Ετικέτα: ΤΟ ΒΗΜΑ

“Τείχος εμπιστοσύνης πριν από το τείχος ανοσίας”, του Στέλιου Στυλιανίδη (ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 12/09/2021

Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 12/09/2021.

To 2019, μόλις έναν χρόνο πριν από την έναρξη της πανδημίας Covid-19, ο Π.Ο.Υ. ανακήρυξε
τη «διστακτικότητα απέναντι στον εμβολιασμό» (vaccine hesitancy) ως μία από τις 10
μεγαλύτερες απειλές για την παγκόσμια υγεία.


Σήμερα η δραματική αυτή βεβαιότητα έχει ενισχυθεί περαιτέρω, χωρίς να μπορεί να γίνει
επιστημονικά στέρεος διαχωρισμός και διαφοροποίηση στην άμορφη μάζα των
αντιεμβολιαστών και, κατά συνέπεια, να αναδυθεί μέσα από την αναζήτηση της
καταλληλότερης μεθοδολογίας μια πιο αρμονική και λιγότερο διχαστική σχέση μεταξύ πειθούς
και καταναγκασμού-συμμόρφωσης.


Τέτοιου τύπου απλουστευτικές διχοτομήσεις έχουν ως αποτέλεσμα την ανατροφοδότηση ενός
φαύλου κύκλου ανταγωνισμού μεταξύ του επιστημονικού λόγου και του αντιεμβολιαστικού
φανατισμού, ο οποίος απέχει πολύ από τον στόχο της οικοδόμησης μιας αλυσίδας
εμπιστοσύνης βασισμένης στον ορθολογισμό.


Σύμφωνα με πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα (Washington Post 8/2021), οι δύο κυρίαρχοι
λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι επιλέγουν να μην εμβολιαστούν είναι το γεγονός ότι το
εμβόλιο είναι ένα νέο σκεύασμα και η πιθανότητα εμφάνισης άγνωστων παρενεργειών.
Σχεδόν ο μισός μη εμβολιασμένος πληθυσμός των ΗΠΑ ανησυχεί περισσότερο για τις πιθανές
παρενέργειες του εμβολίου παρά για τη νόσηση από Covid-19.


Ένας άλλος λόγος που καθιστά τον πληθυσμό διστακτικό και καχύποπτο απέναντι στην κρατική
πολιτική των εμβολιασμών είναι το «βίωμα μιας διαρκώς συρρικνούμενης ελευθερίας μέσα
από την επιβολή κακοποιητικών νόμων» (R. Kempf, Monde diplomatique, 9/2021).
Σύμφωνα με έγκριτους Γάλλους νομικούς, η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού παραπέμπει
σε όρους επείγοντος κοινωνικού ελέγχου και πιθανής χρήσης ευαίσθητων προσωπικών
δεδομένων για άλλους σκοπούς.


Κατά σειρά φθίνουσας ισχύος (Hornsey et al. 2018), εντοπίζονται ισχυρότερες
αντιεμβολιαστικές αντιλήψεις σε όσους (α) εκδηλώνουν υψηλά επίπεδα συνωμοσιολογικής
σκέψης, (β) εκδηλώνουν υψηλή αντιδραστικότητα, (γ) αναφέρουν υψηλά επίπεδα απέχθειας
απέναντι στο αίμα και τις βελόνες και (δ) έχουν ισχυρές ατομιστικές/ιεραρχικές κοσμοθεωρίες.
Επιπλέον, οι Jensen et al. (2021), μελετώντας συγκεκριμένα τις επικρατέστερες θεωρίες
συνωμοσίας για την πανδημία Covid-19, εντόπισαν σημαντικές συσχετίσεις με την ηλικία (το
30% των ατόμων 30-39 ετών συμφώνησε πως η πανδημία αποτελεί μέρος ενός πλάνου για την
παγκόσμια εγκαθίδρυση των υποχρεωτικών εμβολιασμών), τον τόπο διαμονής (υψηλότερη
αποδοχή του εμβολιασμού σε μεγάλες πόλεις, όπως το Βερολίνο), το μεταναστευτικό
πολιτισμικό υπόβαθρο (οι μετανάστες εκφράζουν περισσότερες συνωμοσιολογικές απόψεις)
και το χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης.

Ενδιαφέρον έχει, εξάλλου, η παρατήρησή τους ότι η συχνότητα χρήσης του Twitter
(μεγαλύτερα ποσοστά συνωμοσιολογικής σκέψης για την πανδημία μεταξύ των τακτικών
χρηστών της συγκεκριμένης πλατφόρμας) και άλλων εφαρμογών ανταλλαγής μηνυμάτων
λειτουργεί ενισχυτικά.


Σύμφωνα με τους Allington et al. (2021), η εκδήλωση δισταγμού απέναντι στον εμβολιασμό
κατά της Covid-19 συσχετίζεται με τη νεαρή ηλικία, το γυναικείο φύλο, το χαμηλό εισόδημα, το
χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, την υψηλή εξάρτηση από τα κοινωνικά δίκτυα ως πηγές
πληροφόρησης, τη χαμηλή εμπιστοσύνη απέναντι στην τηλεόραση και στον Τύπο ως πηγές
πληροφόρησης, την υπαγωγή σε μη λευκές εθνοτικές ομάδες, τον χαμηλό αντιλαμβανόμενο
κίνδυνο νόσησης από Covid-19, τη χαμηλή εμπιστοσύνη προς τους επιστήμονες και τους
υγειονομικούς, καθώς και τη χαμηλή εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση.


Οι υποψίες περί συνωμοσίας γύρω από την πανδημία Covid-19 και οι γενικότερες στάσεις
απέναντι στα εμβόλια εξηγούν το 35% της διακύμανσης των στάσεων απέναντι στον
εμβολιασμό κατά της Covid-19.


Είναι γνωστό από παλαιότερα (Haase et al. 2015) ότι οι ακτιβιστές του αντιεμβολιασμού
χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για τη διάχυση της ατζέντας τους, συχνά μέσα από τη δημοσίευση
αφηγηματικών αναφορών για δήθεν παρενέργειες των εμβολίων.


Στην επικοινωνία μηνυμάτων που αφορούν τον κλάδο της υγείας, η προβολή των
πληροφοριών με τη μορφή αφηγήσεων έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική ως προς την
πειθώ των αποδεκτών του μηνύματος.


Η έρευνα σχετικά με το φαινόμενο της πειθούς έχει δείξει πως η αντιλαμβανόμενη αξιοπιστία
μιας πηγής πληροφοριών μπορεί να λειτουργήσει ως έναυσμα για την ενίσχυση ή για την
απόρριψη ενός μηνύματος που επιχειρεί να επικοινωνήσει η πηγή στον δέκτη.


Η έρευνα της Kappa Research (24-5/8/2021) ανέδειξε μερικά ευρήματα που συνάδουν με τα
διεθνή ερευνητικά δεδομένα.


Το γεγονός ότι 59% των ανεμβολίαστων θα προτιμούσαν να νοσήσουν παρά να κάνουν το
εμβόλιο και 78% δεν θα εφαρμόσουν το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού επιβεβαιώνει
το συμπέρασμα δύο γερμανικών μελετών ότι τα μηνύματα που παρουσιάζουν υψηλό
κίνδυνο/απειλή με στόχο την αύξηση των εμβολιασμών φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα,
ενισχύοντας τις αντιλήψεις περί επικινδυνότητας του εμβολιασμού και τις αντιστάσεις, οι
οποίες εκφράζονται με άρνηση, δυσπιστία, έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στις
αρχές/θεσμούς που ασκούν την πίεση.


Η τεράστια διαφορά στο επίπεδο εμπιστοσύνης προς το ΕΣΥ και την κυβέρνηση μεταξύ
εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων, κατά την έρευνα της Kappa Research, με κοινό υπέδαφος
τη χαμηλότατη εμπιστοσύνη (9% κατά μέσο όρο, 14% οι εμβολιασμένοι και 1% οι
ανεμβολίαστοι) προς τα ΜΜΕ και τα κόμματα (21% οι εμβολιασμένοι, 5% οι ανεμβολίαστοι),
σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά άγχους, στρες, στενοχώριας και θλίψης, δείχνουν ότι θα
πρέπει να επανεξεταστεί δομικά η μέχρι τώρα προσέγγιση προαγωγής της δημόσιας υγείας.

Πολύ εύστοχα ο Guardian σε άρθρο της σύνταξής του(6/2021) υποστήριξε ότι μια νομοθετική
πράξη δεν πρέπει να υποκαθιστά την προσπάθεια να υπερβούμε τα πρακτικά και
συναισθηματικά εμπόδια προς τον εμβολιασμό, αλλά να τη συνοδεύει.
Το να ακούει κανείς τους αντιεμβολιαστές, αντί να τους απορρίπτει ως ανόητους και
συνωμοσιολόγους, είναι ο καλύτερος τρόπος για να αλλάξουν οι απόψεις τους απέναντι στον
εμβολιασμό.


Υπάρχουν καλές πρακτικές και επιτυχημένα προγράμματα προαγωγής και αγωγής υγείας,
διεθνώς αλλά και στη χώρα μας, τα οποία, με αντίστοιχα καλά εκπαιδευμένα στελέχη, μπορεί
να εφαρμοστούν σε ειδικές ομάδες ανεμβολίαστων προκειμένου να πειστούν και όχι να
στιγματιστούν. Είναι γνωστό άλλωστε πως ο στιγματισμός έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση
της εσωτερικευμένης οργής και ασυνείδητα καταδιωκτικά-παρανοϊκά άγχη, τα οποία, μαζί με
την αβεβαιότητα, βρίσκονται στον πυρήνα της συνωμοσιολογικής-ανορθολογικής σκέψης.


Συμπέρασμα: Τείχος εμπιστοσύνης πριν από το τείχος ανοσίας.


Το να ντροπιάζουμε τους άλλους και να τους κάνουμε διαλέξεις για το τι πρέπει να γίνει δεν
θα μας προστατεύσει από την Covid-19. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να γίνει μόνο συζητώντας
μαζί τους και απαντώντας τεκμηριωμένα και υπομονετικά σε όλες τις αιτιάσεις/αντιρρήσεις
τους, ακόμη κι αν είναι βαθιά ανορθολογικές.

Η δολοφονία της Καρολάιν ως δείκτης κοινωνικής παθολογίας, του Στέλιου Στυλιανίδη (ΤΟ ΒΗΜΑ, 27/06/2021)

του Στέλιου Στυλιανίδη

στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 27/06/2021

Η ελληνική κοινωνία βγαίνει δειλά-δειλά από μια πολυεπίπεδη κρίση και στην αρχή της ανάκαμψης συγκλονίζεται από μια φρικιαστική γυναικοκτονία. Η αρχική συμπάθεια προς τον αυτοθυματοποιημένο δράστη μετατρέπεται σε οργή μετά την αποκάλυψη της πράξης του. Ένα αίσθημα ανοίκειου σε σχέση με την ανθρώπινη φύση.

Είναι απαραβίαστη δεοντολογική αρχή να μην διατυπώνονται στο δημόσιο διάλογο διαγνώσεις και ψυχιατρικές εκτιμήσεις ως προς την ενδεχόμενη ψυχοπαθολογία και τα βαθύτερα κίνητρα αυτής της καταστροφικότητας.
Μια τέτοια ενδελεχής εκτίμηση μπορεί να γίνει αυστηρά και μόνο με συστηματική εξέταση του δράστη σε κλινικό πλαίσιο και με τη βοήθεια διαγνωστικών-ψυχομετρικών εργαλείων.

Ωστόσο, είναι αναγκαίο να διατυπώσουμε μερικές γενικές παρατηρήσεις:
– Από τα μέχρι τώρα δεδομένα φαίνεται να μην υπάρχει σύνδεση ψυχικής ασθένειας με την αποτρόπαια πράξη και επομένως οποιοδήποτε ελαφρυντικό για τον μη καταλογισμό.
– Η μεθοδικότητα, η χειριστικότητα, η μυθοπλαστική ικανότητα και το απόλυτο έλλειμμα ενσυναίσθησης του δράστη εναρμονίζονται με το συναισθηματικό πάγωμα της προσπάθειας εκλογίκευσης και την έλλειψη κάθε αυθεντικής συναισθηματικής δόνησης στην εκ των υστέρων δημόσια παρουσία του.
– Παρατηρούμε τον δράστη να είναι παρατηρητής της δικής του αφήγησης, αποστασιοποιημένος και ψύχραιμος, χωρίς ενοχές, αναστολές και ηθικό φραγμό.
– Η διαταραχή προσωπικότητας που στην προκειμένη περίπτωση θα χαρακτηριζόταν ως αντικοινωνική δεν πρέπει να ταυτίζεται με την ψυχική ασθένεια, παρόλο που αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα της ψυχιατρικής και της εγκληματολογίας. Προσωπικά με βρίσκει αντίθετο η ψυχιατρικοποίηση ή ιατρικοποίηση συμπεριφορών οι οποίες παρεκκλίνουν από τις κοινωνικές και πολιτισμικές νόρμες και εντάσσονται στη σφαίρα του κοινού ποινικού δικαίου.
– Ορισμένα χαρακτηριστικά αυτής της διαταραχής προσωπικότητας (αντικοινωνικής ή δυσκοινωνικής) είναι η συναισθηματική σκληρότητα και αδιαφορία για τα συναισθήματα των άλλων, η έλλειψη σεβασμού απέναντι στα κοινωνικά πρότυπα, κανόνες και υποχρεώσεις παρά τη φαινομενική υπερπροσαρμιογή σε αυτά, η ανικανότητα διατήρησης σχέσεων διαρκείας, παρά την αρχική ευκολία σύναψης τους μέσω σαγηνευτικής συμπεριφοράς, πολύ μικρή ανοχή στη ματαίωση, χαμηλή ουδό στην εκτόνωση της επιθετικότητας, συμπεριλαμβανομένης και της βίας, ανικανότητα βιώματος ενοχής και εκσεσημασμένη τάση μετάθεση της ευθύνης στους άλλους και διατύπωσης αληθοφανών εκλογικευτικών σχημάτων για την δικαιολόγηση της συμπεριφοράς.
– Αυτή η διαταραχή αρχίζει και εμφανίζεται στην προεφηβεία και την εφηβεία και συχνά χαρακτηρίζεται από έντονα ξεσπάσματα θυμού και ακατέργαστη επιθετικότητα.

Φίδια με κοστούμια

Τα άτομα με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας κατατάσσονται σε ένα ευρύ φάσμα, του οποίου ο ένας πόλος μπορεί να περιλάβει περιπτώσεις ακραία αποδιοργανωμένων, παρορμητικών και σαδιστικών ατόμων και ο άλλος πόλος του συνεχούς να περιλαμβάνει ακόμη και σαγηνευτικούς και ραφιναρισμένος αστούς, όπως του περιέγραψαν οι Babiak & Hare στο βιβλίο τους “φίδια με κοστούμια” (2007).

Ο σαδισμός, το βίωμα της ευχαρίστησης μέσω της κυριαρχίας και της οδύνης του άλλου, είναι κλινικά εμφανή σε αυτά τα άτομα, στη σκληρότητα απέναντι στα ζώα κατά την παιδική ηλικία, ιδιαίτερα προς τα κατοικίδια.
Η πρόκληση του βασανιστηρίου αποτελεί την προσπάθεια του παιδιού να αμυνθεί απέναντι στην ίδια του την ανημποριά μέσω της επιβολής παντοδύναμου ελέγχου πάνω σε ένα άλλο αντικείμενο.

Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με την ανάδυση ενός πρωτόγονου φθόνου: Εφόσον δεν σε ελέγχω και δεν σε έχω όπως θέλω εγώ, θα σε καταστρέψω.

Ο κακοήθης ναρκισσισμός του δράστη τον ώθησε να υφάνει ένα ολόκληρο επικοινωνιακό χειριστικό παιχνίδι με στόχο την παραπλάνηση, τη χειραγώγηση των οικείων του την κοινή γνώμη, την ψευδαίσθηση του ελέγχου όλων των άλλων και, σε τελευταία ανάλυση, την αποφυγή της τιμωρίας του.

Όντας ο ίδιος ανίκανος ενσυναίσθησης και αναστοχασμού, επεξεργασίας τύψεων και ενοχών, αποστασιοποιήθηκε από την ίδια την πράξη του οργανώνοντας με συστηματικότητα μια “συνεκτική” αφήγηση η οποία αρχικά τροφοδότησε ένα κοινωνικό στερεότυπο και συλλογική προκατάληψη εισβολέων αλλοδαπών.

Ένας επιτυχημένος και όμορφος με κοινωνική δικτύωση ενήλικας 27 χρόνων που συνάπτει σχέση με μια 14χρονη έφηβη το κάνει από αυθεντική αγάπη ή χρησιμοποιεί τη μαθήτρια ως ναρκισσιστική λάφυρο, προκειμένου να τη μορφοποιήσει όπως ο ίδιος επιθυμεί; Και η εγκυμοσύνη στα 18 πριν η ίδια αποκτήσει οποιαδήποτε δυνατότητα αυτονομίας δεν είναι μια πρόσθετη ένδειξη της επιθυμίας του για πατριαρχικό έλεγχο και ενδεχομένως εξευτελισμό του άλλου μέσω της άκριτης υποταγής του;

Ο Χορός της τραγωδίας

Στην αρχή η είδηση προκάλεσε ακροδεξιά έξαρση με κραυγές για απελάσεις, αυτοάμυνα, οπλοκατοχή και θανατική ποινή. Το θυμικό εις βάρος στοιχειωδών δημοκρατικών κανόνων. Στη συνέχεια ξεκίνησε ένα debate, πάλι ιδεολογικά φορτισμένο, για τον όρο γυναικοκτονία, συσκοτίζοντας για πολλοστή φορά την ανάγκη μιας ουσιαστικής και νηφάλιας συζήτησης για την αποκωδικοποίηση του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνονται αυτές οι αντικοινωνικές προσωπικότητες.

Το πιο νοσηρό ήταν η δημοσιοποίηση και ο σχολιασμός αποσπασμάτων του ημερολογίου του θύματος, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την ποινική διαδικασία, με υπόρρητη πρόθεση διασυρμού της Καρολάιν. Και βέβαια οι συμβουλές συνδικαλιστή αστυνομικού προς επίδοξους γυναικοκτόνους πώς θα «πέσουν στα μαλακά».

Ξεχωριστή θέση στον κοινωνικό θόρυβο έχει ο ρόλος της “ψυχολόγου” που έβλεπε το θύμα πριν τη δολοφονία του. Πέρα από την αναξιοπιστία των τίτλων της και την απάτη που αυτό συνεπάγεται πρέπει να υπογραμμιστεί ότι κατά δήλωση της ίδιας έβλεπε το θύμα με το δράστη μαζί και χωριστά, κάτι που παραβιάζει κάθε έννοια ψυχοθεραπευτικής δεοντολογίας, επιστημονικής συγκρότησης και παραπέμπει περισσότερο στην ικανότητα του γυναικοκτόνου να χειριστεί δι ίδιον όφελος και την υποτιθέμενη ψυχολόγο για την εκπλήρωση του σχεδίου του αλλά και τη δική της απόλυτη ανεπάρκεια και το ηθικό έλλειμμα πίσω από την όπως-όπως άσκηση ενός κλινικού επαγγέλματος το οποίο εξευτέλισε.

Συμπερασματικά

Οφείλουμε ως κοινωνία να διαπραγματευτούμε με μια διπλή ανασφάλεια και αβεβαιότητα:
– Την αποκωδικοποίηση τέτοιων καταστροφικών συμπεριφορών οι οποίες προέρχονται από “σαγηνευτικούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας”.
– Την προστασία της δημόσιας υγείας, μέσα από αυστηρές θεσμικές παρεμβάσεις ανεξαρτήτως συντεχνιακού κόστους, από κάθε είδους κομπογιαννίτες οι οποίοι εκμεταλλεύονται την ψυχική οδύνη και τα ενδοοικογενειακά αδιέξοδα προσφέροντας δήθεν υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
Θεσμικά καθίσταται απολύτως αναγκαία η δημιουργία ενός δικτύου κοινωνικών δομών στις οποίες θα μπορούν να απευθύνονται με όρους εμπιστευτικότητας και προστασίας γυναίκες που κακοποιούνται, απειλούνται, φοβούνται, υποφέρουν μέσα σε σχέσεις δηλητηριασμένες από τα χειρότερα κατάλοιπα μας πατριαρχικής κουλτούρας.

Πανδημία ψυχικής υγείας στη μετά COVID εποχή, του Στέλιου Στυλιανίδη (TO BHMA)

Η πανδημία COVID-19 αποτελεί για τον πλανήτη αλλά και για την Ελλάδα μια τεράστια δοκιμασία, η οποία επηρέασε όλες τις σφαίρες της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Μεταξύ άλλων, η ανάδυση των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας έχει τεκμηριωθεί σε μια σειρά από μελέτες, τόσο διεθνείς όσο και ελληνικές.

Οι πιο συχνές ψυχικές διαταραχές ύστερα από μια καταστροφή είναι η μείζων κατάθλιψη, το μετατραυματικό στρες, οι αγχώδεις διαταραχές, η αύξηση στη χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών, καθώς και η αύξηση της οικογενειακής βίας (Mari & Oquendo, 2020).

Οι συνέπειες στην ψυχική υγεία

Η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει ότι τουλάχιστον 5 διαφορετικές συνέπειες της πανδημίας θα έχουν επιπτώσεις στην ψυχική υγεία:

1. Η εικόνα των ερημωμένων πόλεων και περιοχών ενεργοποίησε οξείες αντιδράσεις στρες, όπως η αγωνία μήπως μολυνθεί κάποιος ή μολύνει άλλους, καθώς και φόβο και άγχος θανάτου.

2. Η δεύτερη συνέπεια προέρχεται από την ανάγκη εγκλεισμού, η οποία οδήγησε σε εκτεταμένα βιώματα ανημποριάς, βαρεμάρας, άγχους, αγωνίας, ευερεθιστότητας και θυμού απέναντι στην απώλεια της ελευθερίας. Αυτές οι αντιδράσεις μπορεί να είναι απλά μια προσαρμογή στις νέες συνθήκες και όχι απαραίτητα παθολογικές.

3. Η τρίτη συνέπεια είναι οι πολυάριθμοι νεκροί από την COVID-19 στα υπερφορτωμένα νοσοκομεία. Νεκροί οι οποίοι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ενεργοποίησαν περιπτώσεις περιπεπλεγμένου πένθους με κατάθλιψη και κίνδυνο αυτοκτονίας σε οικεία άτομα.

4. Οι επιζήσαντες από νοσηλεία ύστερα από COVID-19 σε ΜΕΘ μπορεί να παρουσιάσουν μελλοντικά επεισόδια μείζονος κατάθλιψης, μετατραυματικού στρες και άλλες ψυχιατρικές διαταραχές.

5. Τέλος, οι οικονομικές απώλειες, η ανεργία, η ανασφάλεια τροφής και οι αυξανόμενες κατά τη διάρκεια της πανδημίας κοινωνικές ανισότητες μπορούν να ενεργοποιήσουν οξύ στρες, το οποίο κινδυνεύει να μεταβληθεί σε μια κατάσταση χρόνιου στρες, σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού και κατά συνέπεια να αποτελέσει υπέδαφος για την ανάπτυξη νέων ψυχιατρικών διαταραχών.

Ελληνικά ερευνητικά δεδομένα για την πανδημία

Μια σειρά από πρόσφατες έρευνες στη χώρα μας (Giannopoulou & Tsobanoglou, 2020, Peppou, Economou, Skali & Papageorgiou, 2020, Parlapani et al., 2020, Fountoulakis et al., 2021, Papadopoulou et al., 2021, Skapinakis et al., 2020) τεκμηριώνουν τις σοβαρές ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις που παρατηρούνται στο σύνολο του πληθυσμού, είτε έχουν νοσήσει είτε όχι.

Μεταξύ πολλών άλλων ευρημάτων, αναδεικνύεται η αύξηση συμπτωμάτων αγχώδους διαταραχής έως και 45%, η κλινική κατάθλιψη στον γενικό πληθυσμό σε ποσοστό έως 9,31%, με ένα πλέον 8,5% να αντιμετωπίζει σοβαρή δυσφορία. Αυξημένο άγχος και συναισθήματα κατάθλιψης, συμπεριλαμβανομένων και των υποκλινικών περιπτώσεων, υπήρχαν σε περισσότερο από το 40% του πληθυσμού, όπως επίσης και υποτροπές σε άτομα που εμφάνιζαν ψυχιατρική νοσηρότητα πριν από την έναρξη της πανδημίας.

Το άμεσο και έμμεσο κόστος των ψυχικών διαταραχών

Το άμεσο κόστος των ψυχικών διαταραχών συχνά αναφέρεται στο «ορατό κόστος» που συνδέεται με τη διάγνωση και τη διάγνωση και τη θεραπεία εντός του συστήματος Υγείας: φαρμακευτική αγωγή, ιατρικές επισκέψεις, ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες, νοσηλείες κλπ. Αντίθετα, το έμμεσο κόστος αφορά το «αόρατο κόστος» που σχετίζεται με τις απώλειες εισοδήματος λόγω θνησιμότητας, αναπηρίας και αναζήτησης ιατρικής φροντίδας, συμπεριλαμβανομένης της απώλειας σε παραγωγικότητα λόγω απουσίας από την εργασία ή/και πρόωρης συνταξιοδότησης.

Το κενό στη θεραπεία για τις ψυχιατρικές διαταραχές είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο σε κάθε άλλον ιατρικό τομέα. Η πρόσβαση στην ψυχιατρική φροντίδα είναι γενικώς περιορισμένη λόγω της έλλειψης προσωπικού και υποδομών, ενώ δεν προσφέρονται αποτελεσματικές, ερευνητικά τεκμηριωμένες προσεγγίσεις. Σημαντικότερα, υπάρχει ιδιαίτερη έλλειψη σε εστιασμένες παρεμβάσεις, ακόμα και σε χώρες υψηλού εισοδήματος (Trautmann, Rehm & Wittchen, 2016).

Παγκοσμίως, 1 στα 2 άτομα αντιμετωπίζουν ψυχιατρική διαταραχή κάποια στιγμή στη ζωή τους. Ανά πάσα στιγμή, ψυχική ασθένεια αντιμετωπίζουν 1 στους 5 (OECD, 2019). Η απώλεια παραγωγικότητας ως αποτέλεσμα του άγχους και της κατάθλιψης στοιχίζει στην παγκόσμια οικονομία 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως. Συνολικά, η χαμηλή ποιότητα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας εκτιμάται πως στοίχιζε για την παγκόσμια οικονομία περίπου 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως σε ελλείμματα υγείας και απώλεια παραγωγικότητας το 2010, ενώ αυτό το κόστος προβλέπεται να ανέρχεται σε 6 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2030 (Lancet, 2020).

Σύμφωνα με τον Χάρτη Ψυχικής Υγείας του ΠΟΥ για το 2017 (WHO Mental Health Atlas 2017), η μέση κρατική δαπάνη για την ψυχική υγεία αφορά λιγότερο από το 2% των προϋπολογισμών υγείας των διαφόρων κρατών. Στην παρούσα φάση, το κόστος της φροντίδας ψυχικής υγείας μπορεί να φτάνει έως και το 4% του ΑΕΠ (OECD, 2019). Το οικονομικό κίνητρο για επένδυση στην ψυχική υγεία είναι, ωστόσο, υψηλό: για κάθε 1 δολάριο που επενδύεται στην αναβάθμιση της φροντίδας για την κατάθλιψη και το άγχος, υπάρχει επιστροφή 4 δολαρίων λόγω της βελτίωσης της υγείας και της αύξησης της παραγωγικότητας (Lancet, 2020).

Στη χώρα μας, σε προηγούμενες έρευνες, το χάσμα ψυχικής υγείας (ανάγκες – μη θεραπευόμενη νοσηρότητα Vs θεραπείας – ψυχοκοινωνική φροντίδα) είναι 1 προς 4. Δηλαδή μόνο 1 στους 4 λαμβάνει κάποια μορφή βοήθειας, έστω και ελλειμματικής.

Αρκετά από τα εμπόδια απέναντι στην πρόοδο και στη βελτίωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας μπορούν να ανατραπούν μέσα από τη δημιουργία πολιτικών που προωθούν την προσβάσιμη και ανθρωπιστική φροντίδα ψυχικής υγείας (Christensen et al., 2020). Αρα, αν δεν αλλάξουμε την πολιτική ατζέντα επένδυσης στην ψυχική υγεία, το προβλεπόμενο συνολικό κόστος θα είναι υπερτετραπλάσιο της επένδυσης σε cost – effective παρεμβάσεις, ιδιαίτερα για τις κοινές ψυχικές διαταραχές (άγχος, κατάθλιψη).

Συμπεράσματα

Η πανδημία έχει αναδείξει με τον πιο δραματικό τρόπο τη σημασία του κοινωνικού κράτους και ενός ισχυρού συστήματος δημόσιας Υγείας. Σε αυτό το άρθρο μιλήσαμε για οικονομικό κόστος. Ωστόσο, το συναισθηματικό – ψυχικό κόστος και η οδύνη τόσο των ασθενών όσο και των οικογενειών τους δεν μετριούνται σε ευρώ. Τα καταλαβαίνουμε μόνο όταν αναμετρηθούμε με το βίωμά τους.

Για να μπορέσει να υπάρξει ανάκαμψη μετά την πανδημία, απαιτείται ένα συγκροτημένο εθνικό σχέδιο με ισχυρή διακομματική συναίνεση μακριά από μικροκομματικές σκοπιμότητες, στο πλαίσιο μιας whole society approach σύμφωνα με τις συστάσεις του ΠΟΥ.

Σε μια χώρα που φθίνει δημογραφικά, δεν είναι αρκετό ένα κράτος πρόνοιας που να στηρίζεται απλά και μόνο σε επιδόματα. Εάν δεν απαντήσουμε ορθολογικά στα σωστά ερωτήματα για τη διαχείριση των πόρων και για τη μελλοντική προοπτική της κοινωνικής συνοχής, του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης και του μοντέλου του κοινωνικού κράτους, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να βρούμε αποδοτικές και έξυπνες λύσεις για τις διαρκώς διογκούμενες ανάγκες.

Προτάσεις για την επικαιροποίηση της μετέωρης και ασθμαίνουσας ψυχιατρικής μεταρρύθμισης υπάρχουν τεκμηριωμένες εδώ και μια 10ετία (Μαυρέας & Στυλιανίδης, 2011, ΨΥΧΑΡΓΩΣ Γ’), όπως επίσης και ολοκληρωμένο σχέδιο για νέες, καινοτόμες παρεμβάσεις στην κοινότητα (έγκαιρη παρέμβαση στην ψύχωση, κατ’ οίκον φροντίδα, κινητές μονάδες). Υπάρχει άραγε η πολιτική βούληση για την υλοποίησή τους;

Αν όχι τώρα, πότε;

Ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης είναι ψυχίατρος – ψυχαναλυτής, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, καθώς και ιδρυτής και επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ).

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ

Παγκόσμια ημέρα Ψυχικής Υγείας : O χάρτης της ντροπής των ακούσιων νοσηλειών (ΤΟ ΒΗΜΑ)

Η ακούσια νοσηλεία ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας αποτελεί αμφιλεγόμενο ζήτημα στην παροχή ψυχιατρικής φροντίδας, κυρίως λόγω των περιορισμών που επιβάλλει στην ελευθερία των ασθενών αυτών.

Κατά την άσκηση του μέτρου αυτού, ανακύπτουν σημαντικά ζητήματα εξαιτίας της δυσκολίας να εξισορροπηθούν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα του ασθενούς, η δημόσια ασφάλεια και η ανάγκη για θεραπεία.

Επιδημιολογικές μελέτες σε χώρες της Ευρώπης στοιχειοθετούν σημαντική ποικιλομορφία ως προς τη συχνότητα των ακούσιων νοσηλειών (ενδεικτικά 3,2% στη Πορτογαλία, 4,6% στη Δανία,13,5% στο Ηνωμένο Βασίλειο), η οποία μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές ανάμεσα στα κράτη – μέλη ως προς το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, την επικρατούσα ψυχιατρική κουλτούρα, τη διάρθρωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, την διαθεσιμότητα εναλλακτικών μορφών φροντίδας, τα χαρακτηριστικά των ασθενών, το βαθμό κοινωνικής συνοχής, καθώς και ως προς ευρύτερους κοινωνικο-οικονομικούς δείκτες.

Ωστόσο οφείλουμε να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με πρόσφατες επιστημονικές έρευνες, υπάρχει μια αυξητική τάση των ακουσίων νοσηλειών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, κάτι που αρχίζει να συνειδητοποιείται δυστυχώς με μεγάλη καθυστέρηση ως πρόβλημα δημόσιας υγείας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την ηγεσία της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής.

Υπάρχει ευρεία συναίνεση στη διεθνή επιστημονική κοινότητα προκειμένου το μέτρο της ακούσιας νοσηλείας να χρησιμοποιείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις ως έσχατη λύση για θεραπεία του ασθενούς, σε δύσκολα κλινικά περιστατικά με έντονη αυτό και ετερο-καταστροφικότητα η σε συνθήκες εγκατάλειψης σοβαρά παλινδρομημένων ασθενών και όχι ως «μέτρο ρουτίνας» και κοινωνικός αυτοματισμός, όπως συμβαίνει στη χώρα μας.

Παρά τις υπάρχουσες διαφορές, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συγκριθούν τα ποσοστά αυτά με την κατάσταση στη χώρα μας, μετά την καταδίκη της στο Συμβούλιο της Ευρώπης για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και χρήση περιοριστικών μέτρων (μηχανικές και χημικές καθηλώσεις) σε ασθενείς που νοσηλεύονται με εισαγγελική εντολή.

Η συνεχιζόμενη πολυκεντρική Μελέτη των Ακουσίων Νοσηλειών στην Ελλάδα (Μ.Α.Ν.Ε.), με την επιστημονική ευθύνη του υπογράφοντος, διεξάγεται σε Αθήνα , Θεσσαλονίκη και Αλεξανδρούπολη, με τη συμμετοχή 5 Πανεπιστημιακών τμημάτων της χώρας, της ΕΠΑΨΥ και την επιστημονική στήριξη διεθνούς κύρους εμπειρογνωμόνων, τεκμηριώνει αρχικά τα υψηλά ποσοστά των αναγκαστικών νοσηλειών (50-65%) στα μεγάλα αστικά κέντρα (εκτός της Θράκης) επί του συνόλου των ψυχιατρικών νοσηλειών στα Ψυχιατρικά Νοσοκομεία και στα Ψυχιατρικά Τμήματα των Γενικών Νοσοκομείων.

Πρόκειται για μία συστημική δυσλειτουργία της άσκησης της ψυχιατρικής στην Ελλάδα, η οποία συνδέεται με παράγοντες κλινικούς (διαχείριση επιθετικότητας, διαχείριση υποτροπών) πολιτισμικούς (στίγμα, ασυλική ψυχιατρική κουλτούρα), θεσμικούς και οργανωτικούς (διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής και  του συνεχούς της φροντίδας στη κοινότητα, φαινόμενο «περιστρεφόμενης πόρτας», δηλ. επανεισαγωγή των ίδιων των ασθενών χωρίς ψυχοκοινωνική στήριξη, έλλειμμα εναλλακτικών της νοσηλείας τομεοποιημένων δομών κοινοτικής ψυχικής υγείας και αντιμετώπισης της κρίσης, κενά στο συντονισμό και την ηγεσία ενός αθροίσματος υπηρεσιών που δεν λειτουργεί ως συνεκτικό σύστημα απαντώντας στις διογκούμενες ανάγκες ψυχικής υγείας του πληθυσμού, ιδιαίτερα των παιδιών και εφήβων).

Ενώ οι διεθνείς θεσμοί ψυχικής υγείας (Π.Ο.Υ, 2019, Παγκόσμια Ψυχιατρική Εταιρία, 2020) προτείνουν συγκεκριμένες κατευθυντήριες οδηγίες για περιορισμό των εισαγγελικών παραγγελιών, για αποφυγή χρήσης περιοριστικών μέτρων κατά την νοσηλεία, ενίσχυση των μηχανισμών συνηγορίας και συμμετοχής των συλλόγων των οικογενειών και των ληπτών στον έλεγχο και την αξιολόγηση της ποιότητας της ψυχιατρικής φροντίδας, όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας που υποφέρουν από ψυχικές ασθένειες οδηγούνται με χειροπέδες στο Δρομοκαΐτειο, στο Δαφνί, στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και στα ψυχιατρικά τμήματα των γενικών νοσοκομείων, που θα έπρεπε να λειτουργούν με κοινοτικό προσανατολισμό στο πλαίσιο της τομεοποίησης. Εκεί, μπορεί να υποστούν μηχανική καθήλωση (1:4 σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία) και άλλες ταπεινώσεις, ακόμη, όπως συνέβη προ ολίγων ετών όχι για πρώτη φορά, και να καούν δεμένοι με ιμάντες.

Εξάλλου, η χώρα μας έχει υπογράψει τη Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (CRPD) του ΟΗΕ στις 31/5/2012. Οι ισχύουσες ψυχιατρικές πρακτικές για τις ακούσιες νοσηλείες μας αφήνουν για πολλοστή φορά έκθετους απέναντι στις διεθνείς δεσμεύσεις μας.

Οι  μνημονιακές δεσμεύσεις δεν υπάρχουν πια. Ποτέ δεν ήταν η πραγματική δικαιολογία για την αισθητή επιδείνωση των ακούσιων νοσηλειών, αφού η παράλληλη λειτουργία της ασυλικής και της κοινοτικής ψυχιατρικής έχει υψηλότερο κόστος, όχι μόνο οικονομικό αλλά και ανθρώπινο, από την πλήρη κατάργηση και μετασχηματισμό  των ψυχιατρικών ιδρυμάτων. Οι Ιταλοί, οι Αγγλοι, οι Ισπανοί, οι Αυστραλοί, έχουν πολλά να μας πουν πάνω σ’  αυτό. Η ιστορική εμπειρία της Τεργέστης ,συνεργαζόμενο κέντρο του ΠΟΥ για διάχυση καλών πρακτικών, έχει πρόσφατα ποσοστά αναγκαστικών νοσηλειών μικρότερα του 1% στη περιοχή ευθύνης της.

Έχοντας συμβάλλει ουσιαστικά  στην κατάργηση και τον μετασχηματισμό σε ένα σύγχρονο δίκτυο υπηρεσιών ψυχικής υγείας για παιδιά και εφήβους του Παιδοψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής (Νταού Πεντέλης), γνωρίζω βιωματικά πόσο δύσκολο είναι να ξεπεραστούν αντιστάσεις και πιέσεις συμφερόντων που δίνουν λυσσαλέα μάχη υπέρ της αντιμεταρρύθμισης και του αναχρονισμού. Γνωρίζω, όμως, επίσης ότι οι αναγκαίες αλλαγές είναι εφικτές, εφ΄ όσον υπάρχει πολιτική βούληση, όραμα, πόροι και σχέδιο.

Σήμερα, δεν υπάρχει κανένα άλλοθι για το πάγωμα της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης που καρκινοβατεί. Η απουσία μνημονιακών καταναγκασμών επιβάλλει βήματα μπροστά, πόσο μάλλον από μια κυβέρνηση που δηλώνει μεταρρυθμιστική.

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ