Η ακούσια νοσηλεία ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας αποτελεί αμφιλεγόμενο ζήτημα στην παροχή ψυχιατρικής φροντίδας, κυρίως λόγω των περιορισμών που επιβάλλει στην ελευθερία των ασθενών αυτών.
Κατά την άσκηση του μέτρου αυτού, ανακύπτουν σημαντικά ζητήματα εξαιτίας της δυσκολίας να εξισορροπηθούν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα του ασθενούς, η δημόσια ασφάλεια και η ανάγκη για θεραπεία.
Επιδημιολογικές μελέτες σε χώρες της Ευρώπης στοιχειοθετούν σημαντική ποικιλομορφία ως προς τη συχνότητα των ακούσιων νοσηλειών (ενδεικτικά 3,2% στη Πορτογαλία, 4,6% στη Δανία,13,5% στο Ηνωμένο Βασίλειο), η οποία μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές ανάμεσα στα κράτη – μέλη ως προς το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, την επικρατούσα ψυχιατρική κουλτούρα, τη διάρθρωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, την διαθεσιμότητα εναλλακτικών μορφών φροντίδας, τα χαρακτηριστικά των ασθενών, το βαθμό κοινωνικής συνοχής, καθώς και ως προς ευρύτερους κοινωνικο-οικονομικούς δείκτες.
Ωστόσο οφείλουμε να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με πρόσφατες επιστημονικές έρευνες, υπάρχει μια αυξητική τάση των ακουσίων νοσηλειών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, κάτι που αρχίζει να συνειδητοποιείται δυστυχώς με μεγάλη καθυστέρηση ως πρόβλημα δημόσιας υγείας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την ηγεσία της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής.
Υπάρχει ευρεία συναίνεση στη διεθνή επιστημονική κοινότητα προκειμένου το μέτρο της ακούσιας νοσηλείας να χρησιμοποιείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις ως έσχατη λύση για θεραπεία του ασθενούς, σε δύσκολα κλινικά περιστατικά με έντονη αυτό και ετερο-καταστροφικότητα η σε συνθήκες εγκατάλειψης σοβαρά παλινδρομημένων ασθενών και όχι ως «μέτρο ρουτίνας» και κοινωνικός αυτοματισμός, όπως συμβαίνει στη χώρα μας.
Παρά τις υπάρχουσες διαφορές, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συγκριθούν τα ποσοστά αυτά με την κατάσταση στη χώρα μας, μετά την καταδίκη της στο Συμβούλιο της Ευρώπης για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και χρήση περιοριστικών μέτρων (μηχανικές και χημικές καθηλώσεις) σε ασθενείς που νοσηλεύονται με εισαγγελική εντολή.
Η συνεχιζόμενη πολυκεντρική Μελέτη των Ακουσίων Νοσηλειών στην Ελλάδα (Μ.Α.Ν.Ε.), με την επιστημονική ευθύνη του υπογράφοντος, διεξάγεται σε Αθήνα , Θεσσαλονίκη και Αλεξανδρούπολη, με τη συμμετοχή 5 Πανεπιστημιακών τμημάτων της χώρας, της ΕΠΑΨΥ και την επιστημονική στήριξη διεθνούς κύρους εμπειρογνωμόνων, τεκμηριώνει αρχικά τα υψηλά ποσοστά των αναγκαστικών νοσηλειών (50-65%) στα μεγάλα αστικά κέντρα (εκτός της Θράκης) επί του συνόλου των ψυχιατρικών νοσηλειών στα Ψυχιατρικά Νοσοκομεία και στα Ψυχιατρικά Τμήματα των Γενικών Νοσοκομείων.
Πρόκειται για μία συστημική δυσλειτουργία της άσκησης της ψυχιατρικής στην Ελλάδα, η οποία συνδέεται με παράγοντες κλινικούς (διαχείριση επιθετικότητας, διαχείριση υποτροπών) πολιτισμικούς (στίγμα, ασυλική ψυχιατρική κουλτούρα), θεσμικούς και οργανωτικούς (διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής και του συνεχούς της φροντίδας στη κοινότητα, φαινόμενο «περιστρεφόμενης πόρτας», δηλ. επανεισαγωγή των ίδιων των ασθενών χωρίς ψυχοκοινωνική στήριξη, έλλειμμα εναλλακτικών της νοσηλείας τομεοποιημένων δομών κοινοτικής ψυχικής υγείας και αντιμετώπισης της κρίσης, κενά στο συντονισμό και την ηγεσία ενός αθροίσματος υπηρεσιών που δεν λειτουργεί ως συνεκτικό σύστημα απαντώντας στις διογκούμενες ανάγκες ψυχικής υγείας του πληθυσμού, ιδιαίτερα των παιδιών και εφήβων).
Ενώ οι διεθνείς θεσμοί ψυχικής υγείας (Π.Ο.Υ, 2019, Παγκόσμια Ψυχιατρική Εταιρία, 2020) προτείνουν συγκεκριμένες κατευθυντήριες οδηγίες για περιορισμό των εισαγγελικών παραγγελιών, για αποφυγή χρήσης περιοριστικών μέτρων κατά την νοσηλεία, ενίσχυση των μηχανισμών συνηγορίας και συμμετοχής των συλλόγων των οικογενειών και των ληπτών στον έλεγχο και την αξιολόγηση της ποιότητας της ψυχιατρικής φροντίδας, όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας που υποφέρουν από ψυχικές ασθένειες οδηγούνται με χειροπέδες στο Δρομοκαΐτειο, στο Δαφνί, στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και στα ψυχιατρικά τμήματα των γενικών νοσοκομείων, που θα έπρεπε να λειτουργούν με κοινοτικό προσανατολισμό στο πλαίσιο της τομεοποίησης. Εκεί, μπορεί να υποστούν μηχανική καθήλωση (1:4 σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία) και άλλες ταπεινώσεις, ακόμη, όπως συνέβη προ ολίγων ετών όχι για πρώτη φορά, και να καούν δεμένοι με ιμάντες.
Εξάλλου, η χώρα μας έχει υπογράψει τη Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (CRPD) του ΟΗΕ στις 31/5/2012. Οι ισχύουσες ψυχιατρικές πρακτικές για τις ακούσιες νοσηλείες μας αφήνουν για πολλοστή φορά έκθετους απέναντι στις διεθνείς δεσμεύσεις μας.
Οι μνημονιακές δεσμεύσεις δεν υπάρχουν πια. Ποτέ δεν ήταν η πραγματική δικαιολογία για την αισθητή επιδείνωση των ακούσιων νοσηλειών, αφού η παράλληλη λειτουργία της ασυλικής και της κοινοτικής ψυχιατρικής έχει υψηλότερο κόστος, όχι μόνο οικονομικό αλλά και ανθρώπινο, από την πλήρη κατάργηση και μετασχηματισμό των ψυχιατρικών ιδρυμάτων. Οι Ιταλοί, οι Αγγλοι, οι Ισπανοί, οι Αυστραλοί, έχουν πολλά να μας πουν πάνω σ’ αυτό. Η ιστορική εμπειρία της Τεργέστης ,συνεργαζόμενο κέντρο του ΠΟΥ για διάχυση καλών πρακτικών, έχει πρόσφατα ποσοστά αναγκαστικών νοσηλειών μικρότερα του 1% στη περιοχή ευθύνης της.
Έχοντας συμβάλλει ουσιαστικά στην κατάργηση και τον μετασχηματισμό σε ένα σύγχρονο δίκτυο υπηρεσιών ψυχικής υγείας για παιδιά και εφήβους του Παιδοψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής (Νταού Πεντέλης), γνωρίζω βιωματικά πόσο δύσκολο είναι να ξεπεραστούν αντιστάσεις και πιέσεις συμφερόντων που δίνουν λυσσαλέα μάχη υπέρ της αντιμεταρρύθμισης και του αναχρονισμού. Γνωρίζω, όμως, επίσης ότι οι αναγκαίες αλλαγές είναι εφικτές, εφ΄ όσον υπάρχει πολιτική βούληση, όραμα, πόροι και σχέδιο.
Σήμερα, δεν υπάρχει κανένα άλλοθι για το πάγωμα της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης που καρκινοβατεί. Η απουσία μνημονιακών καταναγκασμών επιβάλλει βήματα μπροστά, πόσο μάλλον από μια κυβέρνηση που δηλώνει μεταρρυθμιστική.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ