Ετικέτα: ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ

Πλατεία Ομονοίας

“Δοκιμασία μέσα στη δοκιμασία από τον ιό της ανισότητας”, του Στέλιου Στυλιανίδη (ΤΟ ΒΗΜΑ)

* Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής 29/03/2020.

ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ: Ο ΙΟΣ ΤΗΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ

Το ιστορικό σοκ της πανδημίας του COVID_19 αναδεικνύει με θορυβώδη τρόπο -μεταξύ των άλλων- τις συνήθεις όψεις ακραίων κοινωνικών ανισοτήτων, κοινωνικής απομόνωσης και αποκλεισμού. Η μετάβαση των Αθηναίων στα εξοχικά τους, νησιωτικά και ηπειρωτικά, σε πρώτο επίπεδο μπορεί να μεταφράζεται σε μια προσωρινή ανακωχή με τον αόρατο εχθρό, αλλά μας θυμίζει -εάν έχουμε στοιχειώδη ενσυναίσθηση- όλους εκείνους που στοιβάζονται ασφυκτικά στα μικρά διαμερίσματα, τους μοναχικούς, τους άστεγους, τους πρόσφυγες, τους μετανάστες,  όλους όσους έχουν μια εξαιρετικά δύσκολη πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας και ψυχικής υγείας.

Η τεκμηριωμένη διεθνής έρευνα δείχνει από την εποχή της οικονομικής κρίσης ότι η ανθεκτικότητα των ατόμων επηρεάζεται καθοριστικά από το χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό κεφάλαιο: Η διαπροσωπική εμπιστοσύνη (οριζόντιο κοινωνικό κεφάλαιο) και η εμπιστοσύνη στους πολιτειακούς θεσμούς (κάθετο κοινωνικό κεφάλαιο), στο συγκεκριμένο κάθε φορά ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, συνδέονται με το χαμηλό εισόδημα, την οικονομική δυσπραγία, τα χρέη, την ανεργία, την επισφάλεια, το έλλειμμα ελπίδας απέναντι στην αβεβαιότητα και τη ρευστότητα του μέλλοντος.

Με αυτά τα επιστημονικά δεδομένα, ίσως ήρθε η στιγμή να σκεφτούμε ξανά τη σοβαρή επένδυση σε πόρους στα δημόσια συστήματα υγείας και κοινωνικής φροντίδας που, όπως βλέπουμε και στην εν εξελίξει υγειονομική κρίση, αδυνατούν να “αυτορυθμιστούν” από τους νόμους της αγοράς.

Το τρομακτικό έλλειμμα κλινών στις ΜΕΘ, σε εξειδικευμένο προσωπικό, σε εξοπλισμό, σε αντιδραστήρια αποτελεί μια απειλή για την ανθεκτικότητα του δημόσιου συστήματος υγείας, την οποία καλούμαστε να διαχειριστούμε πάλι με τη διαδικασία του επείγοντος.

Ιατρικά είμαστε ίσοι απέναντι στον ιό, αλλά μερικοί είναι πιο ίσοι.

Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΤΙΓΜΑΤΟΣ

Είναι φυσικό όλοι να βιώνουμε μια πραγματικότητα πλημμυρισμένη από πληροφορίες, αξιόπιστες ή ψευδείς, θεωρίες συνωμοσίας, άλογες συμπεριφορές και αντιδράσεις, πανικό, άγχος και επιθετικότητα. Είναι άλλο η πραγματική απειλή και άλλο η αναπαράστασή της μέσα μας: Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ελαχιστοποιήσουμε τα αναγκαία μέτρα για τον περιορισμό της διασποράς του κινδύνου, αλλά να είμαστε σε μια ψυχική ετοιμότητα ώστε να μη φοβόμαστε περισσότερο τη φαντασία μας.

Νομίζω ότι ο φόβος είναι το άλλο μισό του θάρρους. Πρέπει να τον δεχτούμε. Το κουράγιο δεν αντιπροσωπεύεται από τον άνθρωπο που δεν έχει φόβο αλλά από εκείνον που αναγνωρίζει τον φόβο και θέλει να τον αντιμετωπίσει. «Το θάρρος είναι φτιαγμένο από φόβο» έλεγε η Οριάνα Φαλάτσι.

Είμαστε σε μια διαρκή αλληλεπίδραση του ιδιωτικού μας χώρου με τον δημόσιο χώρο και τα κοινωνικά δίκτυα: Μέσα από αφηγήσεις ασθενών μου παρατηρώ μία ταλάντωση μεταξύ μίας καταθλιπτικής θέσης ενός εσωτερικού καταδιώκτη (εγώ φταίω που φοβάμαι, εγώ αισθάνομαι αδύναμος να προστατεύσω τους δικούς μου και να προστατευθώ) και στη θέση μάχης απέναντι σε έναν εξωτερικό καταδιώκτη, τον ιό. Ο,τι δεν έχουμε επεξεργαστεί ψυχικά με σχετική επάρκεια έρχεται στην επιφάνεια και μας οδηγεί συχνά να υιοθετούμε ανέξοδα μια στιγματίζουσα συμπεριφορά απέναντι στους συμπολίτες μας που αρρώστησαν ή διαγνώστηκαν ως φορείς.

Θυμώνουμε, γινόμαστε επιθετικοί, μπαίνουμε σε μια κατάσταση πανικού λόγω της ασφυξίας που προκαλεί ο υποχρεωτικός εγκλεισμός, η δοκιμασία των στενών μας σχέσεων, το αφόρητο της αβεβαιότητας και το άγνωστο της χρονικής διάρκειας της απειλής.

Οι ατομικές και συλλογικές φαντασιώσεις βρίσκονται σε μια συνθήκη απρόβλεπτου σφιχταγγαλιάσματος. Μεταξύ πανικού και αδιαφορίας, καταστροφικότητας και σκεπτικισμού.

Εάν απέναντι στο άγχος θανάτου και αφανισμού υιοθετήσουμε θεωρίες συνωμοσίας ή παρανοειδείς αντιδράσεις τότε κινδυνεύουμε να διολισθήσουμε σε μια μαζική ψυχική μόλυνση προσπαθώντας ασυνείδητα μέσα από αποδιοπομπαίους τράγους να ξορκίσουμε το κακό.

Όπως μου είπε πρόσφατα ένας ασθενής μου, “σαν να έχουμε μπει όλοι σε ένα ψυχιατρείο και να μην ξέρουμε αν και πότε θα φύγουμε”.

Η ΔΙΑΨΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑΣ

Ο μετανεωτερικός άνθρωπος έχει μάθει να κινείται με τη βεβαιότητα της ανάπτυξης, της προόδου, του ελέγχου, του σχεδιασμού, της ορθολογικής πρόβλεψης του μέλλοντος. Η πανδημία κινητοποιεί μια σειρά από διαφορετικούς μηχανισμούς άμυνας (διχοτόμηση, διανοητικοποίηση, άρνηση, εκδραμάτιση, καταστολή των συναισθημάτων) προκειμένιυ να ενισχύεσει την ασυνείδητη ανάγκη μιας διάψευσης αυτής της καταλυτικής αβεβαιότητας και του “ακίνητου” χρόνου. Κάθε μηχανισμός άμυνας προσφέρει μια προσωρινή λύση και ψυχική ανακούφιση η οποία προσπαθεί να κρύψει το άγχος της απειλής, το άγχος θανάτου, την υπαρξιακή αβεβαιότητα.

Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτή τη θορυβώδη αντίφαση μεταξύ της ιδέας της διαρκούς προόδου, της ναρκισσιστικής παντοδυναμίας μας, της χωρίς ρωγμές εικόνας μας και την απομόνωση των κοινωνικών μας επαφών, την αλλαγή των συνηθειών μας την οικονομική ύφεση τον λιμνάζοντα χρόνο της καθημερινότητάς μας, η οποία μέχρι τώρα δεν μας προσέφερε ούτε ελάχιστο χρόνο και ψυχικό χώρο αναστοχασμού.

Πέρα από τις πρακτικές συμβουλές διαχείρισης των ψυχικών προβλημάτων που προέρχονται από αυτή την ασυνήθιστη κατάσταση, είναι σημαντικό να έρθουμε ουσιαστικά σε επαφή με το βίωμα της προσωπικής ευθύνης, να αναλάβουμε πλήρως την ανθρώπινη ιδιότητά μας ως αντίδοτο απέναντι στο φόβο και την αδιαφορία. Ίσως είναι η στιγμή να ανακαλύψουμε αχαρτογράφητους σε εμάς μέχρι σήμερα ψυχικούς και φυσικούς πόρους, να χαρούμε από τις στιγμές ενσυναίσθησης και ύφανσης ψυχικών δεσμών με τους άλλους.

Η συναισθηματική μας εμπειρία και νοημοσύνη μπορεί να φανεί ίσως πιο χρήσιμη αυτές τις μέρες από την παθητική παρακολούθηση της επιδημιολογικής καμπύλης της διασποράς του ιού.

Βρισκόμαστε σε ένα θεμελιακό παράδοξο κοινωνικής απόστασης και ουσιώδους ανάγκης για ψυχική εγγύτητα.

“Ο,τι μετράει δεν σημαίνει πως μετριέται και ό,τι μετριέται δεν σημαίνει πως μετράει” (Α. Αϊνστάιν, 1963).