ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΚΛΗΜΗ ΝΑΥΡΙΔΗ ΚΑΙ ΣΤΕΛΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΡΕΝΕ ΚΑΕΣ : Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ, ΤΟ ΙΔΕΩΔΕΣ, Η ΙΔΕΑ, ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ
-
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΡΕΝΕ ΚΑΕΣ – 16/02/2019
Κ. ΝΑΥΡΙΔΗΣ
Θέλω αρχικά να πω πόσο πολύ λυπάμαι που ο συγγραφέας του βιβλίου, ο καθηγητής René Kaës, απουσιάζει από την σημερινή μας συνάντηση. Για λόγους υγείας, χρειάστηκε εκτάκτως να ακυρώσει το ταξίδι του στην Αθήνα, με αποτέλεσμα, ούτε χθες βράδυ να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η ομιλία του στο Αιγινήτειο που διοργάνωσε η ΕΕΨΨΟ, ούτε σήμερα να έχουμε τη χαρά να τον έχουμε μαζί μας. Ελπίζω πως σύντομα θα δοθούν και άλλες ευκαιρίες να ακούσουμε τον ίδιο να σχολιάζει το βιβλίο του.
Δυο λόγια για την προσωπική μου ιστορία με την προ-ιστορία αυτού του βιβλίου. Ήταν στα τέλη περίπου της δεκαετίας του ’70 … του περασμένου αιώνα, εκεί γύρω στα 1977-1978, όταν ολοκλήρωνα το γράψιμο της διδακτορικής μου διατριβής στο Παρίσι, με θέμα L’idéologie du changement dans les groupes de formation (Η ιδεολογία της αλλαγής στις ομάδες ευαισθητοποίησης), που αναπόφευκτα έπεσα επάνω σ’ ένα άρθρο του Kaës που είχε δημοσιευτεί το 1971, με τίτλο Processus et fonctions de l’idéologie dans les groupes (Διαδικασίες και λειτουργίες της ιδεολογίας στις ομάδες). Ο René ήταν τριανταπεντάρης όταν έγραφε αυτό το κείμενο και ήταν το «παιδί-θαύμα» της γαλλικής ψυχανάλυσης: ισότιμος συνομιλητής, στενός συνεργάτης και συν-συγγραφέας σημαντικών βιβλίων με τον Didier Anzieu, αλλά και συνιδρυτής μαζί με εκείνον, 8 χρόνια νωρίτερα – όταν δηλαδή ο Kaës ήταν μόλις 27 ετών – του CEFFRAP, ενός ιστορικού Γαλλικού ψυχαναλυτικού θεσμού εκπαίδευσης στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία ομάδας, στον οποίο εκπαιδεύτηκαν έκτοτε αξιόλογοι γαλλόφωνοι αναλυτές ομάδας, μεταξύ των οποίων και οι δυο ομοτράπεζοί μου. Το βιβλίο Η Ιδεολογία πρωτο-εκδόθηκε το 1980. Η μετάφραση που παρουσιάζεται σήμερα είναι της επανέκδοσης τού 2016, 36 δηλαδή χρόνια μετά την πρώτη. Σ’ αυτή την επανέκδοση ο συγγραφέας επανεξέτασε σε βάθος ορισμένα σημεία της πρώτης, ιδιαίτερα με αφορμή τα σύγχρονα φαινόμενα ριζοσπαστικοποίησης, του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και των τρομοκρατικών επιθέσεων στις μεγαλουπόλεις.
Δεν δόθηκε τότε η ευκαιρία να τον γνωρίσω προσωπικά. Συναντήθηκα πρώτη φορά με τον René Kaës, αρχές του 2000 στη Lyon, με αφορμή ένα Συνέδριο αναφορικά με τις ομάδες. Και ήταν πάλι μια συγκυρία που συνέπιπτε με την δική μου επιστημονική και συγγραφική διαδρομή: είχα στα σκαριά το βιβλίο Ψυχολογία των Ομάδων. Κλινική ψυχοδυναμική προσέγγιση που εκδόθηκε το 2005 από τις Εκδόσεις Παπαζήση. Από τότε συνδεθήκαμε με φιλία και διοργανώσαμε μαζί ένα πρώτο Διεθνές Συνέδριο Ψυχανάλυσης και Ομάδας με θέμα Η ψυχανάλυση στη δοκιμασία της ομάδας, που μεταξύ άλλων οδήγησε στην ίδρυση, το 2014, της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Ομάδας.
Σαράντα λοιπόν χρόνια μετά από εκείνη την πρώτη συνάντηση με το ζήτημα της ιδεολογίας, επ’ αφορμή της ενασχόλησής μου με τις ομάδες, όταν πήρα στα χέρια μου – σταλμένο από τον René – το βιβλίο αυτό, αποφάσισα να το μεταφράσω. Κλείνοντας έτσι, με την ιδεολογία, όπως ακριβώς είχε αρχίσει και τότε, τον κύκλο και μιας προσωπικής μου πορείας. Όχι όμως ακριβώς «κλείνοντας», γιατί αυτή τη στιγμή είναι σε εξέλιξη ένα ακόμα βιβλίο μου για τις ομάδες, που μέσα σ’ αυτόν ή στον επόμενο χρόνο θα εκδοθεί από τον Οίκο Παπαζήση.
Ας έρθουμε τώρα στο ζήτημα της ιδεολογίας. Ο όρος, όπως είναι γνωστό, εισάγεται στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα από έναν Γάλλο στρατιωτικό, φιλόσοφο και πολιτικό, τον Μαρκήσιο Antoine Destutt de Tracy. Ως ιδεολογία, ο ίδιος όριζε ένα σύνολο βασικών απόψεων, πίστεων και δοξασιών, στη βάση των οποίων τα μέλη μιας κοινωνίας αντιλαμβάνονται τις σχέσεις τους με τους άλλους και με τον κόσμο. Πρόκειται για έναν πολιτικά ουδέτερο ορισμό της ιδεολογίας, που ερείδεται σε μια κοινωνική αναπαράσταση των κοινωνιών χωρίς ταξικές διαφορές και αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, και που θα παραμείνει ακλόνητος για αρκετές δεκαετίες.
Στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, ο Μαρξ εισάγει μια εντελώς διαφορετική οπτική: θεωρεί ότι η ιδεολογία συνιστά μια αντεστραμμένη εικόνα της πραγματικότητας, μια λανθασμένη, ψευδή συνείδηση, που παρόλο που είναι διάχυτη στο σύνολο ενός κοινωνικού σώματος, δεν παύει να εξυπηρετεί (εν αγνοία όλων ανεξαιρέτως) τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης τάξης, της άρχουσας τάξης.
Και το ερώτημα βέβαια, που σε μια πρώτη φάση θα απασχολήσει, πολλά χρόνια αργότερα, τους εκπρόσωπους της Σχολής της Φρανκφούρτης (1920-1930), είναι το πώς το κάνει αυτό η ιδεολογία.
Μετά τον Μαρξ, σημαντικοί θεωρητικοί του μαρξισμού ασχολήθηκαν με την ιδεολογία, όπως ο Α. Gramsci, που την συνέδεσε με την έννοια της ηγεμονίας, ή ο G. Lukacs, που επηρέασε ιδιαίτερα την πολιτική σκέψη των θεμελιωτών της Σχολής της Φρανκφούρτης (Horkheimer, Adorno και Marcuse, αρχικά, και Habermas, λίγο αργότερα), αλλά και, μέσω αυτών, εκείνην του W. Reich και του E. From. Εκείνων δηλαδή που συνέδεσαν το όνομά τους με τις πρώτες, ιστορικής σημασίας, προσπάθειες να συνδεθεί η θεωρία του μαρξισμού με την ψυχανάλυση, ακριβώς πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, στο ζήτημα της ιδεολογίας.
Όμως, σε ότι αφορά την ψυχανάλυση, δεν είχε ακόμα επεκταθεί, όπως θα έλεγε ο René Kaës (L’extension de la Psychanalyse, 2015), στο πεδίο των μικρών ομάδων και των θεσμών: τα όριά της έφθαναν ως εκεί που τα είχε πάει ο ίδιος ο Freud με το Τοτέμ και Ταμπού (1912) και το Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του Εγώ (1921), ενώ από το άλλο μέρος, η ιδεολογική λειτουργία εξετάζεται κοινωνικά (αλλά και ψυχολογικά) σε επίπεδο μεγάλης κλίμακας, σε μακρο-κοινωνικό επίπεδο, και όχι σε επίπεδο ομάδας.
Το 1962, ένας Γάλλος ουγγρικής καταγωγής, κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, ο Joseph Gabel, δημοσιεύει ένα βιβλίο με τίτλο Η ψευδής συνείδηση: δοκίμιο για την πραγμοποίηση, στο οποίο, κινούμενος σε παρόμοιο πλαίσιο, συνδέει την ιδεολογία και την ιδεολογικοποίηση με την τρέλα. Αξίζει να σημειωθεί πως ο ίδιος είχε παρακολουθήσει μαθήματα ψυχοπαθολογίας του E. Minkowski.
Την δεκαετία του 1970 ο L. Althusser υποστήριξε πως η ιδεολογία είναι δομημένη και λειτουργεί με τον τρόπο του Ασυνειδήτου και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ότι οι θεσμοί είναι το πολιτικό ασυνείδητο της κοινωνίας.
Είναι γεγονός, πως η ιδεολογία συνιστά ένα ιδιαίτερα σύνθετο, πολυ-επίπεδο, όσο και πολυδιάστατο φαινόμενο, με κοινωνικές, πολιτικές, ψυχολογικές, κ.α. διαστάσεις. Είναι εξαιρετικά δύσκολο το εγχείρημα, έως αδύνατο, να συμπεριληφθούν όλα τα επιμέρους επίπεδα και όλες οι διαστάσεις σε μια ενιαία προσέγγιση, αποφεύγοντας τις παγίδες του ψυχολογισμού ή του κοινωνιολογισμού.
Και εδώ ακριβώς έγκειται κατά τη γνώμη μου η σημαντική συμβολή του René Kaës και του βιβλίου του Η Ιδεολογία. Το Ιδεώδες, η Ιδέα, το Είδωλο.
Η θεωρία του δεν συνιστά ψυχολογισμό. Ο ίδιος δηλαδή δεν επιχειρεί την υπαγωγή αυτού του τόσο σύνθετου φαινομένου σε μια και μόνη του διάσταση, την ψυχαναλυτική. Ο Kaës δεν ασχολείται με τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες παραγωγής και λειτουργίας της ιδεολογίας ούτε με το κοινωνικό και πολιτικό της περιεχόμενο. Αυτό που τον απασχολεί – και προς αυτό είναι που στρέφεται σταθερά το κεντρικό ερώτημα του βιβλίου – είναι η ψυχική χρήση της ιδεολογίας από τα υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά.
Υποστηρίζει ότι η μυθοποιητική λειτουργία και η καταφυγή σε ιδεολογικά σχήματα μπορεί να είναι απολύτως φυσιολογικές και δεν συνιστούν κατ’ ανάγκη παθολογικές ψυχικές εκδηλώσεις των υποκειμένων.
Ο ίδιος τέλος συνδέει την καταφυγή στο ιδεολογικό και στην ιδεολογικοποίηση με την δι-υποκειμενικότητα και το ομαδικό.
Εξετάζει δηλαδή την ψυχική χρήση της ιδεολογίας, αφενός στο πεδίο του συγκεκριμένου (ενός συγκεκριμένου δηλαδή ατομικού ή συλλογικού υποκειμένου, μιας οικογένειας, μιας ομάδας ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, ενός θεσμού με την έννοια του ιδρύματος) και αφετέρου (και συνακόλουθα), στην μικρο-κλίμακα, στο ενδιάμεσο δηλαδή πεδίο, στο οποίο συναρθρώνονται το ενδο-ψυχικό, το δι-υποκειμενικό και το κοινωνικό, αλλά και οι αντίστοιχες επιστημονικές πειθαρχίες και θεωρίες: εν προκειμένω η ψυχανάλυση με τις θεωρίες του κοινωνικού και του πολιτικού.
Ο Kaës λοιπόν – και αυτό κατά τη γνώμη μου είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί με την μεγαλύτερη δυνατή έμφαση – δεν είναι μόνον ότι έχει προσφέρει μια ακραιφνώς ψυχαναλυτική και ολοκληρωμένη κλινική θεωρία των ομάδων, είναι και ότι εισάγει θεωρητικές έννοιες, όπως εκείνη της ασυνείδητης συμμαχίας (alliance inconsciente), ή η άλλη, του συμφώνου διάψευσης ή διαψευσιακού συμφώνου (pacte dénégatif), οι οποίες είναι κατεξοχήν θα έλεγα «ανοικτές» και «εξωστρεφείς», προσφέροντας, από την πλευρά της ψυχανάλυσης και αναφορικά με την ιδεολογία, στέρεους θεωρητικούς κρίκους σύνδεσης με τις επιστημονικές πειθαρχίες του κοινωνικού: την πολιτική θεωρία και την κοινωνιολογία.
Δεν ήταν καθόλου εύκολο το έργο της μετάφρασης αυτού του βιβλίου. Ο Kaës είναι ένας συγγραφέας εξαιρετικά ακριβολόγος που χρησιμοποιεί ένα γλωσσικό όργανο, την γαλλική, κατεξοχήν πλούσιο σε λέξεις που αποδίδουν και τις πιο λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις του γραπτού λόγου. Είχα βέβαια την εμπειρία από το προηγούμενο βιβλίο του ιδίου που μετέφρασα το 2007 (εκδόθηκε το 2008 από τις Εκδόσεις Δαίδαλος/Ζαχαρόπουλος), με τίτλο Οι ψυχαναλυτικές θεωρίες της ομάδας. Τότε όμως ήμουν ακόμα αρκετά συγκρατημένος και ορισμένοι μού παραπονέθηκαν ότι σε κάποια σημεία το κείμενο είναι λίγο δυσνόητο. Πράγματι, αν η μετάφραση επιμένει να είναι υπερβολικά πιστή στο πρωτότυπο, τα πράγματα, ιδιαίτερα με συγγραφείς σαν τον René Kaës, δυσκολεύουν.
Κουβεντιάζοντας κάποτε μ’ έναν έμπειρο μεταφραστή τον είχα ρωτήσει, ποια κατά τη γνώμη του είναι η σημαντικότερη αρετή για κάποιον που κάνει τη δουλειά του. Μου απάντησε, «το θράσος». Θέλω να πιστεύω – εσείς θα το κρίνετε εκ του αποτελέσματος – ότι το «θράσος» που επέτρεψα στον εαυτό μου να επιδείξει στη μετάφραση της Ιδεολογίας, έπιασε τόπο.
Σας ευχαριστώ.
-
Σ. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ
Είναι μεγάλη τιμή και χαρά που μου ζητήθηκε από τον πρώην πρόεδρο της ΕΕΨΨΟ, Κλήμη Ναυρίδη, να παρουσίασω το έργο του Ρενέ Καές «Ιδεολογία: το Ιδεώδες, η Ιδέα, το Είδωλο». Ο Ρενέ Καές, ομότιμος καθηγητής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Lyon-2, θεωρείται ίσως ο σημαντικότερος εν ζωή θεωρητικός της ψυχανάλυσης των ομάδων στο γαλλόφωνο χώρο και ένας από τους σημαντικότερους διανοητές διεθνώς. Η εξαιρετικά πλούσια συγγραφική παραγωγή του, η έντονη διεθνής παρουσία του σφραγίζει τον χώρο της ομαδικής ανάλυσης διεθνώς. Η χαρά μου είναι μεγάλη γιατί είχα την τύχη να τον έχω δάσκαλο και επόπτη για 3 χρόνια, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής μου στην ομαδική ανάλυση από την ομάδα των συναδέλφων που ανήκουν στην SFPPG. Είναι αδύνατον να συμπυκνώσω σε 15-20 λεπτά το σύνολο των σκέψεων και ανοιγμάτων που θα ήθελα να συζητήσω μαζί σας, μελετώντας συστηματικά το έργο του Καές γύρω από την ψυχαναλυτική ανάγνωση της ιδεολογίας. Θα εστιαστώ, συμπληρωματικά με τον Μιχάλη Πέτρου, στην ανάλυση της ιδεολογικής θέσης και την ψυχαναλυτική κατηγοριοποίηση των ιδεολογιών, και αμέσως μετά θα προσπαθήσω να σχολιάσω υπό αυτό το πρίσμα δύο έως τρία, αν έχουμε χρόνο, σύγχρονα παραδείγματα ανάλυσης ιδεολογικών μορφωμάτων, τόσο από τη μεριά των ριζοσπαστικών – τρομοκρατικών ομάδων όσο και από την πλευρά της εθνικιστικής ιδεολογίας με βάση το μακεδονικό ζήτημα στην Ελλάδα. Στην παρουσίαση αυτή, μέσα από την ανάλυση τριών παραδειγμάτων (ασθενής από Ερυθρές Ταξιαρχίες, μακεδονικό ζήτημα, η εικόνα του Τσε) θα προσπαθήσω να αναδείξω τις ψυχαναλυτικές έννοιες που προτείνει ο Καές, μέσα από συγκεκριμένα και διαφορετικά ιδεολογικά πεδία.
1. Τι είναι η ιδεολογική θέση, κατά τον Καές;
Λέγοντας θέση, εννοεί μια τυπική οργάνωση ψυχικών μορφωμάτων, σχέσεων αντικειμένου, μηχανισμών άμυνας, ταυτισιακών κατασκευών και ασυνείδητων συμμαχιών που βασίζονται σε πρωτόγονα, σχιζοπαρανοειδή και καταθλιπτικά άγχη, από τα οποία διαμορφώνεται μια ιδεολογία. Η ιδεολογία έχει δύο όψεις, η μία συγκερασμένη και δομική, η άλλη που θέτει φραγμούς και είναι ριζοσπαστική.
Α) Στην πρώτη περίπτωση, στη δομική δηλαδή, η ιδεολογία βρίσκεται από την πλευρά του έρωτα, που συνδέει τις σκέψεις και πλέκει δεσμούς. Προσφέρει με διαφορετικό τρόπο από το μύθο σκέψεις «βεβαιότητας», που είναι απαραίτητες για τη σύσταση μιας ομάδας. Συμβάλλει στη δημιουργία του αισθήματος μιας συλλογικής ταυτότητας και ενός ανήκειν. Όλοι ανήκουμε σε διαφορετικές και πολυεπίπεδες ιδεολογίες, γιατί μας παρέχουν τη δημιουργία ενός αισθήματος συλλογικής ταυτότητας και ενός ανήκειν. Η ιδεολογία παρέχει ένα πλαίσιο αναπαράστασης, που οδηγεί σε δράση και απαιτεί προς τούτο μια επιθετική συμμαχία: καμιά μεγάλη κοινωνική αλλαγή, πολιτιστική, πολιτική ή οικονομική, δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει χωρίς μια ιδεολογία που να στηρίζει την επιθυμία και την ώθηση για αυτήν την αλλαγή και να την πλαισιώνει με ένα λόγο που τη δικαιώνει. Ένα από τα προβλήματα που οφείλουμε να κατανοήσουμε στην πολύπλοκη, μεταμοντέρνα κοινωνική πραγματικότητα είναι μέσα από ποιους μηχανισμούς μια δομική ιδεολογία, η οποία έχει αυτά τα ανοιχτά χαρακτηριστικά, μπορεί να μετατραπεί σε μια ριζοσπαστική.
Β) Η ριζοσπαστική, λοιπόν, είναι η ιδεολογία που θέτει φραγμούς, ψυχρή ή έξαλλη, μαχητική και πολεμική κατά κάποιο τρόπο. Η ριζοσπαστική ιδεολογία έχει πάντα ένα χέρι οπλισμένο: εκείνο της Ιεράς Εξέτασης, του κόμματος, της φάλαγγας, των τρομοκρατικών ομάδων, του εθνικιστικού ιδεώδους που μπορεί να καταλήξει και σε εθνοκάθαρση. Η ιδεολογία αυτή σκληρύνεται υπό το κράτος αμυντικών αναγκαιοτήτων, συχνά ζωτικών, που επιβάλλονται σε ένα υποκείμενο ή σε μια ομάδα, αλλά και υπό την επήρεια ιδεών – πράξεων, παραληρητικών και παρανοϊκών, ενός αγώνα ενάντια σε έναν εκφυλισμό ή για τη σωτηρία του κόσμου. Αποτελεί μια έκφραση του απόλυτου κακού, για το οποίο μιλούσε ο Καντ, που εντοπίζεται μόνο πάνω στον άλλο, στους άλλους. Ισχυρίζεται ότι θα εξαλείψει το κακό. Αυτήν την αρνητική πλευρά της ιδεολογίας πρέπει να τη δούμε ως παγκόσμιο ανθρωπολογικό φαινόμενο, με ποικίλες ιστορικές εκφάνσεις και δυνητικούς τρόπους εφαρμογής. Βεβαίως, η κατανόηση αυτού του πολύπλοκου ανθρωπολογικού φαινομένου, μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλά κλειδιά ερμηνείας. Σήμερα θα χρησιμοποιήσουμε το ερμηνευτικό πλαίσιο που μας παρέχει η ψυχαναλυτική γνώση, που ελπίζουμε όπως δυστυχώς γίνεται συχνά στις περιπτώσεις των ψυχαναλυτικών θεσμών, να μην μετατραπεί σε ψυχαναλυτική ιδεολογία. Ο Α. Green γράφει: « Οι θεοί της επιστήμης είναι κι αυτοί υποταγμένοι στην αλήθεια. Η αλήθεια συνεπώς πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο τη σχέση με το αληθινό καταγγέλλοντας το ψεύτικο, αλλά και τη σχέση με την αλήθεια της επιθυμίας, με τις μεταμφιέσεις της και με τα παράγωγα της αυταπάτης. Δεν πρόκειται άρα για καταγγελία ή για απόρριψη της ιδεολογίας, αλλά για συμπερίληψή της ως μορφής της αλήθειας της επιθυμίας» (1969, σελ. 212).
Θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική η παρατήρηση του A. Green, διότι, με έναν πολύ διαυγή τρόπο, δεν συσκοτίζει την αλήθεια της επιθυμίας τόσο του υποκειμένου όσο και των συλλογικών μορφωμάτων που συγκροτούνται μέσα από κοινές ιδεολογικές αρχές. Κατά τον Καές, τρεις είναι οι κεντρικοί ερευνητικοί άξονες για να σκεφτούμε την ιδεολογία:
1) Η ιδεολογία ως λειτουργία του Ιδεώδους. Συνιστά ένα μόρφωμα της αυταπάτης, υποταγμένης στο Υπερεγώ και το Ιδεώδες του Εγώ.
2) Η ιδεολογία ως μια Weltanschauung, μια ολιστική κοσμοαντίληψη, μια διανοητική κατασκευή συστηματική και λανθασμένη, που αποτελεί μια εκτροπή του σκέπτεσθαι.
3) Η ιδεολογία ως μια κοινωνική λειτουργία απαραίτητη για τη συλλογική ύπαρξη. Λειτουργεί ως κατασκεύασμα του πολιτισμού και ως ψυχικό μόρφωμα.
Ένα κύριο θέμα που απορρέει από τις φροϋδικές προτάσεις «βλέπει» την ιδεολογία ως ασθενή γνώση και αναπαράσταση, ως ψευδή σκέψη. Το θέμα αυτό απαντάται στις απόψεις του J. Gabel (1962, 1974) για την ιδεολογία ως ψευδή συνείδηση και πραγματοποίηση, ξεκινώντας από θεωρητικές έννοιες που του προσέφεραν η ψυχιατρική, ο εγελιανισμός, ο μαρξισμός και η Σχολή της Φρανκφούρτης. Η ψυχανάλυση μοιραία διασπάται προς δύο κατευθύνσεις: είτε προς το εσωστρεφές κλείσιμο μιας «μυητικής γνώσης» προστατευμένης από τον εξωτερικό κόσμο είτε προς την πολιτιστική εισβολή όπου επιχειρεί να παράσχει ένα εξηγητικό σύστημα προς πάσα κατεύθυνση. Δεν είναι δυνατό να είσαι ιδεολόγος, ή πιστός, μόνος σου: απαιτείται η υποστήριξη της πίστης του άλλου, του πλέον-του-ενός-άλλου, είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της αμφιβολίας, της αβεβαιότητας και του ελέγχου της πραγματικότητας. Η κοινότητα πίστης και προσχώρησης σε μια παντοδύναμη Ιδέα, σε ένα απόλυτο Ιδεώδες και σε ένα Είδωλο που προστατεύει από τον θάνατο είναι εκείνη που διασφαλίζει την ενότητα του ιδεολογικού σώματος και τη συνοχή του κοινωνικού συνόλου που συνδέει τον καθένα μέσα στον καθένα. Οι ασυνείδητες συμμαχίες απαντώνται σε πέντε τύπους:
1. Δομικές συμμαχίες
2. Αμυντικές συμμαχίες
3. Επιθετικές συμμαχίες
4. Αλλοτριωτικές συμμαχίες
5. Παθολογικές συμμαχίες
2. Διάκριση των ιδεολογιών κατά Καές
2Α) Η μελέτη της υποταγής στο ιδεώδες, στην ιδεολογία, καθιστά αναγκαία τη διάκριση δύο τουλάχιστον μεγάλων κατηγοριών από ιδεολογίες: Εκείνες που προέρχονται από τις αρχαϊκές πλευρές του Υπερεγώ, σε σύγκρουση με το Εγώ. Οι ιδεολογίες που απορρέουν από αυτήν τη σύγκρουση δίνουν λύσεις με την οιδιπόδεια αποφυγή. Διαμορφώνονται σε μια σχέση υποταγής στο Ιδεώδες Εγώ* και ως εκ τούτου είναι πάντα ναρκισσιστικές και απόλυτες ως προς τον εξιδανικευτικό ή διωκτικό τους πόλο. Οι ίδιες καθυποτάσσουν εκείνους στους οποίους επιβάλλονται, συμμορφώνοντάς τους σε αναφορά με ένα εξιδανικευμένο, αναφομοίωτο, όσο και μη αφομοιώσιμο αντικείμενο (πχ. Ναζιστική ιδεολογία, σταλινική ιδεολογία, ΕΣΣΔ, μακεδονικό, Brigade Rosse).
* Το Ιδεώδες του Εγώ είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Φρόυντ στο πλαίσιο της 2ης τοπικής θεωρίας: ορίζεται σαν ένας χώρος της προσωπικότητας που συγκροτείται από τη σύγκλιση του ναρκισσισμού – εξιδανίκευση του Εγώ – και των ταυτίσεων προς τους γονείς, από τα υποκατάστατα αυτών των ταυτίσεων και από τα συλλογικά ιδεώδη. Το Ιδεώδες Εγώ είναι ένας ενδοψυχικός σχηματισμός που ορισμένοι συγγραφείς τον διαφοροποιούν από το Ιδεώδες του Εγώ. Ορίζεται σαν ένα ιδεώδες ναρκισσιστικό, παντοδύναμο, το οποίο έχει διαμορφωθεί πάνω στο μοντέλο του παιδικού ναρκισσισμού.
2Β) Ριζοσπαστικές – τρομοκρατικές & θρησκευτικός φονταμενταλίσμός: το παράδειγμα του Ιταλού ασθενή. Ο Καές κάνει ειδική αναφορά στις ιδεολογίες των ριζοσπαστικών – τρομοκρατικών ομάδων, στις διαφορετικές μορφές τους. Σε αυτές τις ομάδες η ιδεολογία κατασκευάζεται στη βάση της αδυνατότητας περίεξης των καταστροφικών και επώδυνων προβολών, εξαιτίας ενός αιτήματος της λειτουργίας Α κατά Bion. Τα στοιχεία Β προβάλλονται χωρίς να έχουν μετασχηματιστεί από έναν περιέκτη και επανέρχονται ενισχυμένα από τις καταστροφικές και επώδυνες προβολές των άλλων. Υπό αυτήν την έννοια, ο ιδεολόγος κυβερνάται από καταστροφικό φθόνο απέναντι σε κάθε περιέκτη και η ιδεολογία του άλλου του προκαλεί φθόνο. Ο φθόνος βρίσκεται στην καρδιά της ιδεολογικής βίας. Οργανώνει τη σχέση της καταστροφής με την απόλαυση: ο φθόνος είναι η απόλαυση της καταστροφής αυτού που απολαμβάνει ο άλλος. Μέσα απ’ αυτόν, δυστυχώς, τον τρόπο, η ιδεολογία σε αυτές τις ομάδες διατηρεί την ενότητά της δια της καταστροφής του άλλου, παλεύοντας ενάντια στον κατακερματισμό.
Θέλω να αναφερθώ σε ένα περιστατικό ενός νέου Ιταλού ασθενούς, 22 ετών, τον οποίο θα αποκαλούμε Maurizio, που ανήκε στις Ερυθρές Ταξιαρχίες και που χρειάστηκε να προσφύγω στην αναγκαστική νοσηλεία του στο Νοσοκομείο Saint-Anne το 1982, στο Παρίσι, όταν έκανα ειδικότητα. Ο Maurizio προερχόταν από το Lecce, φτωχή πόλη του ιταλικού νότου, από μια αγροτική, συντηρητική οικογένεια που είχε μετοικήσει στο κέντρο της πόλης για εξεύρεση εργασίας. Η στρατολόγηση του Maurizio έγινε μέσα από συνοπτικές διαδικασίες, που ακολουθούσαν στελέχη των Ερυθρών Ταξιαρχιών για να συγκροτούν τις τρομοκρατικές ομάδες στο Νότο: ο θυμός και το μίσος απέναντι στους προνομιούχους καπιταλιστές, η καταγγελία του διεφθαρμένου συστήματος, το ιδεώδες μιας αταξικής κοινωνίας έγινε η καύσιμη ψυχική ύλη άκριτης ένταξης και υποταγής του τοπικού αρχηγού της οργάνωσης στο πλαίσιο των δράσεων των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Ο Maurizio παραπέμφθηκε σ’ εμένα από τους εναλλακτικούς ψυχιατρικούς κύκλους της Τεργέστης. Κάποια μέλη της ομάδας του Franco Basaglia είχαν επιλεκτικές σχέσεις και με τον αντιεξουσιαστικό τρομοκρατικό κόσμο των Anni di Piombo της ιταλικής κοινωνίας. Ο Maurizio επικηρύχθηκε από την τοπική αστυνομία και την αντιτρομοκρατική μονάδα της ιταλικής δημοκρατίας σαν ένας από τους δράστες δύο φόνων επιχειρηματιών στη Νότια Ιταλία. Καταδιωκόμενος, πέρασε τις Άλπεις με τα πόδια και κατέληξε στο Παρίσι τρομαγμένος, ρακένδυτος, φιλοξενούμενος από μια Ιταλίδα που είχε συμπάθεια προς τη δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Μετά από δύο μέρες στη γαλλική πρωτεύουσα παρουσίασε ένα οξύ ψυχωτικό επεισόδιο, με έντονο ψυχωτικό άγχος, αϋπνία, ψυχοκινητική διέγερση, καταδιωκτικό παραλήρημα – το οποίο βέβαια ήταν απολύτως συνυφασμένο με τον κλοιό που έσφιγγε γύρω του από την ιταλική αντικατασκοπεία. Συμμαχώντας με το υγιές κομμάτι του Εγώ του, και γνωρίζοντας από τη μεριά μου ότι είχε διαπράξει παράνομες πράξεις, του είπα ότι δεν μπορούσα να τον κρατήσω στο πλαίσιο του πανεπιστημιακού κέντρου ψυχικής υγείας που είχα την επιστημονική ευθύνη, αλλά θα έπρεπε για κάποιο χρονικό διάστημα να δεχθεί να νοσηλευθεί στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Saint-Anne στο Παρίσι. O Maurizio το δέχθηκε, λέγοντάς μου με νόημα «γιατρέ, ξέρεις ότι είμαι τρελός, αλλά ξέρεις ότι με κυνηγάνε κιόλας. Δε θέλω να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου στη φυλακή. Προτιμώ να ξεφύγω μέσα από το ψυχιατρείο». Είναι εύκολα κατανοητή η παραδοξότητα και οι αντιφάσεις τις οποίες έπρεπε να διαχειριστώ. Από τη μια πλευρά, έπρεπε να θεραπεύσω μια οξεία ψυχωτική διαταραχή και από την άλλη να μην αποκαλύψω την πραγματική ιδιότητα του Ιταλού ασθενούς στους Γάλλους συναδέλφους μου, προκειμένου να αποφύγει την οριστική έκδοσή του στις ιταλικές αρχές. Ο Γάλλος συνάδελφος που τον εξέτασε μαζί μου διέγνωσε οξύ ψυχωτικό επεισόδιο με καταδιωκτικό παραλήρημα για κάτι ακατάληπτους αστυνόμουςκαταδιώκτες γιατί διέπραξε εγκληματικές πράξεις. Μου είπε στο τέλος της συνέντευξης ότι αν ο ασθενής δεν αποκτήσει εναισθησία του παραληρήματος δε θα μπορέσει να του δώσει εξιτήριο. Ο Maurizio μου μίλησε για τους φόνους που διέπραξε με άλλον έναν σύντροφό του με έναν τρόπο απόλυτα πειστικό, ψυχρό και ακριβή. Ο ασθενής αυτός, χωρίς να έχει αφομοιώσει τη ριζοσπαστική ιδεολογία των Ερυθρών Ταξιαρχιών ενάντια στην καπιταλιστική αλλοτρίωση, νομιμοποιούσε τη βία που καταστρέφει την ανθρώπινη ζωή των «αντιπάλων». Η βιαιότητα της δράσης συνδεόταν σε αυτόν και τους συντρόφους του με την παντοδυναμική Ιδέα, το τυραννικό Ιδεώδες Εγώ και το άπιαστο είδωλο. Πρόκειται για μια βία οργανωμένη και συστηματική, που προτάσσει την αναγκαιότητα να καταστραφεί ο παλαιός κόσμος για να έρθει στη θέση του ένας άλλος, πιο δίκαιος, πιο καθαρός, στον οποίο το Ιδεώδες, το Είδωλο και η παντοδυναμική Ιδέα θα έχουν το προβάδισμα σε σχέση με το πραγματικό. Τα ιδεώδη και οι ιδέες της ιδεολογίας αυτών των ριζοσπαστικών – δογματικών ιδεολογιών είναι φτωχά και επαναλαμβανόμενα, και συγκροτούνται ενάντια στις διαδικασίες συμβολοποίησης και μετασχηματισμού της σκέψης. Δεν αρκεί να αντιμετωπίζεται η ιδεολογία αυτή ως μια πλαστογραφία της σχέσης με το πραγματικό ως ψευδή συνείδηση, ή ως ασθένεια της ιδεατότητας. Οι μερικές αυτές απόψεις συσκοτίζουν τη σχέση της ιδεολογίας με την επιθυμία και το ναρκισσισμό (βλ. Green). Αυτό δηλαδή που προστατεύεται είναι το θεμελιώδες ελάττωμα και έλλειμα του άλλου, μέσα από ένα σύστημα αντιερμηνευτικό, με την έννοια ότι οργανώνεται ακριβώς για να οδηγεί σε αποτυχία κάθε αμφισβήτηση, κάθε διαφορετική ερμηνεία, να την εκμηδενίζει και να την καταστρέφει.
2Γ) Διαφορετικού τύπου είναι οι ιδεολογίες που αναπτύσσονται σε σύνδεση με το Ιδεώδες του Εγώ, με άλλα λόγια σε συνέχεια της οιδιπόδειας ανακατάταξης των ταυτίσεων. Είναι λιγότερο απόλυτες, λιγότερο κυριευμένες από ψυχωτικές άμυνες, περισσότερο ανοιχτές στην αναγνώριση της πραγματικότητας και των εμπειριών. Συνεπώς, το Εγώ έχει καταστεί ικανό να αφομοιώνει τα διαδοχικά αντικείμενα ταύτισης, που μπορεί να είναι αντιφατικά αλλά όχι διχοτομημένα, ακόμη και αυτά που αποτελούν το Ιδεώδες του Εγώ. Ιδεολογίες σαν αυτές επιτρέπουν να αναπτύσσεται μια μεγαλύτερη ανοχή στην κριτική και στη διάψευση, ενώ οι σχέσεις αντικειμένου που ορίζουν είναι πιο ώριμες, λογικές και ανταποδοτικές. (Η περίπτωση του Τσε) Σε αντίθεση με αυτές τις πιο ανοιχτές ιδεολογίες, στις ριζοσπαστικές προσπαθεί να διασφαλιστεί η ναρκισσιστική αυτάρκεια και η παντοδυναμία.
Όσο πιο αποδυναμωμένο βρίσκεται το Εγώ απέναντι σε ό,τι απειλεί την ενότητα, τη συνέχεια και την προστασία του, τόσο περισσότερο εξιδανικεύεται το αντικείμενο. Καθίσταται έτσι η ιδεολογία μια έσχατη προστασία απέναντι στην αποσύνθεση, στη δημιουργική σκέψη, στο άγχος της αβεβαιότητας, στη ρευστότητα της ταυτότητας, συνιστώντας ως εκ τούτου μια αντί-σκέψη και μια αντί-διαδικασία (ψυχική). Η ιδεολογική θέση όπως και η ιδεολογική σκέψη διαφέρουν από τη μυθο-σταθεροποιητική θέση και σκέψη αντίστοιχα. Οι πρώτες χαρακτηρίζονται από τη μονοσήμαντη σχέση που διατηρούν με τα εσωτερικά και τα εξωτερικά αντικείμενα. Υποκαθιστούν στο ασυνεχές που παρατηρείται μέσα στις ομάδες στο επίπεδο του σώματος και της φαντασίωσης, και στο συγκεκριμένο, μια αφηρημένη σκέψη που δεν διατηρεί τη συνοχή της παρά με κόστος την απώθηση, την άρνηση, τη σχάση και τη διάψευση. Δεν ανέχονται την αμφιβολία, τον ενορμητικό δυϊσμό και τις διαπλοκές του. Παγιώνονται ως κλειστό σύστημα, αμετάβλητο, επαναληπτικό, στερεοτυπικό και κατεξοχήν αμυντικό, όπου προέχουν τα μέσα της δευτερογενούς διαδικασίας στην υπηρεσία της απώθησης των ασυνείδητων περιεχομένων. Η ιδεολογία συμπεριφέρεται βίαια προς την πρωτογενή διαδικασία δευτερογενοποιώντας τη δια της βίας, και ως εκ τούτου, στις πιο ακραίες μορφές της μοιάζει με την παραληρηματική ιδέα, με το να αποκαλύπτει ακριβώς αυτό που κρύβει: την υποκείμενη δηλαδή στο σύστημα ψυχωτική δομή. Η δογματική ιδεολογική πεποίθηση είναι α-χρονική και αιώνια, εκτός ιστορίας. Η ενασχόληση με τις ρίζες της θα έφερνε την αμφιβολία και θα αποκάλυπτε τη σημασία της σε σχέση με το ευρύτερο σύστημα, κάτι δηλαδή που ο ιδεολόγος απαγορεύει στον εαυτό του να αναγνωρίσει. Μια τέτοια αναγνώριση και αναστοχασμός στη διαγενεακή καταγωγή θα τον παρέπεμπε στη θέση που ο ίδιος κατέχει ως υποκείμενο μέσα σε μια γενιά, όσο και στη γένεση της σκέψης, επανεισάγοντας την ασυνέχεια που η ιδεολογία προσπαθεί να κρύψει, τον χρόνο και την ιστορία, τον χώρο και τις θέσεις.
3. Σχετικά με το μακεδονικό ζήτημα: ένα παράδειγμα ριζοσπαστικής ιδεολογίας που θέτει φραγμούς.
Αν σκεφτούμε το Μακεδονικό ζήτημα μέσα από αυτήν την οπτική, θα δούμε ότι η ακριβής γνώση της ιστορίας του μακεδονικού χώρου θα κατεδάφιζε τη μείζονα προσπάθεια της ιδεολογίας να παραπέμπει με απόλυτο τρόπο στο φαντασιακό («η Μακεδονία είναι ελληνική και μόνο ελληνική») και θα έβαζε σε αμφισβήτηση την ικανότητα αυτής της πεποίθησης να υποτάσσει στην εξουσία της όλα τα πειθήνια αντικείμενα και να καταστρέφει οτιδήποτε μπορεί να γίνει μάρτυρας διαφοροποίησης και απώλειας. Δηλαδή να καταστρέφει τη συμβολική σκέψη. Μεταξύ των οπαδών της πεποίθησης ότι, για παράδειγμα, η Μακεδονία δεν μπορεί παρά να είναι μόνο ελληνική και εθνοτικά καθαρή, δημιουργείται ένα πλέγμα ασυνείδητων συμμαχιών που ο καθένας το χρησιμοποιεί προς όφελός του – ο κάτοικος της Μακεδονίας για να ενδυναμώσει τη ρευστή ταυτότητά του, ο κοινοτάρχης για να συσπειρώσει την κοινότητα, ο πολιτικός για να χτίσει καριέρα «μακεδονομάχου», οι ιερείς για να θωρακίσουν την ταύτιση Κράτους-Εκκλησίας και την ενίσχυση του θρησκευτικού ιδεώδους απέναντι στον πρώην κομμουνιστικό κίνδυνο και στις ρωγμές που θα μπορούσε να προκαλέσει η Σλαβο-Μακεδονική κοινότητα σε σχέση με την καθαρότητα της ορθόδοξης πίστης. Η ομαδική αυταπάτη, το σύμφωνο διάψευσης και η από κοινού διάψευση είναι τα στηρίγματα της «τρομοκρατικής», επιθετικής συμμαχίας, που τείνει στην ισομορφική λειτουργία του ψυχικού οργάνου των συμμετεχόντων. Με αυτόν τον τρόπο εξοβελίζεται το γεγονός ότι η γλώσσα η Μακεδονο-Βουλγάρικη είναι μια διάλεκτος που έγινε γλώσσα με πολιτική απόφαση, ότι το κυριλλικό αλφάβητο είναι ίδιο στα Σερβο-Κροατικά και διαφέρει λίγο στη μακεδονική διάλεκτο, ότι το 1925 το ΚΚΕ αναγνώρισε στο πλαίσιο της 3ης Διεθνούς τους Μακεδόνες ως έθνος, και τώρα προσπαθεί να κατασκευάσει την ιστορική αλήθεια. Εμβαθύνοντας στο μακεδονικό ζήτημα ως παράδειγμα ριζοσπαστικής ιδεολογίας που ανατροφοδοτεί τον φανατισμό, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε την κοσμοαντίληψη που στηρίζεται στην παντοδυναμία της ιδέας και στη λειτουργία του Ιδεώδους: η αντιμετώπιση της ταυτότητας της γειτονικής χώρας ως «ανύπαρκτης» και εν τέλει τον εγκλωβισμό της δικής μας χώρας σε μια μέχρι πρόσφατα αδιέξοδη και άδικη στάση στο γνωστό ζήτημα της ονομασίας της πρώτης, τροφοδοτεί στο συλλογικό ασυνείδητο το αίσθημα της «προδοσίας», της καταγγελίας της και της εθνικής υπερηφάνειας, δίχως όμως να τεκμηριώνεται το που ακριβώς εδράζεται αυτή. Η εθνικιστική ιδεολογία εδώ προτείνει μια αναπαράσταση και μια ηθική συμπεριφοράς, σύμφωνα με μια «μυθική» γνώση για τους απώτερους σκοπούς: προτείνει και επιβάλλει έναν πεπερασμένο κόσμο, έξω από τις μεταστροφές της ιστορίας και τα εμπόδια της επιθυμίας, η οποία φαντασιακά πρέπει με κάθε τρόπο να πραγματωθεί (βλ. Green). Πρόκειται, εδώ, για τη βασική λειτουργία της ιδεολογίας ως μύθου: κατασκευάζει μια πραγματικότητα, η οποία στη συνέχεια αναπαράγεται ως τέτοια, χωρίς κανείς να ασχολείται με τον πυρήνα της, τον καταστατικό μύθο. Δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με «ψέματα», οι αφηγήσεις αυτές γύρω από το εθνικιστικό ιδεώδες και την τυραννία του Ιδεώδους του Εγώ, την αυταπάτη «βεβαιότητας» και τη δημιουργία ενός συλλογικού φαντασιακού, που κινητοποιεί μαζικά το θυμικό, όλα αυτά δυστυχώς επηρεάζουν συμπεριφορές, αναπαράγουν συναισθηματικές ταυτίσεις, κατασκευάζουν εναλλακτικές πραγματικότητες. Όπως εύστοχα παρατηρούν στο βιβλίο τους «Δέκα σημεία: ερωτήσεις και απαντήσεις για το μακεδονικό», οι Κωστής Καρπόζηλος και Δημήτρης Χριστόπουλος τεκμηριώνουν πώς η εμπέδωση αυτών των αντιλήψεων, θα υπογραμμίζαμε εμείς συνειδητών και ασυνείδητων, έχει οδηγήσει τμήματα της κοινωνίας μας σε μια άρνηση της πραγματικότητας. Αυτό έχει οδηγήσει σε ένα καθεστώς συνολικής άρνησης της ταυτότητας της γειτονικής χώρας, τη διατήρηση ενός συστήματος ανασφάλειας σε μια ούτως ή άλλως εύθραυστη γεωπολιτική ισορροπία, και την ανάλωση ενός δυσανάλογα μεγάλου διπλωματικού και πολιτικού κεφαλαίου σε μια στιγμή που η Ελλάδα είχε και συνεχίζει να έχει άλλες μείζονες προτεραιότητες, πχ. την αντιμετώπιση του απρόβλεπτου τουρκικού παράγοντα. Για πολλά χρόνια, το μακεδονικό υπήρξε ο μεγάλος συλλογικός λογοκριτής και αυτό-λογοκριτής της δημόσιας ζωής. Μέσα από μια κοινότητα διάψευσης όλων των εμπλεκομένων, μέσα από αυτό που ο Καές ονομάζει διαψευσιακό σύμφωνο, δηλαδή η διασφάλιση της συνέχειας των επενδύσεων και των κερδών, που συνδέονται με την επιβίωση της λειτουργίας του Ιδεώδους και του ναρκισσιστικού συμβολαίου μεταξύ των μελών μιας ευρύτερης ομάδας, όλοι αυτοί οι ασυνείδητοι μηχανισμοί είχαν σαν αποτέλεσμα όχι μόνο απωθημένες αλήθειες, αλλά το αίσθημα ενός θαμμένου μυστικού, μιας κρύπτης που η ελληνική κοινωνία αρνιόταν να το δει μπροστά της. Χωρίς να αναλύσουμε σε βάθος όλες τις διαστάσεις του μακεδονικού ζητήματος – εξάλλου δεν είμαστε ειδικοί σε αυτό – θέλουμε επιγραμματικά να απαριθμήσουμε όλα αυτά τα σημεία που συγκροτούν την ασυνείδητη κοινότητα διάψευσης μεταξύ υποκειμένου, υποκειμένου του ασυνειδήτου και υποκειμένου του δεσμού, και την επέκτασή τους στον ευρύτερο φαντασιακό κοινωνικό χώρο: Είναι το ζήτημα της ονομασίας εθνικό θέμα για την Ελλάδα; Όσο και αν μηρυκάζουμε τη ρήση του Δ. Σολωμού, «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές», στην πράξη οχυρωνόμαστε πίσω από μηχανισμούς διάψευσης – διχοτόμησης (η διαφωνία θεωρείται προδοσία ή μειοδοσία), προβλητικής ταύτισης (φοβούμαστε ότι οι Σκοπιανοί θα εισβάλουν στη Θεσσαλονίκη, ενώ η απωθημένη επιθυμία των Μακεδονομάχων είναι να εισβάλουν εκείνοι σε αυτή). Η ελληνική αδιαλλαξία, η απαγόρευση σε κάποιον να έχει τη δυνατότητα να αυτοπροσδιορίζεται, αντί να περιορίσει το φανατισμό για την ταυτότητα του «αντιπάλου», τροφοδότησε τον ακατέργαστο εθνικισμό της κυβέρνησης Γκρούεφσκι (2006-2016) με αποτέλεσμα να νομιμοποιούμε από την ελληνική πλευρά «παραληρήματα» επιθετικού εθνικισμού της Χρυσής Αυγής για στρατιωτική δράση, ριζοσπαστικοποίηση των ανώτερων κληρικών, ονειρώξεις απόστρατων για τα δάκρυα της Παναγίας και σφετερισμό της ιστορίας από τους εγκληματίες της Χρυσής Αυγής. Η Μακεδονία είναι από την αρχαιότητα ελληνική. Πώς μπορούν σήμερα κάποιοι να σφετερίζονται αυτή την ιστορία; Είναι γνωστό ότι πολλοί ιστορικοί και αρχαιολόγοι συμφωνούν ότι η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων υπήρξε μια ελληνική διάλεκτος (αρχικά δωρική, κατόπιν αττική και σε ύστερη φάση ελληνιστική). Επίσης, οι περισσότεροι μελετητές είναι σύμφωνοι ότι σλαβικά φύλα εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία από τον 7ο αι. μ.Χ.. Στη συνέχεια, και αυτό συχνά το ξεχνάμε, ο μακεδονικός χώρος γνώρισε διάφορους επικυρίαρχους: Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Βουλγαρικό κράτος, Λατινικό κράτος, Δεσποτάτο Ηπείρου, Σερβικό Βασίλειο και πάλι το Βυζαντινό κράτος, η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κατά συνέπεια, από πολύ νωρίς ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας υπήρξε σημείο ώσμωσης διαφορετικών γλωσσικών και εθνοτικών κοινοτήτων. Η πρωτόγονη ασθένεια της ιδεατότητας, που προσβάλλει μεγάλο μέρος της αρχαιόπληκτης κοινωνίας μας διαψεύδει συλλογικά ότι αυτό που ονομάζουμε από τον 19ο αι. Μακεδονικό ζήτημα συνιστά μια πολύ πιο σύγχρονη υπόθεση, η οποία σχετίζεται με την αποδόμηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 19ου αι. και την ένταση και τον ανταγωνισμό για το πώς θα διαμοιραστούν τα εδάφη της. Κατά συνέπεια, το ναρκισσιστικό συμβόλαιο για να διατηρηθεί η καθαρότητα της ταυτότητάς μας και της ηρωικής εθνικής μας αφήγησης εκκινεί από μια σχετικά τεκμηριωμένη θέση (την ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων) και εκτείνεται σε ένα χρονικό άλμα δύο χιλιετιών που δεν έχει καμιά σχέση με την ιστορική διάσταση του ζητήματος. Επομένως η Μακεδονία δεν είναι μία και ελληνική, αλλά απλά και μόνο το συλλογικό φαντασιακό μας επιθυμεί να ελέγξει τη μνήμη και την ιστορική γνώση, να υπεραπλουστεύσει την ιστορική πολυπλοκότητα και να ερμηνεύσει την ιστορία ως προπαγάνδα. Όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο Σ. Μανωλόπουλος, «ο άνθρωπος μισεί τους περιορισμούς που συνεπάγεται η κατασκευή ενός νοήματος». Στην προκειμένη περίπτωση η πολυπλοκότητα της ιστορικής αλήθειας και η διαπραγμάτευση της σύγχρονης ταυτότητάς μας σε συνάρτηση με αυτήν. «Όταν κάτι παίρνει μορφή στην πραγματικότητα», ενάντια στην επιθυμία μας, «τότε εγείρεται η καταστροφικότητα και η αγωνία του αφανισμού του εαυτού που αναδύεται. Η αναζήτηση της απόκρισης του άλλου, η δημιουργία μιας κοινής εμπειρίας, και η διυποκειμενική κατασκευή ενός νοήματος είναι έμφυτες ικανότητες του ανθρώπου». Για παράδειγμα το έθνος ξέρουμε ότι είναι η πολιτική κοινότητα που σφυρηλατεί την αλληλεγγύη της πάνω στην ανάγκη στέγασης της σε ένα κράτος. Κατά συνέπεια, η καθολική άρνηση της χώρας μας να αναγνωρίσει την μακεδονική εθνική ταυτότητα, πρώτα απ’ όλα στο εσωτερικό της, δηλαδή τη μειονοτική κοινότητα ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονταν είτε εθνικά είτε εθνοτικά είτε πολιτισμικά ως Βούλγαροι ή και ως Μακεδόνες, απετέλεσε το υπέδαφος άρνησης αυτής της πολυπολιτισμικότητας του μακεδονικού χώρου. «Η κατασκευή ενός νοήματος εισάγει το τραγικό του πεπερασμένου της ύπαρξης, διότι σημαίνει την εγκατάλειψη της παντοδυναμίας και την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης». Κατά συνέπεια, ο αναστοχασμός και η ανάληψη της συλλογικής ευθύνης της Ελληνικής Πολιτείας για την καταστολή – καταπίεση κάθε εθνοτικού μειονοτικού ζητήματος, σε κοινή συμφωνία με τους Βούλγαρους, μας οδήγησε στην πλήρη διπλωματική απομόνωση των θέσεων μας στο βαθμό που 140 χώρες αναγνώρισαν τη γειτονική μας χώρα – «κρατίδιο» ως Μακεδονία. Αυτού του τύπου οι αλλοτριωτικές συμμαχίες είχαν σαν αποτέλεσμα και την συσκότιση των θέσεων της αριστεράς απέναντι στο μακεδονικό ζήτημα, την αγνόηση της τεκμηρίωσης της καταστολής των σλαβικών διαλέκτων στη βόρεια Ελλάδα (μια ανύπαρκτη γλώσσα), την απαξίωση της πολιτειακής υπόστασης του «κρατιδίου» στα βόρεια σύνορά μας, μέχρι και την κοινή φαντασίωση της Σερβίας του Μιλόσεβιτς με τους δικούς μας, παραληρητικούς, ψευδοπατριώτες φασίστες να προτείνουν το διαμελισμό του κρατιδίου μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας, ώστε οι δύο «αδελφές χώρες» να αποκτήσουν επιτέλους κοινά σύνορα. Ίδιας τάξεως ζητήματα μέσα από αυτές τις παθολογικές συμμαχίες και μέσα από μια διαδικασία απώλειας της ικανότητας του σκέπτεσθαι και αλλοτρίωσης από την τυραννία του Ιδεώδους είναι η ανάδειξη του προβλήματος του αλυτρωτισμού στο Σύνταγμα των γειτόνων μας. Στο πλαίσιο της Συμφωνίας των Πρεσπών, οι βόρειοι γείτονές μας αναγκάστηκαν να αλλάξουν το Σύνταγμά τους, προκειμένου να τροποποιηθεί το αρ. 49 του συντάγματος της ΠΓΔΜ, το οποίο ανέφερε το εξής: «Η Δημοκρατία φροντίζει για το καθεστώς και τα δικαιώματα των ανθρώπων που ανήκουν στο Μακεδονικό λαό στις γειτονικές χώρες, όπως και για τους Μακεδόνες απόδημους, και φροντίζει για τα πολιτιστικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών της στο εξωτερικό».
Το ενδιαφέρον ενός κράτους για ομοεθνείς του εκτός επικράτειας δεν είναι αλυτρωτισμός από μόνο του. Ο αλυτρωτισμός είναι irredentismo, είναι η ιδεολογία που αποσκοπεί στην απελευθέρωση, τη λύτρωση των ομοεθνών που βρίσκονται εκτός εθνικής στέγης, με στόχο τη συμπερίληψή τους στα εδάφη της μητέρας πατρίδας. Αλυτρωτισμός, για παράδειγμα, είναι να λέει κάνεις «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι», οραματιζόμενος συνοριακές μεταβολές, μεταβολές που στη σύγχρονη ιστορία προκύπτουν κυρίως από αιματηρές στρατιωτικές αναμετρήσεις. Πράγματι υπάρχει μια πραγματική βάση τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων, όπου και έχει επικεντρωθεί η ελληνική θέση, ωστόσο η ιστορική βάση αυτού του αλυτρωτισμού είναι εθνικώς ανομολόγητη από τη δική μας πλευρά. Και αυτό γιατί αφορά στην ύπαρξη της μικρής σήμερα και πολυάριθμης παλαιότερα κοινότητας σλαβόφωνων στην Ελλάδα, οι οποίοι μέσα από τις πολιτικές της βίαιης αφομοίωσης που ασκήθηκαν στην ελληνική Μακεδονία από το Μεσοπόλεμο μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, συρρικνώθηκαν σε τεράστιο βαθμό. Συνοψίζοντας για το μακεδονικό ζήτημα και τη ριζοσπαστική – δογματική ιδεολογία που θέτει φραγμούς, που κατανοούμε ότι «ακουμπάει» βαθιά στο ναρκισσισμό γιατί συντηρεί την αυταπάτη της ακεραιότητας πέρα και κάτω από κάθε ρήξη. Αντί να λειτουργεί ένας χώρος όπου οι σκέψεις να μετασχηματίζονται, να συνδέουν διαφορετικά στοιχεία, να αναγνωρίζουν τη διαφορετικότητα, να επεξεργάζονται το άγχος του κενού, να προωθούν το άνοιγμα στο τυχαίο, να δημιουργούν νέους χάρτες μετασχηματισμών, αντίθετα η ιδεολογία εδώ είναι ο περιέκτης μιας σκέψης μη-σκέψης, χωρίς όριο, αθάνατης και άμεσης. Αντί να διατηρεί την απόσταση από το αντικείμενο, ο ναρκισσισμός καταργεί αυτή την απόσταση ανάμεσα στο υποκείμενο και τον κόσμο, καλύπτοντάς τη με τη φαντασιακή αμεσότητα του ιδεολογικού αντικειμένου, το οποίο καταργεί κάθε αίτημα, κάθε αμφιβολία, καλύπτει κάθε απώλεια και φράζει κάθε ρωγμή. Αυτού του τύπου η ιδεολογική ριζοσπαστική θέση αρνείται τον περιορισμένο και το φθαρτό ενός πραγματικού αντικειμένου, είτε έχει να κάνει με υποκείμενο ή έχει να κάνει με κοινωνίες και συλλογικές ταυτότητες.
4. Η εικόνα του Τσε σαν παγκόσμιο σύμβολο της επανάστασης: ένα παράδειγμα δομικής ιδεολογίας.
Θα αναρωτηθείτε που θυμήθηκα τον Ερνέστο Γκεβάρα σήμερα. Τον ανακάλεσα στη μνήμη μου απέναντι στην επικράτηση των ακροδεξιών και εθνικιστικών εξάρσεων στην Ευρώπη και στον κόσμο, γιατί πιστεύω ότι είναι και σύγχρονος και απόμακρος μαζί. Απόμακρος γιατί είναι ένας επαναστάτης μιας άλλης εποχής, που η πραγματική του ιστορία δεν είναι πια η δική μας. Ωστόσο, η «επικαιρότητα», η συγχρονικότητά του, δεν ταυτίζεται με την αγορά των συμβόλων που κατασκευάστηκαν στα ΜΜΕ αλλά για τα σύνολα που κατασκευάζουν οι άνθρωποι, με τα οποία πλέκουν δεσμούς ,σκέψεις με διαφορετικό τρόπο μύθους, συλλογικές ταυτότητες και κυρίως ένα πλαίσιο αναπαράστασης στο οποίο ανήκουν. Δεν υπάρχει καμία μεγάλη κοινωνική, πολιτιστική ή πολιτική αλλαγή που να μπορεί να γίνει χωρίς μια ιδεολογία που να την πλαισιώνει. Δύο είναι τα κύρια στοιχεία αυτής της εικόνας του Τσε, που καταναλώθηκε όσο λίγες τα τελευταία χρόνια: το ένα ο ωραίος, ο νέος, ο ιδανικός επαναστάτης με το αστέρι στο μαύρο του μπερέ και το βλέμμα να ατενίζει το μέλλον. Το άλλο στοιχείο, ένα πτώμα ξαπλωμένο πάνω σε ένα τραπέζι, τρυπημένο από τις σφαίρες των εκτελεστών του, που έστειλαν τον Τσε στον άλλο κόσμο, ένα πτώμα όμορφο, σαν χριστός μετά την αποκαθήλωση, πτώμα όμως που έδειχνε αναντίρρητα ότι ο ζωντανός άνθρωπος ήταν πλέον πεθαμένος και νεκρός. Η φωτογραφία του πτώματος μας έλεγε ότι το όραμα και ο οραματιστής δεν υπάρχουν πια. Ωστόσο, η εικόνα του επαναστάτη με το βλέμμα να ατενίζει τον ορίζοντα, παρ’ όλη την εμπορευματοποίηση που του επέβαλαν τα ΜΜΕ, οι μόδες, οι μουσικές βιομηχανίες και οι εκκεντρικότητες, παρέπεμπαν σε μια φαντασιακή αναφορά του εικονιζόμενου και των συμφραζομένων του. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο ο Τσε στο συλλογικό φαντασιακό έδρασε ως ο συμβολισμός του αντάρτη, του γκεριέρο, για την άμεση πολιτική συνθηματολογία: ένα, δύο, τρία Βιετνάμ, η εξουσία βρίσκεται στην άκρη του ντουφεκιού, το αντάρτικο της πόλης, ο ένοπλος αγώνας που μόνο αυτός αποδίδει την αλήθεια στην επαναστατική πράξη. Ωστόσο, ο γκεβαρισμός γρήγορα εκμηδενίστηκε, όπως και η απόπειρα του Τσε στα βουνά της Βολιβίας. Και δεν άφησε τίποτε πίσω της, παρά μόνο τη νοσταλγία και κάποιες απονενοημένες απόπειρες (βλ. σύμφωνο διάψευσης μεταξύ των μελών των επαναστατικών ομάδων) που έσβησαν και αυτές στα τέλη της δεκαετίας ’70αρχές ’80, μέσα στην αποτυχία και την απόγνωση των εμπνευστών τους. Ο γκεβαρισμός στη Δύση δεν είχε συνέχεια. Ωστόσο, οι εξεγέρσεις της δεκαετίας του ’60 σηματοδότησαν κάτι βαθύτερο, που επιγραμματικά θα υπενθυμίσουμε εδώ σαν νέα αιτήματα που ανατάραξαν την τότε κατεστημένη τάξη: σεξουαλική επανάσταση, φεμινισμός, αντι-αυταρχικό σχολείο, σχετικοποίηση της επιστήμης, αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ορθολογικότητας, οικολογία, αντιψυχιατρική, έκρηξη της υποκειμενικότητας, αμφισβήτηση της πυρηνικής οικογένειας και γενικότερα των ιεραρχικών δομών, επαναδόμηση του πανεπιστημίου, αμφισβήτηση του ευρωπαιοκεντρισμού, της αποικιοκρατίας, της κομματοκρατίας, του γραφειοκρατικοποιημένου συνδικαλισμού, της μικροαστικής ηθικής. Για πρώτη φορά τέθηκε το ζήτημα ότι η εξουσία θεμελιώνεται όχι μόνο στο κράτος και τα χρηματιστήρια αλλά και σε άλλους πολιτισμικούς και κοινωνικούς θεσμούς, ακόμα και στη γλώσσα, την τέχνη, το σχολείο. Η φαντασία δεν ήρθε στην εξουσία, όπως έλεγαν οι φοιτητές το Μάη του ’68 στο Παρίσι, αλλά πολλοί «φαντασμένοι» θρονιάστηκαν για τα καλά εκεί. Ο Τσε, αν και χάθηκε ανώφελα, θα πάρει επικές διαστάσεις. Ίσως ήταν η τελευταία έκφραση της επικής ιδεολογίας. Ήταν η ανάγκη της εξέγερσης, η κληρονομιά της απείθειας. Είναι η ανθρώπινη, πολιτική και ηθική ανάγκη ν’αλλάξουν τα πράγματα όταν η ζωή γίνεται αβίωτη. Είναι η στιγμή, όπως έλεγε ο Ζυλ Ντελέζ, που «Αισθανόμαστε ντροπή να είμαστε άνθρωποι». Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Άγγελος Ελεφάντης, «Η εικόνα του Ερνέστο Γκεβάρα είναι ο καθρέφτης για το πρόσωπο της ντροπής μέσα στο μεταμοντέρνο κόσμο μας».
5. Δίκην επιλόγου
«Μπροστά στον τρόμο, να σκέφτεσαι αυτό που τον προκαλεί, το πώς ο τρόμος διασφαλίζει την απόλυτη εξουσία εκείνων που τον προκαλούν, αυτό που καταστρέφει, τον πανικό και το άγχος που ενσπείρει και κάνει τους πάντες να είναι ένας δυνάμει εχθρός. Ο τρόμος εκφορτίζεται στο μίσος προς τον καθένα αδιακρίτως που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει μια μορφή τρομοκράτη, όπως από το άλλο μέρος και οι τρομοκράτες δικαιολογούν τις πράξεις τους με το μίσος τους προς τους ίδιους που αποδίδουν στα θύματά τους: φαύλος κύκλος, διαβολικός». «Καμιά αλήθεια δεν είναι απόλυτη, ούτε τελική. Αυτό που μετράει είναι η σκέψη, η αίσθηση και η ελευθερία να σκέφτεσαι». D.W. Winnicott
6. Βιβλιογραφία
Kaës, R. (2018). Η ιδεολογία. Το ιδεώδες η ιδέα, το είδωλο. (Μετάφραση: Κ. Ναυρίδης). Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, Σελίδες: 300.
Καρπόζηλος Κ. & Χριστόπουλος, Δ. (2018). 10+1 Ερωτήσεις & Απαντήσεις για το Μακεδονικό. Αθήνα: Πόλις, Σελίδες: 95.
*Το παρόν αποτελεί ανακοινοποίηση από το site της ΕΕΨΨΟ.