπου μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την ουσιαστική ενηλικίωση.
Μάθαμε πια ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες και ότι η μόνη σταθερά είναι η διαπραγμάτευση με την εσωτερική μας ευθραυστότητα και ανθεκτικότητα που συνυπάρχουν μέσα μας σε μια διαρκή ένταση.
Ο καθηγητής κοινωνικής ψυχιατρικής Στ.Στυλιανίδης στο Libre: «Η πανδημία ως δυνατότητα επανανοηματοδότησης της ύπαρξής μας»
–Με αφορμή τον κορωνοϊό ήρθε στην επιφάνεια το ζήτημα – ανάλογα με την οπτική – της συλλογικής και της ατομικής ευθύνης. Ποια υπερτερεί, μεταξύ των δύο; Και τι σημαίνει σε αυτή τη συγκυρία «ευθύνη»;
Η ατομική ευθύνη δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη θεσμική λειτουργία αλλά αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου να συγκροτηθεί και να ενδυναμωθεί μια συνειδητότητα που οδηγεί στη συλλογική ευθύνη. Οι αντιδράσεις χωρών που αποτέλεσαν θετικό παράδειγμα ανάσχεσης της επιθετικότητας της πανδημίας, όπως η νότια Κορέα και η Ταϊβάν, δείχνουν ότι η συμπληρωματικότητα της ατομικής και της συλλογικής ευθύνης είναι καταλυτική. Οι αρχές δημόσιας υγείας πρέπει να δίνουν έμφαση στο ότι η αυτοαπομόνωση αποτελεί αλτρουιστική επιλογή, δηλαδή έμπρακτη απόδειξη ενδιαφέροντος για τους άλλους και όχι μόνο αυτοπροστασία. Ωστόσο, θα πρέπει να μας απασχολήσει και σαν άτομα και σαν κοινωνίες η πιθανή μελλοντική χρησιμοποίηση μηχανισμών ελέγχου της ζωής του καθένα στο όνομα της πρόληψης που θα μπορούσε να διολισθήσει σε παραβίαση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης κάθε πολίτη. Το δίπολο “ασφάλεια και ελευθερία” στο πλαίσιο μιας σύγχρονης δημοκρατίας πρέπει να γίνει εκ νέου αντικείμενο επεξεργασίας μέσα από τη δημιουργία νέος νέου κοινωνικού συμβολαίου.
–Τελικά τα μέτρα που μας επιβάλλονται όπως είναι, η απομόνωση στο σπίτι, η αποφυγή των κοινωνικών επαφών μπορούν να επιδράσουν αρνητικά στη ψυχική υγεία ενός ανθρώπου; Και κυρίως σε ανθρώπους που ζουν μόνοι τους για οποιονδήποτε λόγο.
Οι επιστημονικές έρευνες έχουν δείξει εδώ και καιρό ότι η κοινωνική απομόνωση και η μοναξιά, συχνά αλλά όχι πάντα, μπορούν να επιδράσουν αρνητικά και στη σωματική και στην ψυχική υγεία ενός ανθρώπου, δηλαδή στο σύνολο της ψυχοσωματικής του ισορροπίας.
Ξέραμε από πριν ότι οι άνθρωποι που νιώθουν αποκομμένοι είναι πιθανότερο να κρυολογήσουν, να εμφανίσουν καρδιοπάθεια, μειωμένες νοητικές και γνωστικές λειτουργίες, κατάθλιψη και τελικά μικρότερο προσδόκιμο ζωής.
Μια πρόσφατη μελέτη στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό “The Lancet” η οποία αξιολογεί τα ως τώρα δεδομένα απ όλες τις σχετικές έρευνες βρήκε ότι η καραντίνα και η απομόνωση διαρκείας μπορεί να οδηγήσουν σε άγχος, κατάθλιψη, μετατραυματικό στρες, επιθετικότητα και θυμό, αλλά επίσης σε κόπωση, πτώση του ηθικού και ευρύτερα κοινωνική απόσυρση.
Εν μέσω πανδημίας πρέπει να γίνει συνείδηση ότι η κοινωνική απόσταση και η αποφυγή των κοινωνικών επαφών είναι μέτρα αναπόφευκτα και αναγκαία για τη δημόσια υγεία και αποτελούν κομμάτι της ατομικής ευθύνης και αυτοπειθαρχίας. Ωστόσο, η κοινωνική αυτή απόσταση δεν σημαίνει ούτε μοναξιά ούτε παθητικότητα. Αυτή η αναγκαστική συνθήκη αναδεικνύει -πολλές φορές με δραματικό τρόπο- τα ελλείμματα ουσιαστικών κοινωνικών και ψυχικών δεσμών, τη σαθρότητα σχέσεων, το “δήθεν” των κοινωνικών δικτύων που στη δύσκολη περίοδο μοιάζουν ανήμπορα να προσφέρουν κάτι αυθεντικό και ουσιώδες για την αποφυγή της κατακρήμνισης του άλλου στη μαύρη τρύπα της απελπισίας και της κατάθλιψης. Το παρελθόν είναι ουσιαστικά παρόν και καθορίζει το μέλλον. Γι αυτό και η συγκυρία μπορεί να αποτελέσει αφορμή για αναστοχασμό και επανανοηματοδότηση της ζωής του καθενός.
-Η τεχνολογία συχνά έχει κατηγορηθεί ότι φέρνει μοναξιά. Τώρα, εν μέσω της πρόκλησης , είναι η ώρα να φανεί πόσο χρήσιμη είναι; Είναι στο χέρι των περισσότερων ανθρώπων να αξιοποιήσουν την τεχνολογία για να σπάσουν την απομόνωση;
Δεν υπάρχει καλή και κακή τεχνολογία, υπάρχει καλή και κακή χρήση της. Το διαδίκτυο προσφέρει σημαντικές δυνατότητες επικοινωνίας ειδικά σε μέρες όπως αυτές και είναι στο χέρι όλων μας να αξιοποιήσουμε, χωρίς υπερβολή και ακρότητα, αυτές τις δυνατότητες για να σπάσουμε την απομόνωση και να αισθανθούμε ότι ζούμε και όχι απλά επιβιώνουμε.
–Πως κρίνετε τα έως τώρα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας και τους χειρισμούς διαχείρισης αυτής της κρίσης από τον κρατικό μηχανισμό και από τις αρχές δημόσιας υγείας;
Είναι ανακουφιστικό ότι πάρθηκαν έγκαιρα μέτρα πρόληψης και έχει διαμορφωθεί ένα αίσθημα συλλογικής εμπιστοσύνης απέναντι στην πολιτεία και τους θεσμούς.
Αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα πολύτιμο κοινωνικό κεφάλαιο το οποίο δεν πρέπει να σπαταληθεί με όρους μικροκομματικούς ή πελατειακούς προς όφελος της ποιότητας των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα μας.
Ωστόσο, η σημερινή απειλή αναδεικνύει τα τεράστια κενά που προϋπήρχαν στο σύστημα δημόσιας υγείας, από προσωπικό μέχρι υποδομές και από κλίνες ΜΕΘ μέχρι την ανυπαρξία μιας σύγχρονης πολιτικής ατζέντας για την ανάκαμψη των υπηρεσιών του ΕΣΥ.
Τα ελλείμματα αυτά μαζί με το ήδη δυσλειτουργικό δίκτυο της κοινωνικής πρόνοιας και των κατακερματισμένων αντίστοιχων υπηρεσιών της τοπικής αυτοδιοίκησης θέτουν επιτακτικά την ανάγκη επανασχεδιασμού μιας στρατηγικής πρόληψης, προαγωγής και αγωγής υγείας στο γενικό πληθυσμό, επανασυγκρότησης της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας η οποία σε κάθε αποτελεσματικό σύστημα αποτελεί τον ισχυρό ηθμό ώστε να μην καταλήγουν περιστατικά χωρίς σοβαρές ενδείξεις στα ήδη επιβαρυμένα νοσοκομεία αλλά και να μην εγκλωβίζονται σπίτι τους άνθρωποι που θα έπρεπε να έχουν ολοκληρωμένη φροντίδα δεδομένου ότι είναι σχεδόν ανύπαρκτες οι υπηρεσίες κατ οίκον παρέμβασης και υγειονομικής φροντίδας.
–Εργάζεστε εδώ και πολλά χρόνια για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση στη χώρα μας. Σε ποιο σημείο βρίσκονται σήμερα οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας, στην Ελλάδα;
Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση είναι η συλλογική προσπάθεια πολιτείας, ψυχιάτρων, επαγγελματιών ψυχικής υγείας, κοινωνίας των πολιτών και θεσμών για την οριστική αντιμετώπιση των αναγκών ψυχικής υγείας του ανθρώπου (αντιμετώπιση ψυχικών διαταραχών, πρόληψη, προαγωγή, ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και κοινωνική ενσωμάτωση). Οταν ξεκινήσαμε πριν από 35 χρόνια την προσπάθεια για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, ο στόχος μας ήταν να υπάρχει ένα πλήρες δίκτυο υπηρεσιών στην κοινότητα το οποίο να διασφαλίζει σε επίπεδο υγειονομικής περιφέρειας τη λειτουργική επάρκεια ως προς τις ανάγκες της ψυχικής υγείας του τοπικού πληθυσμού. Οι βασικές αρχές ανάπτυξης αυτού του κοινοτικού δικτύου θα έπρεπε να περιλαμβάνουν: Α) Κατάργηση των υφιστάμενων ψυχιατρικών νοσοκομείων και μετασχηματισμό τους σε δίκτυα υπηρεσιών κοινοτικής ψυχιατρικής. Β) Τομεοποίηση και αποκέντρωση. Γ) Εξατομικευμένη και ολιστική προσέγγιση. Δ) Σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα μέσα από την δραματική μείωση των αναγκαστικών νοσηλειών. Ε) Διασφάλιση του συνεχούς της φροντίδας. Εκτός από νησίδες ψυχιατρικής μεταρρύθμισης που υπάρχουν στη χώρα κανένας από αυτούς τους στόχους δεν έχει υλοποιηθεί: Για παράδειγμα, το ποσοστό των αναγκαστικών νοσηλειών είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ, ο κατακερματισμός, η έλλειψη συντονισμού, η υποχρηματοδότηση και η ασυνέχεια στη φροντίδα επικρατούν, όπως επίσης η επαγγελματική εξουθένωση των λειτουργών ψυχικής υγείας σε ένα σύστημα γερασμένο χωρίς οραματικό λόγο και συγκροτημένη ιδεολογία αλλαγής.